Εμμανουήλ Λυκούδης, Μια Πρωτοχρονιά

Εγύριζαν εκείνο το δειλινό τα παιδιά, παρέες παρέες, που έφερναν τον Αϊ-Βασίλη με αρμόνικες, σήμαντρα και τα ιδιόρρυθμα συριανά τουμπάκια, και με Συριανούς στίχους και Συριανής εμπνεύσεως μελωδία, που ύστερα από πολλά χρόνια έκαναν εισβολή και στας Αθήνας:

Αρχιχρονιά κι αρχιμηνιά κι αρχή καλός σας χρόνος
… εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος,

όπου διά να ευρεθεί η ομοιοκαταληξία εχρειάσθηκε να ουδετεροποιηθεί ένας θρόνος.
Και δεν είχαν σημαιοστολισθεί μόνον τα πλοία, που εσκέπαζαν όλο το φόντο του λιμένος ασπρογάλανες, αλλά και οι δύο εκκλησίες του τότε καιρού, η Κοίμησις και η Μεταμόρφωσις. Γιατί κι αυτές είχαν, με κάποιο τρόπο, αρματωσιά καραβιών. Ένα ψηλό κατάρτι ανέβαινε, σαν από κατάστρωμα καραβιού, από τα μαρμαροστρωμένα προαύλια∙ εσταύρωνε στη μέση με ένα άλλο οριζόντιο, ίδιο καραβίσιο πινό, με τη σχετική αρματωσιά, με ξάρτια και μακαράδες. Εκεί τις γιορτές ισάριζαν έναν κόσμο πολύχρωμα σινιάλα, και ψηλά ψηλά κάτω από το ορειχάλκινο πόμολο αυτού του εκκλησιαστικού καταρτιού, που έλαμπε σαν χρυσάφι, μία θεώρατη σημαία.

Και όλοι αυτοί οι σημαιοστολισμοί και όλη η κίνησις εγίνουνταν για να ξεπροβοδίσουν το χρόνο που έφευγε, και να δεχθούν με το καλό τον καινούργιο, που έφερνε ο Άγιος Βασίλης. Αλλά αυτό το ξεπροβόδισμα στον απόδημο που φεύγει για πάντα, και που, αν έχει πάντα στο παθητικό του λύπες και φαρμάκια, πάντα τα σκορπάει μαζί και με κάποιες χαρές, εγίνουνταν φιλικό, εγκάρδιο, θα έλεγα πολιτισμένο, και όχι με ροκάνες και σφυριξιές και με πρόγκες, όπως προπηλακίζουν και προγκάρουν στας Αθήνας το χρόνο που φεύγει, αλίμονο! από τη λύσσα, ότι δεν έχουν τη δύναμι να τον κρατήσουν. Και αράδιαζαν στον παραλιακό δρόμο, και στου Ερμή το δρόμο τα παιγνίδια λογιών λογιών, χαρές και πανηγύρια των μπουμπουκιών της ζωής∙ μα όσο για τις βασιλόπιτες και τα γλυκά, αυτά, με εκείνες τις παλαιές συνήθειες των καιρών που πέταξαν, εγίνουνταν όλα στα σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, όπου πηγαινοήρχουνταν, με τα τεψιά, παιδιά και κορασίδες στους φούρνους και γιόμιζαν οι δρόμοι με τη γλυκειά μυρουδιά τους. Και όπως πάντα κάθε άρωμα παλιό σέρνει αλυσοδεμένες αναμνήσεις, έτσι και αυτές παρακολουθούν τον άνθρωπο και στα χιονισμένα χρόνια, εις αυτές τις καλές ημέρες, μα όπως το πένθιμο άρωμα κάποιων λουλουδιών του φθινοπώρου, κάποιων ξεραμένων λουλουδιών. Γιατί κοντά στα άλλα, φέρνουν εμπρός στα μάτια της ψυχής, σαν αναστημένες, ζωντανές τις μορφές εκείνων που μας έφερναν στη ζωή, και την πατρική εστία, που δεν υπάρχει πια, γιατί γκρεμίστηκε από τα σκοτεινά κενά που άνοιγε ένα ένα απάνω της το πέρασμα του χρόνου.

Και όμως εχρειάζετο το χιώτικο κουράγιο και η φιλοσοφία η χιώτικη, που είναι κάθε άλλο παρά πένθιμη, για να γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά εκείνο το έτος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γιατί και κάτω στην Ερμούπολη και στην Απάνω Σύρα, ακόμα και στους σκόρπιους αγροτικούς συνοικισμούς, τη Βάρη, το Μάννα, τα Ποσείδια εθέριζε απάνω από μήνα ο τύφος. Και πολλοί ήσαν κρεβατωμένοι, όχι όλοι με πολλές ελπίδες σωτηρίας. […]

Έτσι, η αρρώστια αυτή, που λίγο βάστηξε, το πολύ δύο μήνες, ήταν ξωτική Την είχαν φέρει, ποιος ξέρει από ποιο τούρκικο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, αυτά τα τουρκοκάραβα, οι γκαγκαλήδες, και πρώτα μέσα σ’ ένα δύο απ΄αυτά είχαν έλθει οι πρώτοι θάνατοι. […]
 
Γι’ αυτό, εκείνο το δειλινό, άρχισε κι εστριφογύριζε ο εργάτης. […] Και όμως κάτι περίμενε απ’ έξω. Ήταν η βάρκα που την είχε στείλει στη σκάλα, μπροστά στις καρβουναποθήκες, δίπλα στα ψαράδικα, για άγνωστη αιτία αυτήν την τελευταία ώρα που θα σαλπάριζε. Μα στο τέλος, εγύρισε κι η βάρκα∙ εκρεμάστηκε στα καπόνια και το καράβι εμίσεψε με τη σημαία ισαρισμένη στο πίκι, απάνω από τη φουσκωμένη μπούμα. Τουρκική σημαία σκουροκόκκινη, σαν το σκοτωμένο αίμα, που έκανε μια πολύ παράξενη αντίθεση με το δάσος από τις ασπρογάλανες που σκέπαζαν όλο το λιμάνι.

Σε λίγο επροσπέρναε το κόκκινο φανάρι που ήταν στην άκρια της πούντας του νησακιού – που τότε ακόμη λιμενοβραχίων! – και εχώνευε στην καταχνιά του πελάγους. 

Απόσπασμα. «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» Γ. Δροσίνης, Φεβρ. 1923