Βαγγέλης Βουραζάνης: «Δε γεννήθηκα πιστεύοντας ότι θα γίνω συγγραφέας»

Ο Βαγγέλης Βουραζάνης είναι ένας συγγραφέας που έχει αποκτήσει το δικό του φανατικό αναγνωστικό κοινό και μάλιστα σε ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος για τα εκδοτικά δεδομένα της Ελλάδας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει εκδώσει ήδη τρία βιβλία. Με αφορμή το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του με τίτλο «Μια ξεχασμένη χώρα» μιλήσαμε μαζί του και μέσα από τις ιστορίες του ήρθαμε αντιμέτωποι με την φρίκη του πολέμου και με ακόμα ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Κ. Βουραζάνη, πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το τρίτο σας βιβλίο, με τίτλο «Μια ξεχασμένη χώρα». Ένα δυνατό βιβλίο που μιλάει για τον εμφύλιο πόλεμο στην Δημοκρατία της Μπιάφρα. Πείτε μας δυο λόγια για την υπόθεση.

Σχετικά με το έργο μου· έτσι όπως τίθεται το ερώτημα, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι επρόκειτο για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται στη Νιγηρία και τη Δημοκρατία της Μπιάφρα. Φυσικά υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, φυσικά κι έχει γίνει έρευνα για να μην υπάρξουν ανακρίβειες, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου όντως λαμβάνει χώρα στη Μπιάφρα, εκεί όπου κατ’ εμέ ετελέσθη ίσως το μεγαλύτερο και πιο ντροπιαστικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Τώρα γι’ αυτούς που με γνωρίζουν από τα προηγούμενά μου έργα, θα πρέπει να πω ότι η “Ξεχασμένη χώρα” είναι η συνέχεια της “Συμφωνίας των λεόντων”, μια περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον Στέφανο ή “Πολωνό”. Πολλά σημεία που έμειναν αδιευκρίνιστα στο πρώτο βιβλίο θα απαντηθούν, πολλά μυστικά θα αποκαλυφθούν και όλοι οι χαρακτήρες θα ξεγυμνωθούν ώστε να καταφέρουν να λυτρωθούν, εν αντιθέσει με το πρώτο μέρος, όπου είδαμε μόνο τη ζωώδη και τερατώδη τους πλευρά.

Τι στάθηκε αφορμή για να γράψετε αυτό το βιβλίο;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αφορμή στάθηκε η απρόσμενη αγάπη του αναγνωστικού κοινού που έλαβα μετά την  έκδοση της Συμφωνίας των Λεόντων. Η αλήθεια ήταν πως δεν σκόπευα να συνεχίσω την ιστορία. Προέκυψε. Η ιστορία ξεπήδησε αυθόρμητα το διάστημα που βρισκόμουν σε διακοπές και αφού πήρα το ΟΚ από τους εκδότες μου, να προχωρήσω στο γράψιμο μιας τριλογίας, ξεκίνησα.

Το βιβλίο σας το έχετε αφιερώσει στον Κώστα Μπογιατζή, τον Γιάννη Αντετοκούμπο και σε όλους τους ανθρώπους που έχασαν την ζωή τους στο πόλεμο. Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτό;

Ο Κώστας Μπογιατζής υπήρξε καθηγητής μου στη φυσική και τα μαθηματικά. Είναι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος που αγαπάω ιδιαίτερα και θα κατέχει για πάντα μια πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ο Δάσκαλός μου, όπως τον αποκαλώ μέχρι και σήμερα, ήταν αυτός που μου μίλησε για πρώτη φορά για τη φρίκη της Μπιάφρα. Η αλήθεια ήταν ότι δε γνώριζα την ιστορία της, ούτε τους αγώνες που έδωσαν οι τοπικοί λαοί για την ανεξαρτησία τους και τη θηριωδία του εμφυλίου που βίωσαν. Ο Γιάννης Αντεντοκούμπο είναι ένας άνθρωπος που θαυμάζω. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά φυσικά, αλλά τον παρακολουθώ όσο μπορώ, εντός κι εκτός παρκέ. Όταν άκουσα ότι κατάγεται από τη φυλή των Ίγκμπο, τη φυλή που θρήνησε τα περισσότερα θύματα στη Μπιάφρα, αισθάνθηκα ότι είχε έρθει η στιγμή να γράψω κάτι ως φόρο τιμής προς το λαό του. Ένα περήφανο Ελληνόπουλο ο Γιάννης, με σπάνιο ήθος και χαρακτήρα και αίμα Ίγκμπο. Χωρίς να γνωρίζω αυτόν και την οικογένειά του, ας πούμε ότι αισθάνθηκα για μια στιγμή ότι τους χρωστούσα ως συμπατριώτης και ως λογοτέχνης. Δε θα ήθελα να το αναλύσω περισσότερο. Το πιο πιθανό είναι ότι θα χρειαστούν αρκετές σελίδες για να αναπτύξω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Όσον αφορά τα θύματα του πολέμου… Θα πω απλά ότι έπρεπε και πρέπει κάπως να παλέψουμε κι εμείς οι λογοτέχνες απέναντι στη μανία και τη δίψα του ανθρώπου για δύναμη, χρήμα και εξουσία. Πρέπει κάπως να σταθούμε κι εμείς απέναντι σε όλο αυτό το μίσος και την παράνοια κάποιων ηγετών που στοιχίζει αίμα και ανθρώπινες ψυχές.

