Αφιερώματα και εκπλήξεις που θα συζητηθούν στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Κριστομπάλ Λεόν, Χοακίν Κοσίνια
1 – 11 Νοεμβρίου 2018
Χάιμε Ροσάλες-Νάνουκ Λέοπολντ- Κριστομπάλ Λεόν & Χοακίν Κοσίνια

Ο αγαπημένος του Φεστιβάλ Καννών Ισπανός Χάιμε Ροσάλες, η ήρεμη δύναμη από την Ολλανδία Νάνουκ Λέοπολντ και οι εικαστικοί και σκηνοθέτες Λεόν και Κοσίνια με φόρα από το Γκούγκενχαϊμ και τη Μπιενάλε Βενετίας, είναι οι προτάσεις του 59ου Φεστιβάλ για αφιερώματα που θα συζητηθούν.

Συστήνουμε δημιουργούς οι οποίοι αυτή τη στιγμή γράφουν ξανά τα όρια του διεθνούς σινεμά, ωστόσο παραμένουν σχετικά άγνωστοι στην Ελλάδα και στο Φεστιβάλ θα έχουμε τη σπάνια ευκαιρία να τους ανακαλύψουμε. Οι σκηνοθέτες θα βρεθούν στη Θεσσαλονίκη για να παρουσιάσουν το έργο τους στο κοινό.

Χάιμε Ροσάλες: Κοιτώντας πίσω από κλειστές πόρτες – Έχετε αισθανθεί ποτέ πως κάποιος σας παρακολουθεί από απόσταση; Κι ύστερα έχει ξαφνικά πλησιάσει χωρίς να το πάρετε είδηση; Ο 48χρονος Ισπανός Χάιμε Ροσάλες έχει ένα σπάνιο ταλέντο να παρατηρεί με μια ένταση μεταδοτική. Σα να μπαίνει κρυφά σε διαμερίσματα και να κλέβει στιγμές. Από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του νέου ισπανικού κινηματογράφου, με σταθερή παρουσία στο Φεστιβάλ Καννών, επιρροές από Μπρεσόν και Όζου, κι ένα πολύ προσωπικό ύφος, ο Ροσάλες δημιουργεί υπέροχα κάδρα, φτιαγμένα με μοιρογνωμόνιο, που δίνουν έμφαση σ’ εκείνες τις στιγμές που δεν θέλουμε να μας βλέπει κανείς. Στο αφιέρωμα του 59ου Φεστιβάλ θα απολαύσουμε και θα ανακαλύψουμε τις έξι μεγάλου μήκους ταινίες του

Petra (2018): Η πιο πρόσφατη ταινία του Ροσάλες και σίγουρα η πιο φιλόδοξη, είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με απρόβλεπτη εξέλιξη. Η Πέτρα, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας της ψάχνει να βρει τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Η αναζήτηση θα την οδηγήσει σε έναν αναγνωρισμένο δύστροπο καλλιτέχνη που έχει χτίσει μια άλλη ζωή. Πυκνό, σαρωτικό σινεμά, μια σύγχρονη εκδοχή αρχαίας τραγωδίας που θα συναρπάσει το μεγάλο κοινό.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όμορφη νιότη (2014): Η Ναταλία και ο Κάρλος, δυο φτωχοδιάβολοι που ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή γυρίζοντας πορνό, αποκτούν μια κόρη, που θα μπορούσε να σημάνει την ψυχολογική τους ενηλικίωση, όμως επιβεβαιώνει πως κάποιοι φαύλοι κύκλοι δεν σπάνε ποτέ. Σχόλιο πάνω στην Ευρώπη των δυο ταχυτήτων που απέσπασε Ειδική Μνεία Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών.

Dream and Silence (2012): Η τέλεια ζωή ενός ζευγαριού με δυο παιδιά διακόπτεται βίαια όταν ένα μοιραίο τροχαίο τους στερεί το ένα παιδί και μαζί τη μνήμη του πατέρα. Εκείνος δεν θυμάται τίποτα, όσο η μητέρα θρηνεί μόνη και απελπισμένη. Εγκεφαλικό, σύνθετο σινεμά για τον εύθραυστο ανθρώπινο συνδετικό ιστό.

Bullet in the Head (2008): Χωρίς διάλογο ο σκηνοθέτης παρατηρεί από απόσταση έναν καθημερινό άνθρωπο. Τρώει, ψωνίζει, συναντιέται με φίλους και ξαφνικά σκοτώνει. Ένα σχόλιο του Ροσάλες με φόντο την εκρηκτική χώρα των Βάσκων.

Η ξαφνική βία είναι βασικό συστατικό στο σινεμά του ισπανού δημιουργού. Είτε προέρχεται από έναν βαριεστημένο ανθρωπάκο που μετατρέπεται σε κατά συρροή δολοφόνο όπως στο The Hours of the Day, είτε από μια τρομοκρατική ενέργεια που στερεί από μια χωρισμένη μητέρα το μοναχοπαίδι της στο La Soledad. Όλοι οι ήρωές του ζουν ανάμεσά μας, κι έτσι αφού ο Ροσάλες αφηγηθεί την ιστορία τους, ανεβαίνει ψηλά στις ταράτσες της πόλης και τους ήχους της που καλύπτουν τις μικρές, τρυφερές ή ζοφερές ανθρώπινες στιγμές.

Η Νάνουκ Λέοπολντ και το κυνήγι της ευτυχίας – Η ολλανδή σκηνοθέτιδα Νάνουκ Λέοπολντ προκαλεί και συχνά ενοχλεί, θέτει τις ερωτήσεις μόνο και μόνο για να κάνει «πάσα» στον θεατή που θα δώσει τις απαντήσεις στο τέλος. «Θέλω οι ταινίες μου να είναι περισσότερο για το τι πιστεύει και τι νιώθει αυτός που τις βλέπει, παρά για το τι λέει ή τι κάνει κάποιος στην οθόνη», σημειώνει η ίδια. Γεννημένη το 1968 στο Ρότερνταμ, η Λέοπολντ είναι από τις πιο καταξιωμένες δημιουργούς στην Ολλανδία, με εντυπωσιακή διεθνή φεστιβαλική πορεία μέσα από έξι ταινίες. Ο φακός της ζουμάρει στις οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις: το απαγορευμένο σε διάφορες εκδοχές, όλα όσα μπορούν να τινάξουν τα πάντα στον αέρα μέσα σε μια στιγμή. Τα υλικά στο σινεμά της είναι απλά και τα διαχειρίζεται με αξιοθαύμαστη εκφραστική οικονομία, δίνοντας απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα στους χαρακτήρες της.

Cobain (2017): Η τελευταία ταινία της Λέοπολντ κέρδισε τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Βερολίνου με τον ωμό/τρυφερό ρεαλισμό της. Ένας έφηβος είναι αποφασισμένος να σώσει την έγκυο μητέρα του από τα ναρκωτικά και το πεζοδρόμιο. Με πυγμή ενήλικα, θα φτάσει στα άκρα για να το πετύχει και θα ραγίσει καρδιές.

Its All So Quiet (2013): Μια απαγορευμένη έλξη που ψάχνει διέξοδο. Ένας ερμητικά κλειστός άνδρας που έχει αφοσιωθεί στον κατάκοιτο πατέρα του. Και μια συγκινητική ελεγεία για τη μοναξιά, την αγάπη που ασφυκτιά, την ευκαιρία για προσωπική ευτυχία.

Brownian Movement (2010): Η Σάντρα Χίλερ (Τόνι Έρντμαν) στο ρόλο μιας γιατρού που υποκύπτει σε ανομολόγητες επιθυμίες και απατά κατά συρροή τον σύζυγό της με τους ασθενείς της. Αρκεί μια νέα αρχή στην Ινδία για να σωθεί ο γάμος τους;

Wolfsbergen (2007): Μια δυσλειτουργική οικογένεια σε αλλεπάλληλες κρίσεις που φλερτάρουν εξίσου με το δράμα και τη μαύρη κωμωδία. Αφορμή, η επιθυμία του πατριάρχη να δώσει τέλος στη ζωή του, ζητώντας τη βοήθεια των οικείων του.

