Βασίλης Τσιάμης: «Μύθος ότι οι Δυτικοί άφησαν εντελώς αβοήθητη την Πόλη»

Ο Βασίλης Τσιάμης γεννήθηκε το 1971. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως διορθωτής κειμένων. Οι «54 ημέρες – Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» είναι το πρώτο βιβλίο του.

Κύριε Τσιάμη, το «54 ημέρες– Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» είναι το πρώτο σας πόνημα, ένα, ομολογουμένως, πολύ καλό, και τεκμηριωμένο ιστορικά πόνημα. Θα μας πείτε πως σας προέκυψε η συγγραφή μέσα από το επάγγελμα της διόρθωσης των κειμένων και αν σκοπεύετε να παραμείνετε στον συγγραφικό χώρο;
Σας ευχαριστώ εκ βαθέων για τα καλά σας λόγια. Εν αρχή ήμουν αναγνώστης. Ανέκαθεν μου άρεσε το διάβασμα, όπως μάλιστα λέει ένας γνωστός μου, ίσως είμαι από από τους ελάχιστους εκείνους που έχουν διαβάσει όλα τα μεγάλα δύσκολα βιβλία, π.χ. Δον Κιχώτης, Οδυσσέας, Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο, Δοκίμια, Μόμπι Ντικ κτλ. Μέσα από τη διόρθωση, κυρίως στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο, θέλησα να συμμετάσχω κάποια στιγμή στην παραγωγή ενός βιβλίου. Το έβρισκα συναρπαστικό, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι οι επιμελητές βιβλίων είναι μια κατηγορία από μόνοι τους, πραγματικοί θεράποντες της λογοτεχνίας. Δεν ανήκω σε αυτούς. Τη συγγραφή, από την άλλη, την έβλεπα ολίγον τι σαν ματαιοπονία. Τα πάντα έχουν ειπωθεί. Και με πολύ καλύτερο τρόπο από ό,τι διανοούμουν ότι θα μπορούσα να το κάνω ο ίδιος. Να ξεκινήσεις να γράψεις κάτι, όσο καλά κι αν το κάνεις, πόσο σίγουρος είσαι ότι είναι καλό ανεξαρτήτως από την επιτυχία ή όχι τη συγκαιρινή, ότι θα αντέξει στο χρόνο;

Μου αρέσει να βλέπω τα πράματα μέσα από την οπτική του χρόνου, το Sub specie aeternitatis (από τη σκοπιά της αιωνιότητας) του Μπαρούχ Σπινόζα. Και πάντα γοητευόμουν από την αυτοπεποίθηση φιλοσόφων όπως του Σοπενάουερ, ο οποίος κάθε έργο που έγραφε δεν ξεπερνούσε σχεδόν ποτέ τα πεντακόσια αντίτυπα σε σχέση με τη μητέρα του η οποία στην εποχή της ήταν ικανότατη συγγραφέας ευπώλητων ρομαντικών μυθιστορημάτων. Δεν θυμάμαι καν το όνομά της. Επίσης στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα όπου ο Χρόνος γιγαντώνει τους μέχρι πρότινος «μικρούς» και συρρικνώνει τους «μεγάλους». Αυτή όμως είναι μια διεργασία που θέλει πολύ χρόνο και ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια δύο και τριών γενιών. Μετά τη γραφή όμως του «54 ημέρες– Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης» και κυρίως το ταξίδι που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί, το αποτέλεσμα δηλαδή, ενθουσιάστηκα, και θα ήθελα να αξιωθώ να γράψω μερικά βιβλία ακόμη, έτσι, τιμής ένεκεν. Σκέψεις όμως για το μέλλον, τύπου αν θα το εκδώσω, αν θα το αποδεχτεί ο εκδότης, αν θα αρέσει στον αναγνώστη, πώς θα το υποδεχτεί «ο χώρος», είναι σταθερά μακριά από εμένα, άλλωστε τέτοιες σκέψεις μολύνουν τη γραφή και χάνεις τη χαρά της. Όταν θα τελειώσω αυτό που γράφω τώρα, αν είναι αληθινό, θα πάει να εκδοθεί μόνο του. Όλα τα κινεί το περιεχόμενό τους. Θα ήθελα να μην έχω αγωνία. 

Μου έκανε εντύπωση ότι από τις πηγές που αναφέρετε στο τέλος του βιβλίου ότι χρησιμοποιήσατε για τη γραφή του εν λόγω βιβλίου, απουσιάζουν οι πρωτογενείς πηγές του Μιχαήλ Δούκα, καθώς και του Κριτόβουλου του Ίμβριου, ενώ αναφέρετε στην αφήγησή σας το γεγονός με την Κερκόπορτα, ένα γεγονός το οποίο μας παραδίδει μόνο ο Δούκας. Θέλετε να μας μιλήσετε σχετικά με τον τρόπο επιλογής των πηγών σας;
Είναι πολύ εύστοχη η παρατήρησή σας. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα, απογοητεύτηκα από τους τέσσερις Έλληνες συγγραφείς της αλώσεως. Τις πηγές γύρω από την άλωση, όσο πιο πολύ τις διαβάζεις τόσο πιο πολύ προβληματίζεσαι. Άκρη δεν βγάζει κανείς εύκολα! 

Είναι σαν να οδηγείς μέσα σε πυκνή ομίχλη. Δεν είναι μόνο ο τρόμος μην τρακάρεις κάπου μπροστά αλλά και το να μη σε χτυπήσουν κι εκείνοι που σε ακολουθούν. Ο Δούκας δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας στην άλωση. Μάλλον εκείνη την περίοδο διέμενε στη Λέσβο. Ήταν ενωτικός. Έκανε ένα είδος ρεπορτάζ της εποχής με αυτόπτες πρωταγωνιστές της άλωσης, Έλληνες και Τούρκους. Για Έλληνες το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να βρήκε έστω κι έναν επιζώντα. Τον Γεννάδιο δεν τον καταγράφει καθόλου. Η Κερκόπορτα, σαν γεγονός καθαυτό, δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Κι όμως, για αιώνες θεωρούνταν η βασική αιτία της πτώσης της Κωνσταντινούπολης. Και έχει περάσει στη λαϊκή θυμοσοφία σαν η έσχατη προδοσία. Δεν ισχύει όμως αυτό. Ο Κριτόβουλος, ο οποίος βρισκόταν στην αυλή του σουλτάνου Μεχμέτ Β’ και δεν χάνει ευκαιρία στο έργο του να εξιστορεί την ανδρεία του, εξιστορεί καλύτερα τα γεγονότα μέσα από την οπτική των Οθωμανών, χωρίς να αποφεύγει τις ασάφειες. Ο Σφραντζής, από την άλλη, έγραψε από μνήμης, πολλά χρόνια μετά την άλωση και έχοντας περάσει χίλια βάσανα. Αυτός κι αν έχει ασάφειες. Ο Χαλκοκονδύλης είναι παρόμοια περίπτωση με του Δούκα. Το θέμα είναι οι πολλές επινοήσεις των συγγραφέων ανάλογα με την πολιτική και τη θρησκευτική θέση του καθενός.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από όλες τις πηγές, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ημερολόγιο του Νικολό Μπάρμπαρο, τον οποίο και θεωρώ την πιο αξιόπιστη πηγή της Αλώσεως, παρόλο το άσβεστο μίσος του για τους Γενουάτες. Ο Ενετός γιατρός, όμως, αν κι εκείνος δεν κρύβει τις αντιπάθειες και τις προτιμήσεις του, καταφέρνει να διασώσει τα γεγονότα της Άλωσης με το ημερολόγιό του. Αν δεν ήταν αυτός, θα μιλούσαμε για σκέτη ντροπή! Δεν θα είχε μείνει τίποτα! Μόνο ασάφειες και εκατοντάδες «επιχρίσματα» των διάφορων επιμελητών μέσα από το πέρασμα των αιώνων. Περίεργο, επίσης, είναι το γεγονός ότι, ενώ ξέρουμε πως ο Μπάρμπαρο κατόρθωσε να σωθεί, χάνονται εντελώς τα ίχνη του. Εντελώς! Εξαφανίζεται! Αναρωτιέσαι: Δεν νιώθει την ανάγκη να γράψει κάτι ή να ρίξει λίγο περισσότερο φως; Έχω καταλήξει ότι ο άνθρωπος αυτός απηύδησε πραγματικά με όσα έζησε και η μετέπειτα σιωπή του λέει πολλά.

