Κωνσταντίνος Μούσσας: «Κακή κριτική θεωρώ τα «Ανοιχτά Χαρτιά» του Ελύτη»

Ο Κωνσταντίνος Μούσσας γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε ιατρική. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και τρεις μεταφράσεις Ιταλών ποιητών και διηγηματογράφων. Είναι μέλος πολλών λογοτεχνικών συλλόγων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Μεσοτοιχίες» ο συγγραφέας μίλησε για τις φαινομενικά αλληλένδετες ιστορίες που παρουσιάζει, από την Ισπανία μέχρι και την Ελλάδα, κι όπως ο ίδιος απαντά είναι «μια προσπάθεια να αναζητήσει σε ποιες χώρες υπήρξε, έστω και νοερά. Ο Μούσσας, όμως, δε διστάζει να καυτηριάσει και το ζήτημα της κριτικής αναφέροντας πως πάσχουμε στην τεκμηρίωση και το πρόβλημα εντοπίζεται στη διαφορά κρίσης και άποψης. 

Το τελευταίο σας βιβλίο τιτλοφορείται με το οικείο ουσιαστικό «Μεσοτοιχίες». Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Πρόκειται για μια συλλογή σύντομων και επίκαιρων διηγημάτων. Η κεντρική ιδέα είναι απλή και αφορά τον τρόπο που οι ζωές των ανθρώπων αλληλοεπιδρούν και ταυτίζονται, ανεξάρτητα από χώρες, φυλές και γλώσσες. Μέσα από εννέα αφηγήσεις, που περιγράφουν τις ιστορίες ανθρώπων σε διάφορες χώρες στον καιρό της πανδημίας, προσπαθώ να δείξω την παράλληλη πορεία βίων και γεγονότων. Η ιδέα αυτή διατρέχει όλο το βιβλίο ήδη από το εξώφυλλο έως και την τελευταία πρόταση, στο ένατο διήγημα. Ειδικά αυτή τη δύσκολη εποχή της υγειονομικής κρίσης, αλλά και πέρα από αυτήν. Δείτε για παράδειγμα το φαινόμενο της κλιματικής καταστροφής -και όχι «αλλαγής», όπως αποκαλείται λανθασμένα-, το φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης και του προσφυγικού, της ενδοοικογενειακής βίας, των διακρίσεων και των κοινωνικών αποκλεισμών. Όλες οι μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος μας αφορούν συνολικά. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πως εμπνευστήκατε τον τίτλο; Ενώ, φαινομενικά αφηγείστε αλληλένδετες ιστορίες τόσο ως προς το χρόνο όσο και στον τόπο. 

Ο τίτλος είναι ενδεικτικός και εμπνευσμένος από την ομώνυμη ταινία «Μεσοτοιχίες»- (Medianeras), του Αργεντίνου σκηνοθέτη Gustavo Taretto αλλά και από την εξαιρετική φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο και η οποία προέρχεται από ένα βραβευμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Αντώνη Σαρρή. Είναι το βιβλίο αυτό, μια προσπάθεια να αναζητήσω σε ποιες χώρες υπήρξα, έστω και νοερά; Σε ποιες πόλεις και σε πόσες ζωές; Να περιγράψω τα σπίτια που άφησα το ίχνος μου, τους φίλους που χάθηκαν, τα σχέδια της ζωής μου που βγήκαν όλα πλάνες, τις γειτονιές του κόσμου, αναζητώ. Του κάθε κόσμου και της κάθε εποχής. 

Aνάμεσα στην ποίηση και το πεζογράφημα, τι σας εκφράζει περισσότερο;

Μπορώ με την ίδια «δημιουργική περιέργεια» -επιτρέψτε μου τον όρο-να περιπλανηθώ με πάθος και επιμονή, σε όλες της μορφές γραφής: από το πεζογράφημα, στην πολιτική αρθρογραφία ή το δοκίμιο. Άλλωστε αυτοπροσδιορίζομαι ως απλός γραφιάς. Αναμφίβολα όμως η ποίηση αποτελεί κατά τη γνώμη μου την κορυφαία μορφή εκφραστικής Τέχνης γι’ αυτό και στις Μεσοτοιχίες θα συναντήσετε έντονα τον ποιητικό λόγο, ενώ στο πρώτο μόλις διήγημα αναφέρω επίτηδες έναν στίχο του Λειβαδίτη και στο τελευταίο παραθέτω ένα μεγάλο μέρος από  το ποίημα του σπουδαίου Μ. Αναγνωστάκη «Τώρα μιλώ πάλι…» και αυτό κατά παράβαση των αυστηρών και συγκεκριμένων κανόνων της πεζογραφίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πως θα ήταν η ζωή του Τενεσί Ουίλιαμς, αν κατοικούσε κάπου στους Αμπελόκηπους ή του Κάφκα στο Κάιρο στην εποχή της πανδημίας; 