Guernsey (2005): Η αυτοκτονία μιας συναδέλφου συγκλονίζει υπαρξιακά μια φαινομενικά ευτυχισμένη νεαρή γυναίκα που αναθεωρεί καθολικά τη σχέση της με την οικογένειά της. Πώς απομακρύνθηκαν τόσο; Τι σημαίνει η ίδια γι’ αυτούς;

Iles flottantes (2001): Το γεμάτο φρεσκάδα ντεμπούτο της Λέοπολντ εστιάζει σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι με πρωταγωνίστριες τρεις κολλητές μπλεγμένες σε απιστίες και αμαρτίες, οι οποίες ψάχνουν τον έρωτα και τον εαυτό τους στην ηλικία των 30.

Κριστομπάλ Λεόν & Χοακίν Κοσίνια: Μια φορά κι έναν σκοτεινό καιρό… Είστε έτοιμοι για ένα παραισθησιογόνο ταξίδι στους πιο αλλόκοτους κόσμους που είδατε ποτέ; Οδηγοί, οι 38χρονοι χιλιανοί εικαστικοί και σκηνοθέτες Κριστομπάλ Λεόν και Χοακίν Κοσίνια που έχουν κάνει με τις σκοτεινές, σουρεαλιστικές stop motion animation ταινίες τους το γύρο του κόσμου σε διεθνή φεστιβάλ, μουσεία και γκαλερί. Μεταξύ αυτών, η Μπιενάλε της Βενετίας και το Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης, αλλά και τα φεστιβάλ Ρότερνταμ, Λοκάρνο, IDFA, καθώς και το φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου ενθουσίασαν με την τελευταία τους δουλειά –και πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους- The Wolf House. Η ταινία θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη μαζί με εννιά μικρού μήκους δημιουργίες τους: όλα δείγματα ενός πρωτοποριακού πειραματικού σινεμά που μας στοιχειώνει μπλέκοντας τα πιο όμορφα όνειρα με τους πιο δύστροπους εφιάλτες.

Οι δημιουργοί αφηγούνται ζοφερά παραμύθια -βασισμένα σε αλήθειες- για μεγάλα παιδιά, σε μια ντελιριακή κινηματογραφική εμπειρία που παίζει με το φαντασιακό και το υποσυνείδητο, φέρνοντας στο νου το σινεμά του Γιαν Σβανκμάγιερ και των αδελφών Κουέι. Οι ταινίες τους αγγίζουν θέματα-ταμπού όπως η χιλιανή δικτατορία, η θρησκεία αλλά και το σεξ, μέσα από μια εξωπραγματική μείξη τεχνικών που συνδυάζει το stop motion με φιγούρες από παπιέ μασέ, πραγματικά σκηνικά και αντικείμενα, σκίτσα και φωτογραφίες. Όπως το πρόσφατο έργο τους The Wolf House (2018), μια ενήλικη εκδοχή του παραμυθιού με τα τρία γουρουνάκια που επιστρέφει στη διαβόητη «αποικία της αξιοπρέπειας» που συγκλόνισε τη Χιλή, έργο των ναζί και κέντρο βασανιστηρίων του δικτάτορα Πινοσέτ. Ηρωίδα, η νεαρή Μαρία που δραπετεύει από εκεί, βρίσκει καταφύγιο σε ένα αγροτικό σπίτι και παλεύει με το φόβο της – τον «κακό λύκο».

Οι Λεόν και Κοσίνια είναι γνωστοί ωστόσο στον καλλιτεχνικό κόσμο για τα μικρού μήκους διαμάντια τους. Όπως τα φιλμ Nocturno de Chile (2008, συνσκηνοθεσία με Νάιλς Ατάλα) και The Witch and the Lover (2012) που ανατρέχουν στο παρελθόν της Χιλής, τα Father.Mother., The Arc (2011) και The Andes (2012), που αντλούν συμβολισμούς από τον μαγικό ρεαλισμό της Λατινικής Αμερικής, καθώς και τα The Smaller Room (2009, σκηνοθεσία: Κρ. Λεόν & Νίνα Βέρλε), Lucia (2007) και Luis (2008, συνσκηνοθεσία με Ν. Ατάλα), που αναπλάθουν μύθους που περνούν από την ομορφιά στο γκροτέσκο. Και ακόμη μια έκπληξη: το μικρού μήκους Weathervane (2010, σκην. Χοακίν Κοσίνια), μια σειρά από ζωγραφικές βινιέτες που απεικονίζουν κι ένα τραγούδι του ομώνυμου άλμπουμ της νεοϋορκέζικης indie μπάντας The Freelance Whales.