Στο προκείμενο θέμα της Άλωσης, που για μένα είναι ιερό, βάση της έρευνάς μου και της συγγραφής του βιβλίου ήταν μόνο όσα ιστορικά δεδομένα ουδείς σοβαρός ιστορικός αμφισβήτησε ποτέ. Μα τίποτε άλλο! Ξεκινώντας από την ολοφάνερη επιμονή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αντισταθεί. Και έκανε την επιλογή του. Την έκανε ολομόναχος! Ουδαμού υπάρχει η παραμικρή μαρτυρία ότι πιέστηκε από οποιονδήποτε να πολεμήσει αντί να παραδοθεί. Ενώ διασώζεται πλήθος μαρτυριών ότι πιέστηκε –ακόμα και από δικούς του ανθρώπους, με καλές προθέσεις– να φύγει, να ζήσει. Το μέτρο των πάντων, λοιπόν, στο βιβλίο μου είναι το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και οι πράξεις του.

Ας έρθουμε τώρα στον χωρισμό που επικρατούσε στη Βασιλεύουσα της ενωτικής και της ανθενωτικής παράταξης. Στο πανεπιστήμιο όπου σπούδασα Ιστορία μας έλεγαν επανειλημμένα ότι οι Ενωτικοί ήταν οι προοδευτικοί της εποχής και οι ανθενωτικοί ο αντίθετος συντηρητικός πόλος που «πρόδωσε» εν τέλει την Κωνσταντινούπολη με τον τυφλό φανατισμό του, μια άποψη που φαίνεται να ενστερνίζεστε κι εσείς στο βιβλίο. Θα μας μιλήσετε λιγάκι γι’ αυτό;
Οι Ενωτικοί ήταν μειοψηφία, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικών παρεμβάσεων. Οι ανθενωτικοί, από την άλλη, ήταν η πλειοψηφία. Το συντριπτικό μέρος του λαού και του χαμηλόβαθμου κλήρου. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Σχίσμα και το παραγόμενο από αυτό θεολογικό μίσος δεν ήταν τόσο θέμα ζωτικό όσο θέμα ιδιοτελών και κακόβουλων συμφερόντων. Ο λαός αγόταν και φερόταν κατά τις διαθέσεις του Γενναδίου και των σκληροπυρηνικών ανθενωτικών ζηλωτών. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για τόσο μίσος. Οι Βενετοί, οι Γενουάτες, οι Πιζάνοι, οι Αμαλφιτανοί κ.ά. ζούσαν κι εμπορεύονταν μέσα στην ελληνική επικράτεια, στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν ακμαίες κοινότητες Λατίνων. Στην Ιταλία, ήδη πριν από την Άλωση, επικράτησε ενθουσιασμός από την ανακάλυψη της κληρονομιάς του αρχαίου κόσμου. Η όλη αυτή ατμόσφαιρα στους κύκλους της διανόησης έδωσε ισχυρή ώθηση στην αναγέννηση της ελληνικότητας. Ως συνείδησης και ως ταυτότητας. Πρώτος ο Θεόδωρος Μετοχίτης έθεσε τις βάσεις, ακολούθησαν σπουδαία πνεύματα με αποκορύφωμα τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Ο Μυστράς ήταν το καλύτερο μέρος να ζει κανείς εκείνη την εποχή. Άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών. Ο Πλήθων διακρίθηκε για την ελληνική αυτοσυνειδησία του κι έγραψε χαρακτηριστικά: «Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Μετά την Άλωση ο Γεννάδιος, πρώτος πατριάρχης ραγιάδων, έκαψε το σύνολο του έργου του. 

