Γιώργος Σεφέρης, Γράμματα στη Μάρω

Αθήνα, Κυριακή πρωί 29 Σεπτεμβρίου 1940

Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα τα γράμματά σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πως σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει. Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί, ίσως μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, και όταν ήσουν ακόμη κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα- Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέφτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα τα άλλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό, τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα υπνοβάτη ή σαν ένα τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πως να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς. ΓΙΩΡΓΟΣ

Υ.Γ. Γράψε μου δυό λόγια, μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου