Πλάτωνας Ροδοκανάκης – Το φλογισμένο Ράσο

Επιμέλεια: Γιώργης Χαριτάτος
hardim93@gmail.com

[…] Ενδυμίωνες είσαστε όλοι, και όταν από ένα λήθαργο μακρύ, θέλοντας να ζήσετε να αιστανθήτε και να απολαύσετε, βρισκόσαστε σε άσπρη διαφάνεια πετσιών, κάτω από το σάβανο των άσπρων μαλλιών. Σαν ένα ατέλειωτο στρατιωτικό σώμα νικημένο, περνάτε με τα κεφάλια σκυμμένα στο στήθος, αφωπλισμένοι, και μόνο μια τυμπανοκρουσία θλιβερή, η γλώσσα του κόσμου, ρυθμίζει το βήμα σας.

Όταν σκυμμένος πάνω από το χαρτί αφήνω το δεξί μου χέρι να το πιάνουν πάλι οι σπασμοί της έμπνευσης, όταν στ’ αυτιά μου πέφτουνε δυο φλογισμένα στόματα κι αρχίζουν να ξομολογώνται τα μεγάλα μυστικά της ομορφιάς, που τρομάζω μήπως δεν προλάβω όπως τάπαν να τα γράψω, σιγανά τα κρινοδάκτυλα προβάλλουντης δρυάδας, πέφτουν ίδιο άνθος ζωντανό απάνω στο χειρόγραφο, σαλεύουν, κ’ η φωνή της αρχινάει να σιγοτραγουδάει με συμπάθεια:

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ηδονικότητα, να προορισμός του νέου σας κορμιού όπως του μυρωμένου λουλουδιού, που ανοίγει το στήθος του στο μελωμένο φίλημα της μέλισσας. Εγώ θαρρώ πως όλες οι προσπάθειές σας για πολιτισμό και για εξύψωση είναι άδικος κόπος. Σας προσφέρουν τα νιάτα ένα ποτήρι χρυσό για να ρουφήξετ’ εκεί μέσα το μεθύσιο της ζωής. Στεφανωμένοι με κισσό, έχετε χρέος να το περάσετε αδιανό σε όποιον είναι ξαπλωμένος στο πλευρό σας. Πρέπει να μάθετε πως είναι μεγάλοι όσους ο ηδωνισμός σταματά στην ωραιότερην εκδήλωση του εγώ τους, για να το σπαταλήσουνε στους τέσσερις αέριδες και να μην τους το πάρη ο χρόνος…

Η πέννα τότε κατεβαίνει απ’ τα δάχτυλά μου ίδιο φίδι από σφύριγμα φακύρι πλανταγμένο, και μέσα στο κεφάλι μου σαν καταιγίδα αναφλέγονται αρχαϊκές εικόνες, τράγοι καπνίζουν σε βωμούς, κρόταλα, θύρσοι, χάχανα μαινάδων, σειληνών άγρια κυνηγήματα μέσα στις ροδοδάφνες αντηχούν και σβύνουν όλ’ αυτά και χάνονται, σα νάχαν μισοφέξει μέσα σ’ όνειρο.

Έτσι λοιπόν η απομόνωση της καλογερικής ζωής ξύπνησε μέσα μου μια δύναμη που ίσαμε την ώρα κείνη φανερά δεν είχε πουθενά εκδηλωθεί. Μπροστά στον Φοίβο που ανέβαινε πανώρηος και εσκέπαζε τον άλλον τον Θεό του «ου» και του «μη» και κάθε απαγόρευσης, έσπασα το ποτήρι του κλαυθμού και πείρα της αρχαίας της χελώνας καύκαλο, οπούθε σφυρηλατημένοι βγαίνουν στρογγυλοί οι ήχοι  της ζωής ίδια χρυσά στεφάνια και σκορπιούνται στον αέρα για ν’ αστράψουν σε περήφανα κεφάλια νικητών.

Με ανακούφιση μεγάλη δέχτηκα τις εξετάσεις που θα ετελείωναν τον περιορισμό μου και θα μ’ άφηναν ελεύθερο να σώσω ό,τι βρήκα πως εκράταγα γερά στα χέρια μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πλάτωνας Ροδοκανάκης – Το φλογισμένο Ράσο (1911) (Στο απόσπασμα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του κειμένου)