Παρ’ όλο που στην Ιστορία δεν επιτρέπονται να θέτουμε ερωτήματα του τύπου «τι θα γινόταν αν…», διότι δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για την απάντησή τους, εγώ θα σας θέσω δύο τέτοια ερωτήματα για να μου πείτε την προσωπική σας άποψη: Τι θα γινόταν αν είχε επικρατήσει η ενωτική παράταξη στην Κωνσταντινούπολη και τι θα γινόταν αν ο Ιουστινιάνης, ο επικεφαλής της άμυνας, δεν είχε τραυματιστεί θανάσιμα πάνω στην πιο κρίσιμη φάση της τουρκικής επίθεσης;
Πολύ σωστά το θέτετε. Επειδή όμως δεν υπήρξε μέρα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου που να μην αναρωτήθηκα «τι θα γινόταν αν δεν είχε τραυματιστεί ο Ιουστινιάνης…» θα σας απαντήσω με προθυμία αλλά και κατάφωρη πίκρα. Ο Μεχμέτ Β’ θα είχε αποτύχει, ο Χαλήλ πασάς θα τον είχε ανατρέψει και οι Οθωμανοί θα είχαν αποσυρθεί στα ενδότερα της Μικρασίας. Θα είχε κερδηθεί πολύτιμος χρόνος! Οι αθρόοι προσηλυτισμοί χριστιανών στο Ισλάμ θα είχαν σταματήσει. Θα είχε αλλάξει το αμυντικό δόγμα. Θα ασχολούμασταν περισσότερο με την πραγματικότητα και τις ανάγκες της ζωής παρά με τα λόγια και το Επέκεινα. Ο Πάπας θα έριχνε νερό στο κρασί του λόγων των θρησκευτικών αναταραχών που αντιμετώπιζε και σε επίπεδο δογματικό θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία πάνω στην Αρχή της Θείας Οικονομίας. Θα ζούσαμε την Αναγέννηση, εδώ, σε αυτόν τον τόπο. Με τα χρόνια, θα είχαμε ένα από τα πεντέξι πιο ισχυρά ΑΕΠ στον κόσμο, θα ήμαστε, οι Έλληνες, 30-40 εκατομμύρια και, κυρίως, θα είχαμε λόγο στιβαρό στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Για μένα, επαναλαμβάνω, το θέμα της Άλωσης είναι ιερό. Θεωρίες μπορεί να έχει ο καθένας όσες θέλει. Υπάρχουν κι εκείνοι –που είναι πολλοί!– που θεωρούν ότι ήταν καλύτερα για τον Ελληνισμό το ότι έπεσε στα χέρια των Τούρκων και όχι… «των κακών Δυτικών». Σώθηκε, λέει, η θρησκεία μας! Η ταυτότητά μας! Ένα καπρίτσιο ήταν όλο αυτό, δεν πιστεύω ότι είχε κάποια βάση. Μουλαρίσιο πείσμα και αυτοκαταστροφική άρνηση της πραγματικότητας. Ο Παλαιολόγος είδε έγκαιρα πού πήγαινε το πράμα, θυσιάστηκε, θέλοντας να αφήσει μιαν παρακαταθήκη, για αυτό στα μάτια μου είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας που έζησε κατά τη δεύτερη χιλιετία. 

