Μάνος Πετράκης: «Η αφή εξακολουθεί να είναι η πιο παρεξηγημένη μας αίσθηση»

Ο Μάνος Πετράκης αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου μόλις το 2016, και έχει ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει στη θεατρική σκηνή, τόσο με την παρουσία του όσο και με τις ερμηνευτικές δυνατότητές του.

Τον έχουμε δει στην Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου σε συνεργασία με τον Σίμο Κακάλα, στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος με την Ελένη Μποζά, στον «Βόυτσεκ» με την Κατερίνα Ευαγγελάτου ενώ έχει συνεργαστεί και με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, στους περίφημους «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη.

Φέτος συνεργάζεται με τον Δημήτρη Καραντζά στο  «Ξύπνημα της Άνοιξης» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε μια παράσταση που ρίχνει μια τολμηρή ματιά στο ήδη τολμηρό θέμα της διερεύνησης της σεξουαλικότητας των εφήβων, το «ξύπνημα» του κορμιού στο ερωτικό ένστικτο, την επαφή και γνωριμία των νέων με το ίδιο τους το σώμα.

Μας μίλησε για εκείνα τα πρώτα ερεθίσματα που τον οδήγησαν στο σανίδι, τη θητεία του στη Δραματική Σχολή, τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Καραντζά αλλά και για το ίδιο το έργο, την παράσταση και την τολμηρή προσέγγισή της,  μια παράσταση στην οποία «δεν μπορείς να κρυφτείς», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κύριε Πετράκη, πως προκύπτει η υποκριτική στη ζωή σας και ποια ήταν εκείνα τα ερεθίσματα που συνέβαλαν να ασχοληθείτε με το επάγγελμα; Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο μάσκες, κούκλες, πανιά, σκοινιά, χρώματα και άλλα που σε μεταμορφώνουν, και πέρναγα πολλές ώρες μόνος μου μαζί τους. Μετά, στα χρόνια του δημοτικού περνούσα τα απογεύματα μου σε πρόβες στις οποίες έκανε τα σκηνικά ή έπαιζε ο πατέρας μου. Αλλά νομίζω ότι η συνειδητή απόφαση πάρθηκε στα 16 μου, όταν είδα τον Ηρακλή Μαινόμενο του Μαρμαρινού.

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, τι έχετε να θυμάστε από τα χρόνια της φοίτησής και τους δασκάλους σας εκεί. Πείτε μας κάποια πράγματα που πήρατε από εκεί, και τα έχετε ακόμα ως φωτεινούς οδηγούς στην επαγγελματική σας πορεία. Αυτό που θυμάμαι και θα θυμάμαι απ’ τη σχολή είναι οι φάτσες των 14 συμμαθητών μου. Πως μάθαμε να κολυμπάμε και να τα βγάζουμε πέρα με το να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Από κει και πέρα, η σχολή ήταν πολύ χρήσιμη στην αποδοχή της ιδέας ότι το θέατρο, όταν υπάρχει, υπάρχει σε αποκλειστικότητα στη ζωή σου! Επίσης, θυμάμαι δασκάλους σαν την Κονιόρδου που είχε τη γενναιοδωρία να μας πει τα μυστικά της, πως το κάνει. Κάποια απ’ αυτά τα μυστικά τα ανακαλώ πριν από κάθε παράσταση.

«Το ξύπνημα της Άνοιξης», παράσταση στην οποία μετέχετε, έχει θέμα μέσα από μια τραγική ιστορία τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας. Πιστεύετε ότι αυτό το θέμα αποτελεί και σήμερα ταμπού στην κοινωνία; Ένα απ’ τα βασικότερα θέματα του έργου είναι αυτές οι πρώτες ορμές, τα πρώτα ερήμην ξυπνήματα, η πρώτη πηγαία ανάγκη για επαφή, πρώτα με το δικό μας σώμα κι έπειτα μ’ ένα άλλο. Στην παράσταση παρακολουθούμε την αμηχανία και την απορία που προκαλούν όλα αυτά  στα πρόσωπα των εφήβων και ταυτόχρονα την προσπάθεια ελέγχου κι οριοθέτησής τους από το πρόσωπο της μητέρας. Αυτό το θέμα της αφής, του πρώτου αγγίγματος, της πρωταρχικής ανάγκης για σύνδεση παραμένει υπό καταστολή ακόμα και σήμερα. Η αφή εξακολουθεί να είναι η πιο παρεξηγημένη μας αίσθηση. Τα πρώτα ερωτήματα των παιδιών για το «Πώς γίνονται όλα αυτά;»  συνεχίζουν να μας προκαλούν τρομερή αμηχανία, όπως στη Μητέρα, στην παράσταση, που σχεδόν παραλύει μπροστά σ’ αυτό το ερώτημα της Βέντλα. Προτιμάμε να αφήνουμε τα παιδιά να βρίσκουν μόνα τους χυδαίες απαντήσεις απ’ το να έχουμε μια ευθεία συζήτηση μαζί τους.