Πολλές θεωρίες έχουν γραφτεί για νικητές και ηττημένους. Ποιος κέρδισε ή ποιος έχασε έναν πόλεμο. Τελικά, το αποτέλεσμα ενός πολέμου το γράφουν οι νεκροί του;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το αποτέλεσμα του πολέμου δυστυχώς το γράφουν οι χρηματιστηριακοί δείκτες. Τα μεγαλύτερα αλισβερίσια γίνονται στους πολέμους. Αγορές οπλικών συστημάτων, σκαμπανεβάσματα ισοτιμιών, προσφυγικές ροές που γεμίζουν τις τσέπες δουλεμπόρων, αλλά και κάποιων ιδρυτών ΜΚΟ. Γνωρίζω ότι παρεκκλίνω και κατανοώ το αλληγορικό ύφος της ερώτησης, αλλά δεν καταφέρνω ποτέ να απαντώ διαφορετικά όταν με ρωτάνε για τη φρίκη αυτή. Το μεγαλύτερο ψέμα, ένα παιχνίδι πάνω σε μια σκακιέρα, με πιόνια τους λαούς και παίκτες τους “ανατολικούς” και τους “δυτικούς” , προς όφελος των παραπάνω. Περαστικοί είμαστε, ας το καταλάβουν. Όσο κι αν δυναμώσουν, κάποια στιγμή, είτε από γηρατειά, είτε από κάτι άλλο, θα καταλήξουμε κάτω από μία πλάκα που θα αναγράφει «Εις μνήμην» και τα καθέκαστα.

Με αφορμή τους πρόσφατους απεχθής βομβαρδισμούς κατά των Κούρδων, εκτός της αδράνειας της θεσμικής πολιτείας δυστυχώς, υπήρξε και μερική αδράνεια των πολιτών, που είναι και το χειρότερο. Πιστεύετε πως κάποτε θα δώσουμε λόγο για την αδιαφορία μας;

Δε δίνουμε ήδη πιστεύεις; Είμαστε λαός με κοντή μνήμη δυστυχώς, χωρίς παιδεία στην πλειοψηφία μας και με μηδαμινές ιστορικές γνώσεις. Όσοι διαθέτουν τα παραπάνω, καταλαβαίνουν ήδη ότι την πληρώνουμε μέσω μιας ανθρωπιστικής κρίσης που μας φόρτωσαν οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι –αφού δεν κατάφεραν να μας καταστρέψουν μετά από 2 παγκόσμιους, έναν εμφύλιο, μια Χούντα και την οικονομική κρίση- και ήδη μετράμε πληγές. Πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι διαθέτουμε ελλιπή μόρφωση πάνω στην ιστορία και καμία απολύτως στοιχειώδη παιδεία σε ανθρωπιστικό επίπεδο, μας έχει υποβάλλει σε έναν βουβό, ανεπίσημο μεν, αλλά εμφύλιο δε. Επίσης είμαστε δυστυχώς παρτάκηδες κατά την συντριπτική μας πλειοψηφία. Αυτά που ακούω κατά καιρούς ειδικά, σε ότι αφορά τους μετανάστες, με κάνουν και αναρωτιέμαι αν έχει μείνει κάτι από το ελληνικό ιδεώδες της αρχαιότητας, για το οποίο κορδώνεται σαν παγώνι μέχρι και η περιβόητη κουτσή Μαρία, αλλά ουδείς γνωρίζει τον βαρυσήμαντο ρόλο που έπαιζε ανά τους αιώνες η Ελλάδα και ο ελληνικός χώρος σε περιόδους τέτοιων ανθρωπιστικών κρίσεων. Όλοι έχουν να προτάξουν επιχειρήματα του τύπου «γιατί να σπιτώνουμε μετανάστες και να υπάρχουν Έλληνες στο δρόμο;» ή «γιατί ο μετανάστης να παίρνει επιδόματα 650 ευρώ και οι άνεργοι Έλληνες να παίρνουν ταμείο ανεργίας 500;» Κι εκεί πρέπει να κρατιέμαι και να μην απαντάω ότι «Ηλίθιε συμπατριώτη μου, ροκάνισες εκατομμύρια σε πιστωτικές, καταναλωτικά δάνεια, μπουζούκια, πορνεία, στη Σοφοκλέους κι εν τέλει, μια ωραία πρωία, η τράπεζα σου έδωσε αυτό που σου αναλογούσε» ή «να μην ψήφιζες αυτούς που καταχράστηκαν τα αποθέματα των ασφαλιστικών ταμείων, επειδή βόλευαν το παιδί σου στο δημόσιο». Πρέπει να κρατιέμαι, διότι είμαι από αυτούς που δε θέλουν να παίρνουν μέρος στον ύπουλο κι αθόρυβο εμφύλιο τον οποίο τόσο περίτεχνα μας έχουν επιβάλλει, μα είναι και φορές που δυστυχώς δεν κρατιέμαι. Δυστυχώς πληρώνουμε ήδη την τάση μας να κλείνουμε μάτια και αφτιά και με θλίψη δε βλέπω να διαθέτουμε τα εφόδια να αντιστρέψουμε αυτή την πολιτιστική και κοινωνική μας παρακμή.

