Νάσια Διονυσίου: «Η λογοτεχνία μάς συνδέει ζωντανά με την ιστορία»

Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία της Κύπρου, σπούδασε Νομική και διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εργάζεται στο Γραφείο επιτρόπου διοικήσεως και προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Με το πρώτο της βιβλίο  «Περιττή ομορφιά» (Το Ροδακιό, 2017) απέσπασε το Κρατικό βραβείο διηγήματος/νουβέλας για τις εκδόσεις του έτους 2017 στην Κύπρο και περιλήφθηκε στη Μικρή λίστα των βραβείων «Ο αναγνώστης» στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος στην πεζογραφία».

Με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου «Τι είναι ένας κάμπος» (Εκδόσεις Πόλις, 2021) μίλησε στο tetragwno.gr για τα camps της Αμμοχώστου και πως πήρε την απόφαση να διηγηθεί μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός Κύπριου δημοσιογράφου και να ξεδιπλώσει της πτυχές, της όχι και τόσο μακρινής ιστορίας των προσφύγων, αναζητώντας ένα επίκαιρο μήνυμα.

Τι σας οδήγησε να αφηγηθείτε την ιστορία των Εβραίων στα camps της Αμμοχώστου;
Όταν πρωτοάκουσα ότι στην Κύπρο είχαν υπάρξει στρατόπεδα όπου κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχικά απόρησα πώς μια τέτοια ενδιαφέρουσα και σημαντική πτυχή της ιστορίας είχε παραμείνει στην αφάνεια, κι ακολούθως αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να μας πει τώρα, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να φωτίσει το σήμερα. Ένα ιδιαίτερο σημείο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν το γεγονός πως οι Αμμοχωστιανοί, που είχαν φιλοξενήσει αυτούς τους ξένους ανθρώπους στη γη τους, από ένα γύρισμα της μοίρας, τρεις δεκαετίες αργότερα, εξαναγκάστηκαν να ξεριζωθούν κι οι ίδιοι από τον τόπο τους. Σαν κάπως να μου φανερώθηκε αυτή η αδιάκοπη εναλλαγή ρόλων μέσα στην περιστροφή της ιστορίας, καθώς και τούτη η διαρκώς επίκαιρη τραγωδία του να χάνει κανείς τον τόπο του και μαζί να κλονίζεται συθέμελα η ατομική και κοινωνική ταυτότητά του. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για ποιο λόγο επιλέξατε την ημερολογιακή αφήγηση;
Μέσω της ημερολογιακής αφήγησης ένιωσα πως θα μπορούσα να συνδυάσω την ψυχρή, δημοσιογραφική αποτύπωση των συνθηκών εγκλεισμού στα στρατόπεδα της Αμμοχώστου, καθώς και των μαρτυρικών βιωμάτων των Εβραίων κρατουμένων στη ναζιστική Ευρώπη, με τον πιο θερμό, προσωπικό σχολιασμό του κεντρικού αφηγητή μου και με τα διάφορα μυθοπλαστικά στοιχεία που επινόησα. Ταυτόχρονα, η ημερολογιακή αφήγηση με βοήθησε να διατηρήσω μία λιτή, περιεκτική κι οικονομημένη γραφή, χρωματισμένη, παράλληλα, με ποιητικούς τόνους.

Πόσο καιρό διήρκησε η έρευνα σας;
Για να μπορέσω να ανταποκριθώ στους στόχους που είχα θέσει με τη σύλληψη της ιδέας του βιβλίου, χρειάστηκε πολύπλευρη έρευνα, η οποία δεν κάλυψε απλώς την ιστορία της δημιουργίας και της λειτουργίας των στρατοπέδων, αλλά επεκτάθηκε σε μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος, οι οποίες έτυχαν λογοτεχνικής επεξεργασίας και συμπύκνωσης ώστε να ενσωματωθούν οργανικά στη νουβέλα μου, ενώ ειδικότερη σημασία έδωσα στην ιστορία των Ελληνοεβραίων κυρίως της σεφαραδίτικης κοινότητας της Θεσσαλονίκης και της Ρωμανιώτικης κοινότητας των Ιωαννίνων. Μελέτησα, επίσης, την ποίηση και τη βιογραφία του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος, κατέχει βασικό ρόλο στην πλοκή του βιβλίου, ενώ για τη διαμόρφωση του ύφους και του βλέμματος του αφηγητή μου καθοδηγήθηκα από τις «Μέρες», καθώς και την ποίηση, του Γιώργου Σεφέρη. Η συνολική έρευνα και συγγραφή του βιβλίου, η οποία έτρεχε ταυτόχρονα με τις βιοτικές μου υποχρεώσεις, διήρκησε λίγο περισσότερο από τρία χρόνια.    

