Ο Γιάννης Διονυσίου ξεκίνησε να γράφει ιστορία

«Θα το πω με όρους της τρέχουσας επικαιρότητας. Έχει όλο το πακέτο ο Διονυσίου. Μακάρι να γραφτούν μεγάλα τραγούδια για τη φωνή του. Αυτό είναι ένα στοίχημα και πήχης»

Ο Μανος Χατζιδάκις σαν ένας διορατικός άνθρωπος που ήταν κοντά στα τόσα άλλα σημαντικά και σπάνια χαρακτηριστικά που διέθετε, δήλωνε με το θάρρος που τον διακατείχε, ευθαρσώς κι απερίφραστα πως φωνές σαν του Καζαντζίδη γεννιούνται κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα. Και γιατί το αναφέρω εδώ, ενώ πρόκειται να μιλήσω για το Γιάννη Διονυσίου; Μα γιατί ίσως να μη χρειαστεί να περιμένουμε τόσο πολύ εφόσον ο Γιάννης Διονυσίου ειναι ήδη εδώ!

Γνώριμος στο κοινό της Θεσσαλονίκης, αφού το χειμώνα 2019-20 λίγο πριν κάνει την εμφάνιση της η λαίλαπα της πανδημίας κι αλλάξει εκ βάθρων αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας που έλεγε κι ο Ελύτης, ο Διονυσίου είχε ήδη φτιάξει «κατάσταση» στην πόλη κι οι επαΐοντες του χώρου κι όχι μόνο ήδη μιλούσαν για τη φωνή του. Στη Βεντέτα της Εθνικής Αμύνης δημιουργούσε το αδιαχώρητο με τις εμφανίσεις του που περισσότερο προσομοίαζαν με χρονοκάψουλα, αφού έκανε μια αναδρομή στο λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών ‘50-‘80. Τα ‘λεγα τότε κατ’ ιδίαν στις παρέες πως αυτό το vintage που φέρει χωρίς ίχνος επιτήδευσης μαρτυρά το γνήσιο του χαρακτήρα και της υπογραφής του.

Προχθές βράδυ, λοιπόν, στο Block 33 στην πρώτη του εμφάνιση στην πόλη μετά τις απανωτές καραντίνες και την κάθοδο του πλέον στην Αθήνα ένιωσα μια δικαίωση κι ένα «θυμάστε που σας τα ‘λεγα;» πλανιόταν στο χώρο της παρέας. Λίγες μόνο μέρες πριν ερμήνευε το «Ασίκικο πουλάκι» των Μικη Θεοδωράκη-Μιχάλη Γκανά στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζει τα τραγούδια που θα αποτελέσουν το υλικό του πρώτου του δίσκου που θα κυκλοφορήσει με την έλευση του νέου χρόνου και τίτλο (όπως αποκάλυψε χθες βράδυ από σκηνής) «Η πρώτη μας βόλτα».

Αυτός ήταν κι ο βασικός κορμος του προγράμματος του, δηλαδή τραγούδια που βγήκαν την πρώτη τους βόλτα μετά το στούντιο όπου ετοιμάζονται και φυσικά αυτό για το οποίο ήδη τον ξέραμε. Οριτζινάλε λαϊκά. Χατζιδάκις, Άκης Πάνου, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Καλδάρας, Γαβαλάς, Στράτος Διονυσίου (πρόκειται περί απλής συνωνυμίας καθώς ο Γιάννης κατάγεται από την Κύπρο), Μενιδιάτης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κ.ά. είναι μόνο μερικά από τα ονόματα από τα οποία αλίευσε τραγούδια τους και διαμόρφωσε το πρόγραμμα του αλλά φυσικά αυτό που πρέπει να πει κανείς είναι πως ο τύπος αυτός που όλα δείχνουν πως θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον στη σκηνή δεν τραγουδάει απλώς. Ιερουργεί. Εύκολα διακρίνεται το βυζαντινό μέλος. Η στιγμή που το τραγούδισμα του γίνεται ψαλμός και μετά τραγούδι και μετά πάλι ψαλμός κοκ είναι ένα ευχάριστο σοκ που το δέχεσαι με δέος, ευχαρίστηση κι ανακούφιση.

Δεν ήρθε να ανανεώσει τη σχέση του με το κοινό συνεπώς προχθές βράδυ αλλά ήρθε να την εδραιώσει κι αυτό προκύπτει από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του κοινού. Μια αλληλεπίδραση που δεν επιτυγχάνεται πάντα άμα τη εμφανίσει του καλλιτέχνη εδώ συνέβη αβίαστα και φυσικά. Φαίνεται στοχοπροσηλωμένος στο λαϊκό τραγούδι κι αυτό ακριβως είναι που χρειάζεται το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού. Όχι μόνο για την εξέλιξη του αλλά και για τη διάσωση του. Κι όταν λέω για διάσωση δεν εννοώ σε καμία περίπτωση για αναβίωση μιμητικού τύπου, αλλά για μια ολική επαναφορά μιας αίσθησης γνώριμης αλλά ξεχασμένης. Ανθρώπους ταγμένους τρόπον τινά που να διακατέχονται από ειλικρινείς προθέσεις και πάθος ίσως όχι μ αυτή τη σειρά πάντως αυτά είναι που χρειάζεται το λαϊκό τραγουδι. Το πάθος. Στέκομαι σ’ αυτό και σε μια μικρή αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια. Το μικρό δερματόδετο σημειωματάριο του με το κορδόνι τυλιγμένο και γραμμένο με το χέρι τους στίχους των τραγουδιών για το αναλόγιο. Μεράκι αφειδώλευτο. Δωρικός στην εμφάνιση και στην εκφορά του λόγου. Ορχήστρα καλά προβαρισμένη κι ετοιμόλογη στα κελεύσματα του κοινού όταν μοιραία έγιναν παραγγελιές κι η προσθήκη του σαξόφωνου φωταγώγησε αλλιώς τα τραγούδια χωρίς να χαθεί ο αρχικός πυρήνας τους.

Θα το πω με όρους της τρέχουσας επικαιρότητας. Έχει όλο το πακέτο ο Διονυσίου. Μακάρι να γραφτούν μεγάλα τραγούδια για τη φωνή του. Αυτό είναι ένα στοίχημα και πήχης.

Σκέφτηκα για το τέλος αυτό που έλεγε ο Γάλλος δοκιμιογραφός και θεατρικός συγγραφέας Αντρέ Ζιντ: «Να μην επαναπαύεσαι ποτέ στη φόρα που έχεις πάρει», τονίζοντας στους νέους συγγραφείς πως δεν πρέπει να αρκούνται στις δάφνες της εφήμερης δόξας αλλά να παραμένουν σε εγρήγορση, αυτοαμφισβήτηση και μάλλον δυσπιστία στους εύκολους δρόμους. Βασικά αυτό καλό είναι να το ‘χουμε όλοι κατά νου. Γιάννης Διονυσίου! Το ξαναγράφω για εμπέδωση!

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης