Μια στιγμή στη μέρα / Δημήτρης Δασκαλόπουλος – Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο

Τοῦ Νάσου Βαγενὰ
Τὰ πράγματα εἶναι ὅπως τὰ γνώρισες.
Λίγο χειρότερα ἴσως, γιατί
ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει τὶς συφορές.
Ἡ συφορὰ εἶναι ἕνα σκληρὸ προσκεφάλι ὅπου πλαγιάζω
καὶ δὲν λέει νὰ μὲ πάρει ὁ ὕπνος.
Τὶς νύχτες βυθίζομαι
σ’ ἕνα μαῦρο ποὺ ἀναιρεῖ τὸ σκοτάδι
καὶ μετρῶ ἑκατὸ ἄσπρα πρόβατα
ποὺ ὡρίμασαν γιὰ τὴ Λαμπρὴ
ἢ παραδίνομαι στὰ ὄνειρα. Σιγὰ σιγὰ συνηθίζω…
Κι ὅταν ἀνέβει ὁ ἥλιος
πρέπει νὰ στύψω δυνατὰ μίαν ἀχτίδα
γιὰ νὰ κατεβάσει μία σταγόνα φῶς.
Ὕστερα ἀρχίζω τὸ πάρε δῶσε μὲ τὶς λέξεις
ποὺ κυκλοφοροῦν σὰν λεωφορεῖα
ἢ σὰν παραποιημένη εἴδηση.
Ξέρεις, ἀπ’ ὅλα τὰ μέσα συγκοινωνίας
τὰ πιὸ σαράβαλα εἶναι οἱ λέξεις·
κάθε τόσο μ’ ἐγκαταλείπουν μεσοστρατίς.
Κάποτε
μὲ λιγοστὲς φράσεις μποροῦσες
νὰ ταξιδέψεις μίαν ἀπόσταση πολλῶν χρόνων.
Τώρα βάζω τὶς λέξεις στὴ σειρὰ
φράζω τὴν ἔξοδο μὲ μίαν ὁλοστρόγγυλη τελεία
μὰ ἐκεῖνες δραπετεύουν
γλιστρώντας
πάνω στὸν ἄσπρο τοῖχο τῆς σελίδας.
Προτιμοῦν νὰ γίνουν σύνθημα σὲ διαδήλωση
διαφημιστικὸ μήνυμα
οὐρλιαχτὸ ζώου
τὴν ὥρα ποὺ σωριάζεται ὁ κατάδικος πυροβολημένος.
Πῶς νὰ σοῦ γράψω, Ἐρμόλαε;
Βρίσκομαι πάνω σ’ ἕνα κάρο
κατηφορίζοντας στενὰ καλντερίμια·
Τ’ ἄλογα ἀφήνισαν καὶ σπάσαν τὰ γκέμια.

Πῶς νὰ σοῦ γράψω;
Οἱ λέξεις πού μοῦ ἀπόμειναν μυρίζουν σφαγεῖο.
Τὶς ἀποθέτω μὲ τρυφεράδα στὸ χαρτὶ
μὰ κεῖνες ἀφορμίζουνε καὶ στάζουν αἷμα
ὅπως οἱ τρυπημένες παλάμες
τοῦ Ἐσταυρωμένου.

(Γράμματα στὸν Ἐρμόλαο, 1981)