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Έλληνας ήταν άρχοντας στην Τουρκοκρατία! Απλώς εγώ εδώ να επισημάνω ότι η Τουρκοκρατία προκάλεσε στον Ελληνισμό μια συγκεκριμένη και ειδική μορφή καθυστέρησης, που έχει να κάνει με την ισχύ, ιδίως την τεχνολογική, οικονομική και πολεμική. Το δυσθεώρητο θέμα του πολιτισμού και τη βίαιη αποκοπή του Ελληνισμού από το ρεύμα αυτό, δεν το θέτω καν. Αυτό βγαίνει μόνο του από τα γεγονότα. Είμαστε «μικρό μέγεθος». Κι αυτό είναι έργο των Τούρκων. 

Παρουσιάζετε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να έχει συντροφιά έναν σκύλο, τον Ηρακλή, ο οποίος θα παραμείνει σε αυτόν πιστός ως το τέλος και θα καταστεί και υπεύθυνος για την «εξαφάνιση» του πτώματός του. Να υποθέσω ότι αυτή η συντροφιά αποτελούσε δικό σας εφεύρημα;
Ναι, καθαρό εφεύρημα. Θέλω να τονίσω καταρχήν την απέραντη μοναξιά του Αυτοκράτορα, που πρέπει να έζησε με βασανιστικές εσωτερικές συγκρούσεις. Ακολούθησε τον δρόμο του Ιησού Χριστού και του Σωκράτη. Και ήπιε το δηλητήριο μέχρι τέλους. Ανθρώπου μάτι δεν είδε το θάνατο του Αυτοκράτορα, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ το πτώμα του, και οι μαρτυρίες που διασώζονται εναντιώνονται στη λογική αλλά και μεταξύ τους. Δεν με καλύπτουν οι ερμηνείες περί «Μαρμαρωμένου Βασιλιά» και όλα αυτά που πέρασαν στη λαϊκή παράδοση. Είναι σαν να προσβάλλουμε τη μνήμη του μαρτυρικού αυτοκράτορα και μετά θάνατον. Εννοείται ότι βρίσκω αστειότητες και θλιβερούς όσους επικαλούνται για ίδιον όφελος τα «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι…» και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Αντί να θρηνούμε, έπρεπε να εκδικηθούμε το θάνατό του. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη. Μάθαμε όμως να λέμε ωραία ψέματα στον εαυτό μας και να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Επανέρχομαι σε κάποιους ιδιότυπους που και κύρος διαθέτουν και αυτοπεποίθηση να ισχυρίζονται περίπου ότι ο Ελληνισμός, με το να πέσει στα χέρια των Τούρκων τετρακόσια και πλέον χρόνια, σώθηκε από ασυγκρίτως μεγαλύτερα δεινά! Θα μπορούσαμε, φέρ’ ειπείν, να υποστούμε γενικευμένη πιτυρίδα. Όπως κι άλλα τρομακτικά πράματα που μπορούν να πάθουν τα έθνη, εκτός από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Αυτοκριτική, το μεγαλύτερο φροντιστήριο της Ιστορίας…