Η τολμηρότητα της «εικόνας» της παράστασης, πιστεύετε ότι έρχεται σε συνέχεια με την τολμηρότητα του θέματος; Ένα θέμα δε μπορεί να είναι τολμηρό. Τολμηρή μπορεί να είναι η διάθεσή σου να το προσεγγίσεις. Και νομίζω πως ο ίδιος ο συγγραφέας τολμάει να αγγίξει τα θέματά του εντελώς πραγματικά, με διάθεση να τα αποκαλύψει κι όχι να τα ομορφύνει, να τα εξωραΐσει ή να καλύψει ατέλειες τους. Νιώθω πως ο Βέντεκιντ, στην ανάγκη του να μιλήσει για το «Ξύπνημα της Άνοιξης», έχει απλώς παραθέσει πραγματικότητες. Δεν έχει πλάσει μια όμορφη ιστορία, αλλά, αντίθετα έχει εντοπίσει πραγματικά στιγμιότυπα ανθρώπων στη στιγμή της πρώιμης εφηβείας τους, τη στιγμή που αποκτούν φύλο, και τα έχει παραθέσει στη σειρά. Και μάλιστα, το 1891! Όταν ξεκινάς με τέτοια βάση για να κάνεις μια παράσταση δεν μπορείς έχεις διάθεση να κρυφτείς. Ξεγυμνώνεσαι.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έχετε και στο παρελθόν τολμήσει να εκθέσετε στο κοινό, γυμνό το σώμα σας («ένας στρατιώτης που τον έλεγαν Λαβ» από την Ελένη Μποζά στο Εθνικό Θέατρο). Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτό, δεδομένου ότι γνωρίζετε ότι μπορούν να υπάρξουν αντιδράσεις από έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι έτοιμος να το αποδεχτεί; Και αλήθεια, έχουν υπάρξει ποτέ μέχρι τώρα αντιδράσεις που να σας φέρουν σε αμηχανία και πως τις αντιμετωπίσατε; Για να φτάσεις να γυμνωθείς -και κυριολεκτικά- πάνω στη σκηνή θα πρέπει να έχεις κάτι πολύ συγκεκριμένο να αφηγηθείς. Αν δεν έχεις, κάνει μπαμ, εσύ θες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί κι αυτός που σε βλέπει θέλει να σου πετάξει ντομάτες. Σε αυτές τις δύο παραστάσεις, τόσο η αφήγηση, όσο και η προσέγγισή της, υποδείκνυαν πως μόνο έτσι τα πράγματα μπορούν να συμβούν. Τη στιγμή εκείνη, εγώ έχω κάτι πολύ συγκεκριμένο να κάνω, έχω πολύ συγκεκριμένο λόγο για να το κάνω, και ο θεατής έχει πολύ συγκεκριμένο σήμα να λάβει. Δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε με τη γύμνια, που σε άλλη συνθήκη μπορεί και να μας πρόσβαλε. Διακυβεύεται κάτι άλλο, εκείνη τη στιγμή, πολύ πιο επείγον. Τώρα, στο «Ξύπνημα» έρχονται κυρίες μετά την παράσταση και μας λένε «Εμείς είμαστε πουριτανοί, αλλά μας συγκινήσατε».

Τελικά, η σχέση του ανθρώπου με το ίδιο του το σώμα και τις έμφυτες λειτουργίες του, μήπως είναι και η ρίζα όχι μόνο της προβληματικής που θέτει ο Βέντεκιντ στο έργο αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας μας; Φυσικά, βρισκόμαστε στο σημείο που προτείνεται η απαγόρευση της χειραψίας σε εργασιακούς χώρους για να αποφεύγονται ερωτικές παρενοχλήσεις. Η ανάγκη που υπάρχει σήμερα να οροθετηθούν και να ελεγχθούν όλες οι έμφυτες λειτουργίες του σώματος δεν απέχει πολύ από αυτό που περιγράφει ο Βέντεκιντ. Τα όρια της πολιτικής ορθότητας που συνεχώς στενεύουν και φτάνουν να στραγγαλίζουν ακόμα και πολύ αθώες ενορμήσεις δε διαφέρουν από τη δράση της Μητέρας στην παράσταση. Αναμφισβήτητα, τα όρια αυτά γεννήθηκαν στην προσπάθεια να κλείσει μια πληγή, ωστόσο η άμετρη καταστολή, όπως βλέπουμε στο έργο, μπορεί να οδηγήσει μόνο στον αφανισμό. Και η μόνη πράξη αντίστασης είναι η τελείωση του έρωτα.

Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τον Δημήτρη Καραντζά μέσα και έξω από τη σκηνή. Πόσο βοηθάει το γεγονός ότι ανήκετε στην ίδια γενιά; Είναι μια απ’ τις πιο ισότιμες συνεργασίες. Εννοώ ότι από πολύ νωρίς υπήρξε μεγάλη εμπιστοσύνη, πίστη, ευθύτητα στα ζητούμενα και απ’ τις δύο πλευρές, κοινή αναζήτηση, γειωμένη ατμόσφαιρα, μπόλικο χιούμορ. Γι’ αυτά πιθανόν να ευθύνεται και το γεγονός ότι έχουμε γεννηθεί πολύ κοντά, αλλά πιστεύω ότι, στην ουσία, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Έχετε κάποιους ρόλους –όνειρο ζωής, κάποιους ρόλους που οπωσδήποτε θα θέλατε να σας δοθεί η ευκαιρία να υποδυθείτε; Ω ναι, αλλά δε θα σας πω κανέναν.

Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον; Γυμνισμός μόνο σε θάλασσες κι ακτές.

Χαρακτηρίστε με τρεις μόνο λέξεις την παράστασή σας. Χαρά – σκοτάδι – ελπίδα.