Βασίλης Κουνέλης: «Δημιουργία είναι να ξεπερνάς τον εαυτό και τα όρια σου»

Ο Βασίλης Κουνέλης ενδιαφέρεται για τη δημιουργία που κατοικεί στις αγορεύσεις και στις απολογίες των ποινικών δικαστηρίων, στο δύσκολο βλέμμα πάνω στο κίνητρο και την ιστορία της πράξης. Από τον Νοματαίο του 2011 στα Καπνισμένα Ερείπια του 2018, ο δρόμος της ενηλικίωσης της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας είναι μακρύς και «η εξέγερση αναπότρεπτη». Για το αναπότρεπτο, το ντέρτι της λογοτεχνίας, την τρομοκρατία και τη δημιουργία, ο συγγραφέας δίνει απαντήσεις, προτείνοντας «σοβαρές συζητήσεις» που δεν έγιναν ακόμη.»

Κύριε Κουνέλη, έχετε στο ενεργητικό σας δύο μυθιστορήματα, τον Νοματαίο (2011, εκδ. Ωκεανίδα) και τα πρόσφατα Καπνισμένα Ερείπια (2018, εκδ. Καστανιώτης). Μυθιστορήματα διάπλασης και μαθητείας, πολιτική δράση και η «σύντομη» ελληνική Μεταπολίτευση· ποιά σύνδεση υπάρχει για εσάς ανάμεσα στα δύο έργα; Τα δυο μυθιστορήματα μου δεν έχουν με μια πρώτη ματιά κοινή θεματολογία, ενώ έχουν κατασκευαστικές και ιδίως μεγάλες «υφολογικές» διαφορές μεταξύ τους. Ένα μεγάλο μέρος ωστόσο των δυο αυτών βιβλίων περιλαμβάνει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια κυρίως του ήρωα του «Νοματαίου» Θοδωρή Μπαντουβάκη, αλλά εν μέρει και του αντιήρωα των «καπνισμένων ερειπίων» Ηρακλή Κοντού, δηλ. την «σκαλωσιά» πάνω στην οποία εναποτίθενται τα υλικά οικοδόμησης των προσώπων λίγο πριν την ενηλικίωση τους, και πάνω στην οποία διαγράφονται πρώιμα τα μελλούμενα χαρακτηριστικά τους. Τα δυο βιβλία συνδέουν η αγωνία του συγγραφέα να αναζητά εξαντλητικά τις αθέατες όψεις των προσώπων και των πραγμάτων, την κρυμμένη αλήθεια της βίας, το αναπότρεπτο της εξέγερσης, αλλά και τα διερωτήματα για την θέσμιση και την τήρηση των κοινωνικών κανόνων –όταν ιδιαίτερα αυτοί οι κανόνες αποπειρώνται να αποτελούν κάτι περισσότερο από νοσηρές κοινωνικές συμβάσεις.

Η κριτική υποδέχθηκε θετικά και τα δύο έργα. Τι συναισθήματα σας δημιουργεί αυτό; Η πρώτη μου αντίδραση, στην περίπτωση του Νοματαίου είχε όλα τα σημάδια του πανικού… Στην πορεία ένοιωσα την υποχρέωση δικαίωσης των ανθρώπων που επιβράβευσαν την προσπάθεια μου και νομίζω ότι προσπάθησα περισσότερο. Θα δείξει τελικά τι κατάφερα…

«Μ’ αρέσει να περιφέρομαι στα δικαστήρια· κανένας δε με ρώτησε ποτέ τι θέλω. Έχει ο καθένας το ντέρτι του εκεί, ακόμα και τα δικηγοράκια», γράφει ο Γιώργος Ιωάννου στα «Κελιά». Ποιό είναι το «ντέρτι» που μπορεί να έχει ένας δικηγόρος και μάλιστα εκείνος που γράφει λογοτεχνία; Όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου ως ασκούμενος δικηγόρος στα Εφετείο της οδού Σωκράτους, πλάι σε κορυφαίες προσωπικότητες της ποινικής δικηγορίας ένιωσα ότι η τύχη με οδηγούσε σαν από θαύμα- άλμα στην αρχαία Αγορά της Αθήνας! Δεν υπάρχει τίποτα που να λείπει από τα ποινικά δικαστήρια και τον πλούσιο περίγυρο τους για έναν πνευματικό άνθρωπο. Για την ακρίβεια υπάρχουν όλα και μάλιστα σε συμπυκνωμένη μορφή! Το ντέρτι της λογοτεχνίας νομίζω ότι με διακατείχε από πολύ μικρή ηλικία. Ο συνδυασμός λογοτέχνη- δικηγόρου πήρε χρόνια για να δέσει και πέρασε από πολλαπλές διακυμάνσεις…

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

 Αλλού πάλι ο Ιωάννου μιλά για την έμπνευση που αντλεί από τις απολογίες, προσπερνώντας τις ποινές που επιβάλλονται έπειτα. Είναι ένας μύθος ή η ιστορία εκείνου που κατηγορείται είναι μια πρόσφορη πρώτη ύλη για τη δημιουργία; Μια ολόκληρη γενιά η οποία έθρεψε μεγάλους λογοτέχνες -όπως ο Ιωάννου περιφερόταν –στα ποινικά δικαστήρια για να ακούσει τους κορυφαίους ρήτορες δικηγόρους να αγορεύουν και να δει από κοντά, αλλά και να ακούσει -μέσω της ακροαματικής διαδικασίας με την ασφάλεια του ακροατή και την διαμεσολάβηση του δικαστή -τους στυγερούς εγκληματίες, τις μεγάλες συγκρούσεις, τις λεπτομέρειες από απίστευτης αγριότητας εγκλήματα, τα ανθρώπινα πάθη, την αδικία. Πίσω από όλα αυτά δέσποζε η αδήριτη ανάγκη να πιστέψει στην δικαιοσύνη. Η απολογία (όπως και η αγόρευση) αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ποινικής δίκης. Είναι ένας μονόλογος σπαρακτικός, παραληρηματικός, έμπλεος πάθους, συναισθημάτων και ταυτόχρονα μια άσκηση ύφους και αυτοσυγκράτησης ∙ ένα αφήγημα που έρχεται από αλλού, από άγνωστες αφετηρίες, και διάβηκε λυσσώδεις διαδρομές μέχρι να φτάσει στην αίθουσα προκειμένου να ακουστεί επιτέλους… Όλα τα δικαστηριακά προαναφερόμενα είναι σπουδαίες εκφάνσεις του ανθρώπινου λόγου, και συχνά μένεις άφωνος από το περίτεχνο των ασκήσεων ύφους που ξετυλίγονται μπροστά σου, lκαθώς αποπνέουν άλλοτε υψηλή παιδεία και νοημοσύνη και άλλοτε απαράμιλλη τέχνη.

 

Τα Καπνισμένα Ερείπια αποτελούν ένα καθρέφτισμα της προσωπικής, αλλά και συλλογικής ελληνικής πραγματικότητας: ο συνήγορος υπεράσπισης Φίλιππος Γιαννόπουλος, ο Ηρακλής Κοντός και η ενεργή του δράση στην τρομοκρατική οργάνωση «Επαναστατική Οργάνωση των Οκτώ», το ελληνικό μεταπολιτευτικό τοπίο. Φοβηθήκατε την ταύτιση με τη δική σας δικηγορική ιδιότητα στη δική της «17Ν»; Είναι ένα θέμα –η ταύτιση- που με απασχόλησε πολύ και επί μακρόν για ευνόητους λόγους. Όταν το βιβλίο καταστάλαξε μέσα μου, οι αμφιβολίες και οι αυτοπεριορισμοί έκαναν στην άκρη. Αν είναι να είπα κάτι αληθινό και αξιομνημόνευτο για την τρομοκρατία, μικρή σημασία έχει η αφετηρία της προσπάθειας μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

 

