Πολυσχιδής και αεικίνητος ο τριανταπεντάχρονος βραβευμένος ποιητής, συγγραφέας, θεατρολόγος και αρθρογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες Θωμάς Τσαλαπάτης. Παρότι νεαρός στην ηλικία μετράει ήδη σημαντικές συνεργασίες, όπως η συνάντηση του με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο στο θέατρο Άττις, και η παραλαβή των δύο βραβείων για τις ποιητικές του συλλογές «Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ» (Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα) και «Περαστικά», ανέκδοτη ποιητική ενότητα (πρώτο βραβείο στην κατηγορία της ποίησης του Premio InediTO / Colline di Torino).
Ο Τσαλαπάτης πρόσφατα μάλιστα έγραψε ένα θεατρικό έργο με αφορμή ιστορία της ηθοποιού Μόνικα Βίτι που παρουσιάζεται τα Δευτερότριτα στο θέατρο 104 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Κύριε Τσαλαπάτη, φέτος σας συναντάμε με το θεατρικό σας έργο «Η Μόνικα Βίτι δε θυμάται πια». Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του κειμένου;
Η αφορμή ήταν η είδηση πως η Ιταλίδα ηθοποιός Μόνικα Βίτι πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η είδηση γέννησε ένα σύντομο χρονογράφημα στην στήλη μου στην Εφημερίδα των Συντακτών. Το θέμα όμως παρέμενε επίμονο, γέννησε μια σειρά από νέα ερωτήματα τα οποία τελικά διατυπώθηκαν με την μορφή ενός κειμένου για το θέατρο.
Η Μόνικα δε θυμάται πια, γιατί είναι ένας τρόπος επιβίωσης; Χωρίς μνήμη ο ανθρωπος δεν έχει παρελθόν. Παρόν ομως, μπορεί να έχει;
Το έργο ξεκινά από το γεγονός που περιέγραψα παραπάνω. Δεν εξετάζει και δεν διαχειρίζεται την αρρώστια ή το πραγματικό πρόσωπο της Μόνικα Βίτι. Ξεκινά ακριβώς από τον προβληματισμό για τη σχέση ταυτότητας και μνήμης, παρελθόντος και παρόντος, ρευστότητας και βεβαιότητας. Όταν το παρελθόν είναι ρευστό, το παρόν –μαζί με όλες του τις βεβαιότητες- σταδιακά αποσυντίθεται.
Ως απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, τι έχετε να θυμάστε από την φοίτηση σας.
Μου μοιάζουν πολύ μακρινά εκείνα τα χρόνια. Είχα αρχίσει ήδη την αρθρογραφία, ενώ το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε την μέρα της αποφοίτησής μου κλίνοντας έναν κύκλο με εμφατικό τρόπο. Από τη σχολή πήρα πολλά νομίζω. Ανάμεσά τους ξεχωρίζω τις διδασκαλίες του Γιώργου Πεφάνη, της Νίκης Μιχαλά, της Χαράς Μπακονικόλα και αρκετών ακόμα καθηγητών. Τις ατελείωτες συζητήσεις με τους συμφοιτητές, τον χρόνο ως ευκαιρία, την ΣΑΦ και τα ΕΑΑΚ, τους φίλους που βλέπω ακόμη.
Η σχολή σας τροφοδότησε με μια μεγάλη γκάμα θεατρικων κειμένων. Ποια έργα ήταν εκείνα που αναθεώρησαν τη σκέψη σας και ποιοι συγγραφείς επηράσαν τη μετέπειτα πορεία σας;
Δεν είμαι σίγουρος. Η περίοδος εκείνη ήταν μια ατελείωτη ανάγνωση, θέαση παραστάσεων, μια ατελείωτη διαδικασία νέων βεβαιοτήτων και ανατροπών τους. Δεν είμαι σίγουρος πως τελικά επηρεαζόμαστε από τους αγαπημένους μας συγγραφείς, αλλά από αυτούς που μας εντυπώνονται χωρίς να ζητούν την άδειά μας. Ο Πίντερ νομίζω παραμένει ο αγαπημένος μου θεατρικός συγγραφέας. Το θέατρο που θέλω να γράψω (και μιλώ κυρίως για την περίοδο μετά την Μόνικα Βίτι) μου μοιάζει σαν ένας συνδυασμός Πίντσον, Μπρεχτ και Radiohead.