Είστε αντικειμενικά πολύ νέος κι όμως έχετε ήδη το δικό σας αναγνωστικό κοινό. Πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο συγγραφέα να βρει τον χώρο του και να ακουστεί;

Δε ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Εγώ το αγαπώ αυτό που κάνω και δε θα ήθελα να φανταστώ μια ζωή χωρίς τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Είναι το τι θέλει ο καθένας για τον εαυτό του. Κάποιος αν κάνει κάτι με συνέπεια και διαθέτει το γνώθι σαυτόν, αργά ή γρήγορα θα φτάσει ή έστω θα πλησιάσει στο στόχο του. Όλα άλλωστε στη ζωή έχουν το δικό τους δείκτη δυσκολίας. Τίποτα δε χαρίζεται. Σίγουρα χρειάζεται και η εύνοια της τύχης σε όλα τα πράγματα στη ζωή, αλλά ακόμα και χωρίς αυτήν, ο μόχθος ανταμείβεται.   

Από τις σπουδές σας στο Τμήμα Διαχείρισης Πληροφοριών, συγγραφέας. Πότε συνειδητοποιήσατε πως θέλετε να ασχοληθείτε με την συγγραφή; Είναι κάτι που θέλατε πάντα να κάνετε;

Στα 15 ξεκίνησα να γράφω και όχι, δε γεννήθηκα πιστεύοντας ότι θα γίνω συγγραφέας. Από μικρός απλά λάτρευα τη λογοτεχνία και αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσα να πω με σιγουριά είναι ότι γνώριζα πως κάποια μέρα θα διεκδικούσα μια θέση στον κόσμο του βιβλίου, χωρίς να σημαίνει ότι θα γινόμουν απαραίτητα λογοτέχνης.    

Το ύφος των βιβλίων σας είναι περισσότερο αστυνομικό. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι εκπαιδευμένο σε μια τέτοια λογοτεχνική πρόταση;

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι κι αυτό το είδος βρίσκει πια τη θέση του ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας. Κρίνοντας μάλιστα από τον όγκο βιβλίων που μεταφράζονται στα ελληνικά στο συγκεκριμένο είδος, σαφώς και έχει σημαντική απήχηση και μακάρι να συνεχίσουν να κινούνται τα πράματα με τέτοιο ρυθμό.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας; Υπάρχει κάτι καινούριο που ετοιμάζετε;

Πρέπει να τελειώσω την τριλογία που υποσχέθηκα. Έπειτα έχει ο Θεός. Υγεία να έχουμε. Έμπνευση σίγουρα έχουμε… Οπότε ίδωμεν. Το σίγουρο είναι ότι θα υπάρξουν αρκετά και διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία από εμένα. Μόνο να είμαι υγιής εγώ και η οικογένειά μου.

Αν μπορούσατε να μεταφερθείτε στις σελίδες ενός βιβλίου και να ζήσετε την ζωή ενός ήρωα, ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

Αν σου πω από κόμιξ, πειράζει; Ο Doctor Strange θα ήθελα να είμαι και να ταξιδεύω στο χρόνο, προκειμένου να επισκέπτομαι τους δικτάτορες του κόσμου και να τους δείχνω εικόνες από τις θηριωδίες που θα προκαλούσαν, εικόνες από το τέλος τους –καθώς κάθε δικτάτορας έχει το δικό του άδοξο τέλος- και να τους ψιθυρίσω να αγαπούν τα λίγα και τα μικρά γιατί αν το καλοσκεφτείς και δεχθείς ότι δε θα ζήσεις αιώνια, αυτά είναι που έχουν πραγματική σημασία. Τώρα, επειδή υπάρχουν και οι ανίατες περιπτώσεις, αν έβλεπα ότι δεν πιάνουν τόπο τα λόγια μου στην παιδική εκδοχή του εκάστοτε δικτάτορα, θα επέστρεφα ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, την ημέρα σύλληψης του καθενός και θα χάριζα στους πατεράδες τους ένα προφυλακτικό. Αυτά!

Info: Το μυθιστόρημα «Μια ξεχασμένη χώρα» του Βαγγέλη Βουραζάνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.