Η σκηνή στην οποία αναφέρεστε στις αμφιβολίες που ταλάνιζαν τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά σχετικά με το αν έπραττε ορθώς που είχε ενταχθεί στην ανθενωτική παράταξη, ήταν καθαρά δικής σας εμπνεύσεως ή διαβάσατε κάτι σχετικό κάπου; Διότι, εξ’ όσων γνωρίζω, δεν μας παραδίδει κανένας ότι ο Νοταράς αμφέβαλε ποτέ ενδεχομένως για τη στάση του.
Πολύ καλά γνωρίζετε. Έτσι έχουν τα πράματα, όπως τα λέτε. Ο Νοταράς όμως κάπου κατά βάθος ήταν αφελής. Εγκληματικά αφελής. Ο σκοτεινός άνθρωπος, ο Μεγάλος Καιροσκόπος, ήταν ο Γεννάδιος. Αυτόν θέλησα να καταδείξω. Θέλετε διαισθητικά, θέλετε ενορατικά, πιστεύω ότι ο Μέγας Δούκας θεωρούσε αφελώς ότι είχε ρόλο πολιτικά σε μια τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη. Ίσως μέσα του επιβίωνε κάτι από την τιμή. Έστω ψήγματα τιμής. Πίστευε ότι ο δικός του τρόπος, που διέφερε από εκείνον του Κωνσταντίνου, ήταν πιο σωστός. Ήταν, αυτό που λέμε σήμερα, οπαδός της Realpolitik (Real Politik). Αποδείχτηκε ότι δεν ήξερε τι του γινόταν. Ασφαλώς και η στάση του ήταν αυταπόδεικτα προδοτική και ιδιοτελής. Ο Γεννάδιος όμως, κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος, και πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση τα είχε βρει με τον Μεχμέτ Β’ από πριν επί τη βάσει ανταλλαγμάτων. Ενώ τον Λούκα Νοταρά ο σουλτάνος τον αποκεφάλισε προς παραδειγματισμό.

Ενώ οι Λατίνοι βοήθησαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, με δύο σταυροφορίες το 1396 και το 1444, αν και αποτυχημένες, και, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που βασάνιζαν όλους τους μονάρχες της εποχής, έστειλαν στρατιωτική βοήθεια, έστω και μικρή, ο μύθος ότι οι Δυτικοί άφησαν εντελώς αβοήθητη την Πόλη καλά κρατεί μέχρι και σήμερα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζουμε μάλιστα ότι οι περισσότεροι Έλληνες μέσα στη τείχη της πόλης αρνούνταν να πολεμήσουν τους Τούρκους;
Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ερώτηση, καθώς και για την επισήμανση σχετικά με τις δυο σταυροφορίες! Πραγματικά, δεν ακούγονται και δεν γράφονται εύκολα αυτές οι αλήθειες! Έχει γίνει της μόδας και στοιχείο της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας να φορτώνουμε την καταστροφή της Ελληνικής Αυτοκρατορίας όχι σε εκείνους που την έκαναν, δηλαδή τους Τούρκους, αλλά σε εκείνους που δεν την έκαναν, κάποιους «Φράγκους» ή «Λατίνους», που φυσικά δεν αποτελούν ιστορικές πολιτειακές ενότητες αλλά απλώς όσους… διαφωνούσαν μαζί με εμάς. Ο λόγος για την «άλωση» του 1204 σε σύγκριση με την Άλωση του 1453. Σαν «δύναμη» εκείνοι οι σταυροφόροι, το 1204, ήταν ένα σκέτο μηδέν. Κράτησαν την Κωνσταντινούπολη από το 1204 έως το 1261 επειδή δεν βρέθηκε κανένας σοβαρός να τους διώξει! Όλοι ήταν βυθισμένοι στα ιδιοτελή και κακόβουλα παιχνιδάκια τους, έως ότου ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος που είχε βγει για κυνήγι αποφάσισε να μπει μια καλοκαιρινή μέρα στην Κωνσταντινούπολη. Και την πήρε πίσω εύκολα. Οι Τούρκοι όμως ήταν εντελώς διαφορετική ιστορία.