Ίσως είναι ένα χωροχρονικό παράδοξο, μια λογοτεχνική παρειδωλεία ο τρόπος που τοποθετώ τους ήρωες σε αυτά τα εννέα διηγήματα, ώστε τελικά να συνομιλούν και καμιά φορά να ταυτίζονται με συγγραφείς, μουσικές, εικόνες, κινηματογραφικές ταινίες που αγαπώ και με καθόρισαν. Κάποιος σημαντικός κριτικός λογοτεχνίας διαβάζοντας το βιβλίο, μού είπε εύστοχα: «αν η Μαδρίτη, που περιγράφεις στο διήγημα «Μάθημα Σαγήνης» ήταν γυναίκα, θα ήταν σίγουρα η Εντίθ Πιάφ, παρότι εκείνη αντιπροσωπεύει εμβληματικά το γαλλικό τραγούδι…». Μα αυτός είναι και ο σκοπός του βιβλίου: Η ταύτιση χαρακτήρων και προσωπικοτήτων σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Ακριβώς αυτή τη λογική έχει και η επικείμενη μετάφραση και κυκλοφορία του στην Ιταλία, αλλά και οι επιμέρους μεταφράσεις των αντίστοιχων διηγημάτων στα γαλλικά, ισπανικά, ρουμανικά, αγγλικά και αραβικά.

Αναφέρατε πως δεν είχατε την επιθυμία να καταγράψετε μία ακόμη αφηγηματική δράση για την εποχή της πανδημίας. Στις ιστορίες σας, όμως εμπλέκονται και βιωματικές αναδρομές;

Είναι οι φανταστικές ή μη, ιστορίες των ίδιων των ανθρώπων που με οδήγησαν. Οπωσδήποτε ήταν πιο εύκολο να αποδοθούν οι εικόνες από χώρες όπου έζησα ή βρέθηκα όπως για παράδειγμα η Ιταλία, αν και το γεγονός αυτό μειώνει κάπως τη δύναμη της φαντασίας. Αντίθετα αν και δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στο Κάιρο, οι περιγραφές στο αντίστοιχο διήγημα ήταν νομίζω από τις πιο δυνατές και ευθύβολες. 

Ποιες είναι οι επιρροές σας; 

Τα ακούσματα της παιδικής μου ηλικίας, οι ήχοι της κρητικής ντοπιολαλιάς και μουσικής από τη μια, και της Τζαζ ή της κλασσικής μουσικής από την άλλη, τα ποικίλα διαβάσματα εκτός φυσικά της ποίησης, (ιστορία, φιλοσοφία, αλλά και μαθηματικά και φυσικά αρχαία ελληνική γραμματεία), στάθηκαν καθοριστικά για τον τρόπο και το ύφος της γραφής μου. Όπως σημαντικό ρόλο έπαιξε και η γνωριμία  μου με σπουδαίες προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων που με τίμησαν και με τιμούν με τη φιλία τους, όπως ο σπουδαίος Μάνος Ελευθερίου, ο δάσκαλος Σαράντος Καργάκος, ο Στέφανος Ληναίος αλλά και ο Διονύσης Σιμόπουλος. 

Ως επιστήμονας πως βιώσατε την περίοδο της καραντίνας, της πανδημίας που συνεχίζει με ακραίους ρυθμούς και την αποδοχή των ανθρώπων στις νέες επιστημονικές και τεχνολογικές μεθόδους;

Η περίοδος αυτή, νομίζω για μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας, αποτέλεσε και αποτελεί, μια πρωτόγνωρη εμπειρία αμφισβήτησης, προβληματισμού και πολλές φορές αδιεξόδου. Γνωρίζουμε καλά ότι δεν είναι εφικτό να έχουμε απαντήσεις για τα πάντα. Όταν όμως είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόσες πολλές ερωτήσεις και αντίστοιχα διαθέταμε τόσες λίγες απαντήσεις -ειδικά στην πρώτη φάση της πανδημίας- ήταν μοιραίο να βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση.

