Μια στιγμή στη μέρα / Bασίλης Στεριάδης – Ἡ γενικὴ πλάκα

Καὶ ἤθελα νὰ φύγω μὲ τὰ λεφτά μου
ἢ τὴ ζωή μου.
Φασαρίες καὶ μὴ φασαρίες.
Θὰ ἀνεβάσεις πυρετό.
Τί γυρεύεις ὅταν τρέχεις Ἀθήνα-Πειραιὰ
καὶ τανάπαλιν – τούμπαλιν;
Νὰ μοῦ ἀγοράσεις μήπως καμμία κοπέλα
καμμιὰ πέτσινη φιλενάδα;
Τὰ μεγάλα σου πόδια χρειάζονται πέταλα
σὰν τοῦ πατέρα μου.
Μοναξιὲς ἀπὸ τὶς μεγάλες μοναξιές σου
δὲν ὑπάρχει κανεὶς
ξεφτιλίστηκες. Μαθητὴ Μιχαὴλ
ποιὸν θὰ κεράσω φωτεινὴ μπύρα
ποὺ φέρνει γρουσουζιά;
Θὰ ἤσουν κίτρινη στὴν παλιά σου παρέα
κοιμήσου τώρα πιὸ ἥσυχη
ὅπως στὸ μεγάλο παγοποιεῖο.
Εἶσαι μιὰ ὄμορφη κοπέλα
μὲ τὴ μύτη πρὸς τὸ ἔλεος τῆς γῆς
σὰ νὰ ψάχνεις γιὰ πετρέλαιο.
Γιατί δὲν φεύγεις κι ἐσὺ ὅπως οἱ φίλες σου;
Θὰ περάσει νὰ σὲ πάρει τὸ σπίτι σου;
Θὰ περάσει μήπως κανένα ταξί;
Τί ἄλλο θὰ περάσει;
Ἕνα τραῖνο ποὺ φεύγει πολὺ μακριὰ
μιὰ γυναίκα γάτα μου εἶπε:
Χρόνια πολλὰ καὶ πολλὰ φιλιὰ
νὰ προσέχεις τὰ τραῖνα ποὺ φεύγουν μακριὰ
καὶ γίνονται γάτες. Ἔχεις δυὸ λεπτὰ
γιὰ νὰ μαυρίσεις, δυὸ γαλλικὰ μέτρα δικά σου
πεθαμένος ἐφ’ ὄρου ζωῆς.
Μὲ ἀπαλὰ νύχια θὰ περάσεις τὴ βαθειὰ πόρτα.
Ἀλλὰ μὴ βήχης
θὰ χαλάσεις τὸ κοστούμι σου
θὰ χαλάσεις τὸ πάρτυ μὲ τοὺς λοξοὺς
κοιμήσου μόνο καὶ μὴ σηκώνεσαι μὲ τίποτα
οὔτε μὲ ἠλεκτρικὴ σφαλιάρα
οὔτε μὲ ὄλον τὸν τσιγαρόβηχα τῆς Ἀθήνας.
Ἔτσι θὰ ξαναπετάξεις, μέχρι τὴν ἐταιρία τοῦ οὐρανοῦ
καὶ θὰ φέρεις τὸ μεγάλο εἰσιτήριο γιὰ βαθειὰ
καὶ μικρότερα εἰσιτήρια-ἀγγούρια
οὔτε γιὰ ταλέντα
οὔτε γιὰ σινεμὰ
οὔτε γιὰ τὸ ξενοδοχεῖο τοῦ Μάρκου.
Γιατί ξέρεις τὸ βάθος, τὸ κόκκινο νούμερο
καὶ στὸ βάθος ἀλλάζουν φανέλες οἱ ψυχὲς
«φόρεμα μεῖνε ἀεράτο γιὰ κεῖνον»
πεθαμένος ξανὰ καὶ ξανὰ
τὸ πρωὶ θὰ εἶσαι ἤρεμος
ἀλλὰ πρόσεξε τὸ βράδυ.

Ντὶκ ὁ Χλομός, 1976