Μ.Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα *απόσπασμα

Οι μέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι θερμές, καφτερές, γεμάτες τυφλωτικό ήλιο, φως αδυσώπητο. Ο μπάτης δεν κατορθώνει ούτε να ρυτιδώσει τη θάλασσα. Τα μελτέμια δεν έχουν δύναμη ν’ απλώσουν τα φτερά τους. Τη νύχτα αναδίνονται απ’ το πέλαγο οσμές αρμυρές, ανασαιμιές ασάλευτου νερού, που θυμίζουν ιδρώτες οργασμού. Τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα. Κάτω στην πολιτεία, το γλέντι ξεσπάει με τραγούδι, χορό, μεράκι, καημό κι έρωτα. Τρέχει το κρασί γεννώντας παθιασμένη δυσθυμία κι όχι ανάλαφρο κέφι. Τα κορμιά σμίγουν σε παράταιρα αγκαλιάσματα. Βράζουν οι ψυχές. Η ζωή, στο διάβα της, παρασέρνει το άβουλο ανθρώπινο κοπάδι, το εξουθενωμένο απ’ την οργή, τη ζήλεια και το πάθος. Και το φεγγάρι φωτίζει τη νεκρή θάλασσα, τον πυρωμένο βράχο και την ηδονόφιλη πολιτεία με τις ψυχρές αχτίδες του, σαν μια πελώρια ειρωνία του γλαυκού ουρανού προς τη χρυσογάλανη γη. Είναι το καλοκαίρι…Για τη Μαρίνα το κρεβάτι είναι πλατύ, η νύχτα ατελείωτη. 

*ένα από τα πιο ιδιαίτερα αποσπάσματα του έργου που μου θυμίζουν την ηδονική θερμότητα του καλοκαιριού.