Με την πρώτη σας ποιητική συλλογή «Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ» βραβεύτηκατε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Πως νιώθει ένα νέο παιδί έχοντας ένα ειδικό βραβείο στα χέρια του; Έχετε το βάρος της ευθύνης;
Ενθουσιασμό αρχικά, ας μην κρυβόμαστε. Η ευθύνη που προκύπτει στη συνέχεια έχει να κάνει κυρίως με τη διαχείριση αυτού του ενθουσιασμού, με το πώς δεν θα επιτρέψεις τη χαρά και την αποδοχή να γίνει τροχοπέδη στην εξέλιξη του λόγου σου.
Στην ίδια ποιητική συλλογή γράφετε στο ποίημα «Το καλοκαίρι και οι σκιές» «βγήκαμε από τη σκιά για να βρούμε το σκοτάδι». Κάνοντας έναν παραλληλισμό με την Μόνικα Βίτι, με τη μνήμη και τη σκιά, ποια η δίκη σας σχέση με τις σκιές και τις μνήμες;
Υπάρχει ένα κομμάτι από την Μόνικα Βίτι που νομίζω πως συνομιλεί με το ποίημα αυτό: «Δεν είναι τίποτα το να ξεχνάς. Σαν τους ίσκιους που χάνονται στο δωμάτιο μόλις σβήσει το φως. Όλα συνεχίζουν να είναι εκεί: οι τοίχοι, οι καρέκλες, το τραπέζι. Και οι σκιές θα ξαναβγούν μόλις το φως επιστρέψει.»
Και για μένα, λοιπόν, όλα συνεχίζουν να είναι εκεί, αν και νομίζω πως οι σκιές με ενδιαφέρουν περισσότερο από τα αντικείμενα καθεαυτό. Οι αντανακλάσεις τους και οι παραμορφώσεις τους, η ρευστότητά τους και η ηχώ τους. Η βαθύτερη κυριολεξία τους μέσα από την μεταφορά τους. Η μνήμη ως σκιά του γεγονότος που παρήλθε.
Μεγάλη τιμή, και η παραγγελία του Θόδωρου Τερζόπουλου για το θέατρο Αττις. Σε μια εποχή που οι ευκαιρίες για νέους συγγραφείς είναι ελάχιστες. Πως ήταν η συνεργασία σας;
Ήταν και παραμένει μεγάλη τιμή. Και ταυτόχρονα ένα μεγάλο σχολείο στην τέχνη του θεάτρου. Η επαφή με το θέατρο του Θεόδωρου Τερζόπουλου (πόσο μάλλον η συνεργασία μαζί του) είναι ένα ταξίδι στη ρίζα του θεάτρου. Τόσο πίσω στα πρωταρχικά χαρακτηριστικά του, αυτά που αναβαθμίζουν μια τελετουργία σε μαγεία, όσο και στην ίδια την ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει θέατρο. Κάθε παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι ένα συνταρακτικό παροντικό γεγονός. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια συμπυκνωμένη κιβωτός θεατρικής μνήμης. Το να μπορείς έστω και για λίγο να συμμετέχεις συνεργαζόμενος σε αυτή τη διαδικασία είναι μια εμπειρία που σε αλλάζει θεατρικά, συγγραφικά, υπαρξιακά. Την αλλαγή αυτή την επεξεργάζομαι ακόμα σε πολλά επίπεδα. Νοιώθοντας πλούσιος τυχερός και ευγνώμον για αυτή την τόσο σημαντική εμπειρία.
Εσείς έχετε ξεχωρίσει νέους συγγραφείς και ποιητές;
Είναι πραγματικά πολλοί αυτοί που ξεχωρίζω. Τόσο στην ποίηση (που νοιώθω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ο χώρος μου) όσο και στην πεζογραφία, το θέατρο. Δυσκολεύομαι να αναφερθώ σε ονόματα οπότε θα αναφέρω μόνο ένα σε κάθε τομέα. Τον Γιάννη Μαυριτσάκη στο θέατρο, τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στην πεζογραφία και τον Γιάννη Στίγκα στην ποίηση.
Κλείνοντας, αν προσθέτετε έναν υπότιτλο στο έργο σας ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;
Οι τίτλοι είναι κάτι που με δυσκολεύει. Οι υπότιτλοι ακόμα περισσότερο. Θα κράταγα μια φράση από το έργο που νομίζω πως είναι και το υπαρξιακό του κέντρο: «οι λέξεις δεν με αφήνουνε να θυμηθώ.»
Info: “Η Μόνικα Βίτι δε θυμάται πια”, παραστάσεις Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο θέατρο 104. Περισσότερα ΕΔΩ!