Πιστεύετε στα βιβλία που αφήνουν το αποτύπωμα τους και λειτουργούν ως ιστορικά ντοκουμέντα, ακόμα κι αν πρόκειται για μυθιστορήματα;
Η λογοτεχνία μετατοπίζει τον άνθρωπο από τα παρασκήνια της ιστορίας στη φωτεινή σκηνή της κι αποκαλύπτει όχι μόνο τις αντανακλάσεις και το ειδικό βάρος των ιστορικών γεγονότων επάνω μας, αλλά και τη συμμετοχή, και άρα την ευθύνη, καθενός στα όσα εκτυλίσσονται. Πιστεύω, επομένως, πως η λογοτεχνία βρίσκεται στην προνομιακή θέση να μας συνδέει ζωντανά με την ιστορία, αφού μας υπενθυμίζει από πόσες και πόσες προσωπικές ιστορίες είναι φτιαγμένη η μεγάλη ιστορία του κόσμου και μας κάνει να αισθανόμαστε πως κι η δική μας ατομική διαδρομή μπορεί να ενταχθεί και να έχει νόημα μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ιστορία. Και άρα πως ο κόσμος μας αφορά, πως δεν του είμαστε ξένοι. 

Δεν μπορώ, παρά να παραλληλίσω όλους τους πρόσφυγες μετανάστες ή ακόμα και λαθρομετανάστες, όπως από κάποιους αποκαλούνται, που έχουν πλεύσει από την πατρίδα τους για μια καλύτερη γη κι έχουν μαντρωθεί σε κλειστές δομές. Πως το σχολιάζετε;
Είναι προφανής και αναπόφευκτος ο παραλληλισμός, αφού ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, βάρκες γεμάτες με απελπισμένους ανθρώπους διασχίζουν τη Μεσόγειο κι εμείς τους υποδεχόμαστε με καχυποψία, αναλγησία και σκληρότητα, «μαντρώνοντας» τους κυριολεκτικά σε άθλιες δομές που εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά τους. «Το να κρατάς φυλακισμένο κόσμο που δεν έφταιξε είναι μια ακόμα όψη της παλιανθρωπιάς», λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής μου κι η φωνή του σαν να αντηχεί αναλλοίωτη στο δικό μας παρόν. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Οι δημοσιογράφοι καταγράφουν τα πάντα για μάθουν την αλήθεια». Στο βιβλίο σας ποια αλήθεια εντοπίζει ο αναγνώστης;
Ο φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης είχε πει: «Αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει “Δεν γνώριζα”». Αυτήν αισθάνεται ως κύρια αποστολή του και ο δημοσιογράφος-ήρωας της νουβέλας μου, ο οποίος θέλει να μεταδώσει την αλήθεια γύρω από τα όσα σήμαινε το Ολοκαύτωμα –το πιο ακραίο κακό που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα– αλλά και τις συνθήκες κράτησης των Εβραίων προσφύγων στα στρατόπεδα της Κύπρου. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, το βιβλίο πραγματεύεται την απόκριση του ανθρώπου μπροστά στις δυνάμεις του κακού – ποιες είναι οι αντιστάσεις μας και ποια η προσωπική μας ευθύνη απέναντι στην αδιαφορία, την τυφλότητα και τον κάθε λογής ολοκληρωτισμό, καθώς και πώς η γλώσσα, η εξιστόρηση και η μνήμη μπορούν –εάν μπορούν– να αποτρέψουν νέες φρικαλεότητες και νέα μίση, σε μια εποχή μάλιστα που βλέπουμε πως «το έγκλημα φυσάει ξανά από παντού».    

Εργάζεστε στο γραφείο επιτρόπου διοικήσεως και προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζετε καθημερινά; 
Η συνεχόμενη τριβή, αφενός, με τα εμπόδια, τις δυσκολίες και τις εντάσεις που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους και, αφετέρου, με μια απρόσωπη, δύσκαμπτη κρατική μηχανή που συνήθως ταλαιπωρεί κι ενίοτε κακοποιεί τους πολίτες της, μπορεί να οδηγήσει κάποιον στον απόλυτο κυνισμό ή σε μια αίσθηση ανημποριάς και ολοκληρωτικής ματαίωσης. Από την άλλη, η επαφή με τις αληθινές, κι όχι απλώς θεωρητικές ή στατιστικές, πραγματικότητες με βοηθά να θυμάμαι τι ακριβώς υπερασπιζόμαστε όταν μιλάμε για τον σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και γιατί αυτός ο αγώνας έχει πάντα σημασία.

