Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος *απόσπασμα

Ήταν Κυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Μαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Τα γιαπιά — οι χωμάτινες κρεββατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του— κάθε χωριάτης Θεσσαλός— εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα φρεσκαλειμένα κ’ εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Εκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό και αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, αλατζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφι ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κ’ εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμιά λέξη του, συντροφεύοντας την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του. Ο Ραντάκος, ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κ’ εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων.

Ο Μαγουλάς σαραντοχρονίτης, καλοδέματος, με την ατλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξη την μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθή πως είναι του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κ’ επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και, γυρίζοντας, έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους. Και οι άλλοι όλοι, ο Χαδούλης, ο Μπιρμπίλης, ο Τζουμάς, ο Κράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γοντατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακρυά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους με τις λερές και ξεσκισμένες από τον ιδρώτα τραχηλιές ανοιχτές έως τη μέση· με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριόγκαθα· με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα· τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ’ ένα κομμάτι γουρνοπέτσι αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και, κατά το άκουσμα, καθενός το πρόσωπον άλλαζε έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση.

Και δεν είχαν άδικο να δείχνουν τόση περιέργεια οι Καραγκούνηδες. Το γράμμα που εδιάβαζεν ο Παπαρρίζος, ήταν από τη Λάρισα, του δικηγόρου, που τους έλεγε νέα για την κατάστασή τους, την ύπαρξή τους αυτή.
Άλλοτε από τον καιρό των προπάππων τους, το Νυχτερέμι, όπως και τ’ άλλα τα περίγυρα χωριά, επατήθηκαν από τον Αλή πασά. 
Ήταν τότε παντοδύναμος ο Αλής στα Γιάννινα και ο Βελής, ο γιός του, ήταν πασάς στον Τύρναβο. Κάποιος του επαίνεψε τον κάμπον αυτόν και, κατά τη συνήθειά του, ορέχτηκε να τον αποκτήση. Επαράγγειλε στον Βελή να ποσκαλέση τους προεστούς των χωριών και, με περιποιήσεις και φοβερίσματα, να τους αναγκάση να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε. Ο Γεροβαρσάμης, της Ραψάνης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Αλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώση το χωριό. Στην Κρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να την πατήση ο Βελής, οι κάτοικοι εσυνάχτηκαν στην εκκλησία του αγίου Ταξιάρχη με κλάϊματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλη το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Και το έβαλε δίχως χρονοτριβή.

Εβγήκε με το σπαθί στο χέρι, άρπαξεν από τα σελοχάλινα το άλογο του Βελή και τον εγύρισε πίσω στον Τύρναβο με τους ανθρώπους του. Και το Κονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Κομνηνών, που κρέμετ’ επάνω από το Τσάγεζι, στην πλαγιά του Κισσάβου, επόθησεν ο Βελής κ’ έστειλε χτίστες να του κάμουν Κονάκι. Αλλ’ ο Χατζής Καμπέκος, ο προεστός, επήγε κ’ έδιωξε τους χτίστες κ’ έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά και έτσι του μίλησε παλληκαρίσια: 
“Πασά μου, το κορμί τ’ ορίζω και σου το παραδίδω· κάμε το ό,τι θέλεις· μα το μοναστήρι που μου ζητάς δεν είναι δικό μου και δεν σου το δίνω!…”. Αληθινά ο Καμπέκος εσφυροκοπήθηκεν από αρμό σε αρμό κ’ εξεψύχησε στο κούτσουρο. Αλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Tέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Tου Nυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Aίγανη και στο Λασποχώρι. Eίνε αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Tα σπίτια τους να τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορή να τους διώξη. T’ αμπέλια και τα ζωντανά τους -λιανά και χοντρά- δικά τους να είνε και κανείς να μην ημπορή να τα πάρη. Mε αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Xουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Aλή. 
Tώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμη τέλεια τσιφλίκια, όπως είνε και τ’ άλλα της Θεσσαλίας χωριά. Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν· πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κι έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.