Πως αντιδράτε σε μία κακή κριτική;

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ερώτηση. Μου δίνεται η ευκαιρία να τονίσω τη σημασία της κριτικής που θα πρέπει να την ξεχωρίσουμε από την «κρίση» ή την άποψη, με όλες τις ενστάσεις τις οποίες μπορεί να έχει κάποιος. Η κριτική, όταν δεν είναι «δοξολογία» ή άδικη επίκριση, κι όταν είναι πραγματικά τεκμηριωμένη κριτική μελέτη, (πάσχουμε και σε αυτό), αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο λογοτεχνικής εξέλιξης, βελτίωσης και κάποιες φορές επανακαθορισμού των εκφραστικών μέσων του δημιουργού. Με καλύπτει  σε αυτό απόλυτα, η θέση του μέγιστου κατά τη γνώμη μου φιλολόγου και μελετητή, του Ρένου Αποστολίδη, ο οποίος θεωρούσε την κριτική όχι απλώς απαραίτητη, αλλά καθοριστική για τη διαμόρφωση του λογοτέχνη. Μια κριτική άλλωστε όταν είναι δίκαιη αποτελεί ένα αυτόνομο λογοτεχνικό δημιούργημα, σε ορισμένες περιπτώσεις σπουδαιότερο από το ίδιο το προς κρίση έργο. Παραπέμπω στις κλασικές κριτικές των Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Φ.Πολίτη, Ν.Κ.Τριανταφυλλόπουλου, ακόμα και του Κ.Παλαμά ή του Θεοτοκά (εκτός φυσικά των άθλιων κριτικών απόψεών τους, περί Κ.Π.Καβάφη και Κ.Καρυωτάκη αντίστοιχα). Από την άλλη δεν μπορώ να μην προσπεράσω τις αφελείς -αν και προερχόμενες υποτίθεται από ειδήμονες- κριτικές για τα ελληνικά του μέγιστου Σολωμού ή την αξεπέραστη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, οι οποίες όμως ήταν μεταξύ άλλων και ο λόγος που μελέτησα μετά μανίας και τους δυο αυτούς κορυφαίους δημιουργούς. Επίσης κακή κριτική θεωρώ τα «Ανοιχτά Χαρτιά» του Ελύτη ή τις κριτικές απόπειρες Σεφέρη.

Ποια η γνώμη σας για τον θεσμό των Κρατικών βραβείων λογοτεχνίας; 

Η άποψη μου για τα βραβεία γενικότερα- αν και πολλές φορές έχω αποδεχθεί βραβεύσεις- συνοψίζεται στην απάντηση που είχε δώσει ο Ν.Χριστιανόπουλος σχετικά με αυτό το θέμα : «αν δεν μπορώ να αποφύγω τις ποινές της πολιτείας, ας αποφύγω τουλάχιστον τα βραβεία της». Εξαιρώ από την άποψη αυτή, την ιδιαίτερα τιμητική διάκριση που έλαβα από τον ιστορικό Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.

Κλείνοντας, αν είχατε να προτείνετε ένα βιβλίο που διαβάστε πρόσφατα ποιο θα ήταν αυτό;

Μεταξύ πολλών άλλων βιβλίων που μελέτησα αυτό το καλοκαίρι, αποκάλυψη στάθηκαν τα: «Ημερολόγια ταξιδιού», του Αμπέρ Καμύ από τις εκδόσεις Πατάκη και η εξαιρετική, συγκεντρωτική έκδοση, «Φύλλα Χλόης» του Ουίτμαν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος


Μεσοτοιχίες. Από την Ελλάδα στη Ρουμανία, από την Ιταλία στην Αίγυπτο, από την Ισπανία στη γαλλική ύπαιθρο, εννέα ιστορίες, εννέα τόποι, εννέα ζωές συνθέτουν ένα πολύπλευρο μωσαϊκό με φιλοσοφικές και υπαρξιακές προεκτάσεις, έχοντας ως επίκεντρο την πανδημία, που περιόρισε την ελευθερία μετακινήσεων και τη δυνατότητα επαφής στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Μέσα από σελίδες γεμάτες στοχασμό, αλλά και πάθος για τη ζωή, μέσα από την κοινή εμπειρία του εγκλεισμού, μας αποκαλύπτεται η ενιαία ουσία όλων των ανθρώπων, πέρα από τις όποιες πολιτικές, θρησκευτικές και προσωπικές πεποιθήσεις τους. Ταυτόχρονα μας αποκαλύπτεται ο αγώνας του ανθρώπου να μην υποκύψει στον φόβο, στην αποξένωση και στη μοναξιά. Ο αγώνας του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος. Γιατί εξίσου επικίνδυνοι με την εξάπλωση της ασθένειας είναι οι δαίμονες και το σκότος που όλοι έχουμε μέσα μας και όλοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αν δεν θέλουμε να χάσουμε την αληθινή υπόστασή μας. Βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ.