Λύντια Στεφάνου – Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του ΥΚ

Επιμέλεια: Γιώργης Χαριτάτος
hardim93@gmail.com


Ήτανε μια φορά έν’ αγόρι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του ούτε συντρόφους
Δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Μέσ’ στις φυλές των ταπεινότερων πλασμάτων
Ανέβαινε η αναπνοή πώς κατεβαίνει η θάλασσα
Δείχνοντας λίγο-λίγο τους θησαυρούς της στο φως,
Τα μύδια, τους σταυρούς, τους αχινούς,
Γινόταν:
Το γαλάζιο της άλγης,
Το κόκκινο της πορφύρας,
Όλα με τη σειρά τους τα χρώματα.
Κι ως τα νερά τραβήχτηκαν για πάντα
Έμεινε μέσ’ στην άμμο το κοχύλι
Πάνω στο βράχο τ’ όστρακο
Κι η αναπνοή τους πέρασε στα χόρτα,
Στις εύφορες πεδιάδες, στις βοσκές,
Στο δέντρο, στο κλαδί του ανθρώπου.

Ήτανε μια φορά έν’ αγρίμι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του όμως οι βράχοι
Που πιάνουν την πανσέληνο
Κι αντιλαλούν το κυκλικό της αίμα
Τον αναγνώριζαν καθώς γυρνούσε ξεριζώνοντας
Τη βλάστηση της νύχτας για τροφή:

Ίσκιους αστερισμών πάνω στο δέρμα
Ενός πλανήτη ζαρωμένου μέσ’ το κρύο
Τ’ άξαφνο του σύμπαντος

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Και κάναν τότε οι βράχοι σαν γνέψιμο ή σαν μούγκρισμα
Ή κάτι πέρα από την ακοή του ανθρώπου
Ώσπου ν’ αναδυθεί, ωραίο σαν μέταλλο,
Το αγόρι μέσ’ απ’ τους αγρούς του σκοταδιού.
Τα μάτια του,
Που μόνο τ’ όνειρο τ’ αντίκρυσε ξανά,
Καίγαν και δρόσιζαν τον άνεμο
Σαν πυρκαγιές από άλικα τραντάφυλλα
Που θάναβαν στο δέρμα του πελάγου

Κι ευθύς απόηχο της γέννας έφθανε
Ως τα πέρατα της ερήμου
Στις γειτονιές και στα περίχωρα
Εκεί οπού ζούσαν κατοικίδια πλάσματα
Παίζοντας φυσαρμόνικα τ’ απόγεμα
Κι άλλοι όρθιοι, ακίνητοι στην άκρη του γιαλού
Να βλέπουν πώς ταξίδευε το θαύμα
Σε δηλητηριασμένα νερά
Και πώς γινόταν τώρα θόρυβος χωριού
Διαλαλημένος την αυγή και σκόνη
Μεγάλης πόλης που σηκώνει σύννεφο
Λόγια από φόνους, έρωτες, επαναστάσεις,
Τ’ όνομα του Υκ.
Σαν από κύμα υπόγειο
Μια ταραχή συνέπαιρνε τα μουδιασμένα μέλη
Μερμήγκια δούλευαν σε κάθε στάλα αίμα
Υποταγμένα στον ρυθμό
Κωπηλάτες
Καθώς κυλούσε το ποτάμι στα έγκατα
Καθώς περνούσε στον ορίζοντα το καραβάνι
–Φορτώματα καιρού και δίψας–.

Τότε τ’ αγόρι αγρίευε, κουλουριαζόταν,
Έβγαζε αγκάθια σαν τ’ ανήμερο χορτάρι
Μύριζε στον αέρα τη φωνή της ύαινας
Που ακολουθεί τον άνθρωπο ώς να λυγίσει
Κι αδράχοντας τον βράχο χανόταν πάλι ο Υκ
Μέσ’ στη βουή και στα σφιγμένα σπλάχνα του άλλου κόσμου.

–Καθώς περνούσε το καραβάνι
Απ’ άκρη σ’ άκρη των λόφων
Έφεγγε κι έκλαιε το φεγγάρι–

Και μόνο μια φυλή παλιά στην έρημο
Νάχε πιστέψει αυτό το θαύμα:
Ό,τι ονομάσεις
Γίνεται
Ζωή.

Καταγωγή Ι, Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του ΥΚ (απόσπ.) *Το ποίημα αυτό γράφτηκε από το 1956 έως το 1965 στην Ιερουσαλήμ, στην Άγκυρα, στο Λονδίνο και στην Αθήνα.