Πόσο εύκολο είναι για έναν πολίτη να γνωρίζει πότε δεν καταπατά τα δικαιώματα του άλλου, όταν γίνεται μέρος ενός φαύλου κύκλου; Είτε στο εργασιακό περιβάλλον, είτε στο κοινωνικό;
Ένα από τα πιο κεντρικά ηθικά ζητήματα όλων των εποχών είναι η φύση και η λειτουργία της ανθρώπινης κρίσης. Μείζον ζητούμενο αποτελεί το να μπορούν οι άνθρωποι να ξεχωρίζουν το καλό και το κακό, ακόμα και εάν η κρίση τους διαφέρει από εκείνη της πλειοψηφίας ή όταν οι πιο πολλοί τριγύρω έχουν κουραστεί να σκέφτονται, να αξιολογούν ή να αντιστέκονται. Για να μην υποκύψει, επομένως, κανείς σε αυτό που η Άρεντ έχει ονομάσει ως «κοινοτοπία του κακού» θα πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και να επιδεικνύει ισχυρή θέληση και προσοχή, γνωρίζοντας, όπως έχει γράψει κι ο Καμύ, πως καθένας μας την κουβαλάει μέσα του την πανούκλα και δεν πρέπει να αφεθεί ούτε σε μια στιγμή αφηρημάδας να ρίξει το χνότο του πάνω στο πρόσωπο κάποιου άλλου και να του μεταδώσει έτσι το μικρόβιο. 

Από τη βράβευση σας για το βιβλίο «Περιττή ομορφιά» με το Κρατικό βραβείο διηγήματος, νιώσατε το χρέος να παραδώσετε ένα επόμενο αντάξιο του βραβείου σας;
Η καλή πορεία του πρώτου μου βιβλίου μού επέβαλε πράγματι μεγαλύτερες αξιώσεις από τη γραφή μου. Από τη μια ένιωθα την ανάγκη να υπερασπιστώ και να εδραιώσω τη συγγραφική μου ταυτότητα και από την άλλη διεκδικούσα να μην εγκλωβιστώ θεματικά και εκφραστικά, αλλά να διευρύνω τα συγγραφικά μου ενδιαφέροντα και να εξελίξω τους αφηγηματικούς μου τρόπους στην ανασύσταση των ιστορικών γεγονότων και της ανθρώπινης συνείδησης. Οπόταν, ναι, υπήρχε έντονη αυτή η αγωνία του δεύτερου βήματος.       

Ποια η άποψη σας για τα βραβεία;
Τα λογοτεχνικά βραβεία αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, ένα μέσο για να ελκύσει προσοχή και μια πιο διευρυμένη ορατότητα κάποιο βιβλίο ανάμεσα στην πληθώρα των έργων που εκδίδονται, δεδομένου, μάλιστα, και του μικρού αναγνωστικού κοινού, σε χώρες όπως την Ελλάδα και την Κύπρο. Επιπλέον, επειδή στον χώρο μας ο συγγραφέας δεν περιμένει να αποκομίσει από τα βιβλία του κάποιο κέρδος ή άλλο όφελος, τα βραβεία, ιδίως όταν προέρχονται από επιτροπές με γνώση και αγάπη για τη λογοτεχνία που δεν υποκύπτουν σε λογικές δημοσίων σχέσεων, αποτελούν εκείνο τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, εκείνα τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, που, μαζί με την αγάπη των αναγνωστών, μπορούν να μας δώσουν μια ώθηση για τη συνέχεια. 

Κλείνοντας, ποια τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Δεν έχω κάτι ακόμα στα σκαριά. Μαθητεύω αυτή την περίοδο στην τέχνη του χαϊκού, που ταιριάζει τόσο στην άνοιξη, θέλοντας ίσως έτσι να εξορκίσω όλη αυτή την παράνοια και τη θλίψη που έχουν σκεπάσει τη φετινή μας άνοιξη.

Info: Νάσια Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος (Εκδόσεις Πόλις, 2021), σελίδες 104, Τιμή: 12.00€

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.