Έχετε δηλώσει πώς «ένα χαρακτηριστικό της τρομοκρατικής δράσης αφενός είναι η ίδια η δράση και οι άμεσες επενέργειες που έχει στα θύματά και τις οικογένειες τις οποίες πλήττει αλλά πέρα από αυτό η κύρια χρήση της είναι αυτή που γίνεται από τα πολιτικά κόμματα και τις κυβερνήσεις». Αν παίρναμε τον δρόμο της σοβαρής πολιτικής κριτικής απέναντι στην τρομοκρατική ένοπλη δράση που θα βγαίναμε στο τέλος; Η σοβαρή συζήτηση για την τρομοκρατία –της οποίας οι μεγάλες δίκες ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανοίξει – δεν έχει δυστυχώς ακόμα ξεκινήσει… Η απεικόνιση μάλιστα των δικών, αλλά και των κατηγορουμένων υπήρξε τόσο παραμορφωτική! Εγώ ως συνήγορος ζούσα μιαν άλλη δίκη από αυτήν την οποία περιέγραφαν τα μέσα ενημέρωσης! Η συζήτηση για την τρομοκρατία δεν είναι συζήτηση για την τρομοκρατία ωστόσο, αλλά για την ουσία της δημοκρατίας. Αυτοί που αποφεύγουν να την κάνουν, δεν θέλουν να μιλήσουν για την δημοκρατία φοβάμαι… Στα θολωμένα από αίμα απόνερα της τρομοκρατίας στοιχίζονται οι πολλαπλοί αμφισβητίες της δημοκρατίας και των αγαθών της, από διαφορετικές αφετηρίες, στοχεύσεις και συμφέροντα κινούμενοι…

 

Έχετε εκφράσει το θαυμασμό σας για τον Αλέξανδρο Κοτζιά και ειδικά για το έργο του «Αντιποίηση Αρχής». Ποια άλλα έργα ή ποιους δημιουργούς κρατάτε ως όρους αναφοράς; Νομίζω ότι η ελληνική πεζογραφία, ιδίως η μεσοπολεμική και μεταπολεμική είναι παγκόσμιας εμβέλειας. Πρωταγωνιστές πεζογράφοι όπως όλως ενδεικτικά οι: Δημήτρης Χατζής, Αντ. Σαμαράκης, Στρατής Τσίρκας, Άρης Αλεξάνδρου, Β. Βασιλικός, Θανάσης Βαλτινός, Αχ. Κυριακίδης, Άλκη Ζεη, Μάρω Δούκα από την επόμενη γενιά και πολλοί άλλοι –ιδίως νεώτεροι-ες και επίσης πολλοί σημαντικοί-ες συγγραφείς, που παραλείπω να αναφέρω. Το «Ζ», το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», ο «Κατάδικος» του Κων/νου Θεοτόκη, «Το πλατύ ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, η «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά, ο «Μπιντές» του Μάριου Χάκκα, η «Προσωπική αποκάλυψη» του Πέτρου Αμπατζόγλου, «Τα ταξίδια μου» του Γιώργου Χειμωνά, «Η βιοτεχνία υαλικών» του Μένη Κουμανταρέα, ο «Κίτσος Μαλτέζος» του δικηγόρου Πέτρου Μακρή -Στάϊκου, η «Πόλη» του νομικού Σπύρου Πλασκοβίτη, το «Υ.Γ.» του Μανόλη Αναγνωστάκη, (μιλώντας αποκλειστικά για ελληνική λογοτεχνία) και άλλα πολλά ακόμα, αποτέλεσαν πρόκληση και υψηλής αξίας κίνητρο για να γράψω.

 

Κλείνοντας, τί σημαίνει δημιουργία για εσάς σήμερα; Δημιουργία είναι αυτό που διαβάζεις στις δώδεκα το μεσημέρι και το οποίο δεν υφίσταται στις τέσσερις το πρωί που αγουροξυπνημένος κοιτάζεις το λευκό χαρτί. Δημιουργία είναι να ξεπερνάς τον εαυτό και τα όρια σου – όσα και όποια σφίγγουν σαν δεσμά τον καθένας μας. Η δημιουργία γίνεται ακόμα σημαντικότερη αν εξόν της αυτό-έκφρασης δίνει σε κάποιους απαντήσεις που έχουν ανάγκη, μα κι όταν περικλείει σεβασμό και αγάπη για τον κόσμο μας!