Πιστεύω πως ο μύθος ότι οι Δυτικοί άφησαν εντελώς αβοήθητη την Πόλη, που καλά κρατεί μέχρι και σήμερα, όπως σημειώσατε, είναι ένα ιστορικό «καπρίτσιο». Είναι η οριστική διχοτόμηση με την πρόοδο, τη συνέχεια, το μέλλον. Τον πολιτισμό. Και η έλλειψη αυτοκριτικής. Έχουμε μάθει να κουκουλώνουμε ή να απωθούμε βαθιά στο ασυνείδητό μας κάθε αλήθεια που μας πονάει. Αρκετά έχουμε παίξει στην Ελλάδα το άσχημο παιχνίδι να κρύβουμε τα αίσχη για να μη «σκανδαλίζεται» ο κόσμος. Για ποια ιστορική συνειδητότητα μιλάμε και ποια αίσθηση ιστορικής ευθύνης; Ασφαλώς το δόγμα έπαιξε σημαντικό ρόλο και ιδίως η αισθητική του. Αλλά αφορά κυρίως τους Ρώσους ή τους Βουλγάρους που έσπρωξαν την ελληνική Αυτοκρατορία στο θεολογικό αδιέξοδο διότι ήθελαν την καταστροφή της. Κι έκαναν σχεδόν αδύνατη κάθε συνδιαλλαγή με τη Δύση και δεν έστειλαν ποτέ ούτε έναν στρατιώτη. Μπορεί κανείς να τους δικαιολογήσει, κυρίως τους Βουλγάρους. Η δική μας στάση όμως είναι εντελώς ακατανόητη. Γεμάτη συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι σε μια Δύση, η οποία μέχρι πρότινος διακατεχόταν η ίδια από αισθήματα κατωτερότητας απέναντι στην Κωνσταντινούπολη. Πώς πήραν τέτοια τροπή τα πράματα δύσκολο κανείς να το ερμηνεύσει στην ολότητά του.

Η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια χώρα που ακροβατούσε ανάμεσα στην ουμανιστική και ορθολογική Δύση και τη δεσποτική και λάγνα Ανατολή. Πιστεύετε ότι ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ των Ελλήνων που συντάσσονται με τη μία ή την άλλη πλευρά ισχύει ακόμη και σήμερα, όπως και τότε με τον χωρισμό σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς; Εσείς προσωπικά πού πιστεύετε ότι ανήκουμε, ή πού θα θέλατε να ανήκουμε;
Ισχύει διαχρονικά αυτός ο διαχωρισμός, αυτός ο διχασμός, αν θέλετε, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα δύο αντιμαχόμενα μέρη έχουν πάντα εξίσου σοβαρά επιχειρήματα. Συνήθως η μία παράταξη ανθίσταται σε κάθε λογική, έτσι από αντίδραση. Το είδαμε και πρόσφατα. Αγαπάμε τον παραλογισμό. Φλερτάρουμε με το οριστικό τέλος. Δεν έχουμε αίσθηση συνέχειας. Δεν μας αγγίζει τίποτα εμάς, πιστεύομε βαθιά μέσα μας. Οι Ανθενωτικοί δεν είχαν σοβαρά επιχειρήματα να αντιτάξουν στους Ενωτικούς, ένα μουλαρίσιο πείσμα ήταν όλο αυτό. Και αυτοκαταστροφικό. Κι έχασαν την Κωνσταντινούπολη. Τι περισσότερο κακό να πάθαιναν, αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά. Είχαν όμως πείσει τους πολλούς και επέβαλαν τη θέλησή τους. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό θα διαιωνίζεται στο διηνεκές. Είμαστε πλέον μικρό μέγεθος ως χώρα, ως έθνος. Και οι μικροί το συνηθίζουν να τρώγονται αναμεταξύ των.

Είμαστε η Δύση. Η Ιστορία αυτό δείχνει. Φτιάξαμε τα θεμέλια της Δύσης και στη συνέχεια, αυτοκαταστροφικοί, παραιτηθήκαμε από όλα τα σπουδαία της επιτεύγματα. Από τα μέγαρα και τις προοπτικές. Αποκοπήκαμε από τον κοινό δρόμο της προόδου με τη θέλησή μας. Τραγικοί μέσα στην έπαρσή μας. Ασυγχώρητοι μέσα στην εγωτική μας αυτοαπομόνωση. Για να επιστρέψουμε όμως εκ νέου στην αγκαλιά της Δύσης, αλλά πλέον ως οι φτωχοί συγγενείς, «η μικρή μας αδελφή» όπως το είπε η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας πρόσφατα με την αγορά των Rafale, ως μεταπράτες, θλιβεροί αντιγραφείς, ξιπασμένοι μιμητές. Αγχωνόμαστε να συνδέσουμε τα ασύνδετα. Πλέον όμως δεν υπάρχει χρόνος και περιθώρια. Προσπαθούμε, βέβαια, αυτό κανείς δεν μπορεί να το παραβλέψει. Αλλά οι δυνάμεις, οι ανορθολογικές, είναι πανίσχυρες. Ένα δημοψήφισμα με ένα τέτοιο ερώτημα, εκτιμώ πως θα εξέπληττε πολλούς. Εκ του ασφαλούς, βεβαίως, αρκετοί αν όχι οι περισσότεροι θα επέλεγαν τη λάγνα Ανατολή, αλλά την κρίσιμη ώρα όλοι θα έστεργαν στην αγκαλιά της Δύσης. Όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο στενοχωριέμαι. Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς. Η λάγνα Ανατολή δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στην περιώνυμη ελληνική νύχτα με τα τσιφτετέλια. Καμία δουλειά δεν είχαμε ποτέ εμείς με την Ανατολή. Από τους μηδικούς πολέμους μέχρι τον Ηράκλειο κρατούσαμε άμυνα. Προφυλάσσαμε τη Δύση. Η οποία, με τη σειρά της, μας φέρθηκε και μας φέρεται άδικα, σαν αδύναμη οντότητα που είμαστε. Μύλος. Για αυτό η Άλωση για μένα είναι ΙΕΡΗ. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης χάθηκε κάθε πιθανότητα δημιουργίας ενός ελληνικού πολιτισμού ακραιφνούς. Το σωτήριο έτος 1071, στο Μαντζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν, ο γενναίος αλλά πολλαπλά προδομένος αυτοκράτορας Ρωμανός ο Διογένης νικήθηκε από τον επίσης γενναίο σουλτάνο των Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν και η Μικρά Ασία χάθηκε για τους Έλληνες. Όπως αποδείχτηκε, για πάντα. Η μάχη εκείνη σήμανε την απαρχή μιας παρακμής του Ελληνισμού, που τον έφερε μέσα από διαδοχικά βήματα ακαταμάχητης φθοράς με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, στη σημερινή κατάσταση της υλικής αδυναμίας, για να μη μιλήσω για την πολιτιστική και ηθική σύγχυση! Ανατολή; Καμία μα καμία σχέση δεν έχουμε. Αλλά τι σημασία έχει τι πιστεύω εγώ, σημασία έχει τι συμβαίνει εκεί έξω, στην κοινωνία…

Τέλος, θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι η αγαπημένη σας ιστορική περίοδος για την οποία θέλετε –ή και σκοπεύετε- να γράψετε κάτι;
Η ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Κυρίως όμως θα ευχόμουν να έχω την αξιοσύνη να διαθέτω τα «κλειδιά» για να κατανοήσω την οποιαδήποτε ιστορική περίοδο προτού αποπειραθώ να γράψω οτιδήποτε. Χωρίς τα «κλειδιά», ξεπέφτει κανείς στο απλό αράδιασμα λέξεων. Οφείλουμε να καταλαβαίνουμε, κι αν δεν μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθούμε. Χωρίς τα κατάλληλα «κλειδιά» ακόμη και το ενδελεχές διάβασμα και η βαθιά έρευνα δεν αρκούν. Εκτιμώ, επαναλαμβάνω, ότι το κύριο είναι να καταλαβαίνουμε, να κατανοούμε.

Info: Βασίλης Τσιάμης, 54 Ημέρες, εκδόσεις Κέδρος, έτος έκδοσης 2021, σελίδες 608, τιμή 17,50€. Βρείτε το βιβλίο εδώ.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.