Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, η Μαρίνα και η Χίμαιρα, της Εύας Κουκή

Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου

Η Μεγάλη Χίμαιρα παίζεται αυτές τις μέρες στο Μέγαρο Μουσικής –παίρνοντας, μάλιστα, παράταση δύο επιπλέον παραστάσεων– προσελκύοντας εκατοντάδες θεατών και σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Εγώ συνάντησα την Αλεξάνδρα Αϊδίνη ένα δευτεριάτικο πρωινό για έναν καφέ και μια συζήτηση. Την ευχαριστώ θερμά για την άμεση ανταπόκριση, τη διαθεσιμότητα και την υπέροχη κουβέντα που κάναμε.

Η Μεγάλη Χίμαιρα παίζεται από το 2014; Ναι, ξεκίνησε το 2014 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ουσιαστικά ήταν μια παραγωγή του Θεάτρου Πορεία μαζί με το Φεστιβάλ Αθηνών. Και υπήρχε από την αρχή η προοπτική να συνεχίσει στο Θέατρο Πορεία. Έτσι και έγινε. Και προοδευτικά διαφαινόταν ότι όλο αυτό θα προχωρήσει. Και βρισκόμαστε τώρα στην τέταρτη σεζόν

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η απήχηση του κόσμου είναι πάρα πολύ μεγάλη. Τι πιστεύετε ότι αγάπησε πολύ ο κόσμος σε αυτήν την παράσταση; Σκέφτομαι τη χίμαιρα, που είναι αυτό το μυθολογικό τέρας, το υβριδικό μ’ έναν τρόπο… Και σκέφτομαι ότι έτσι λειτουργεί και η παράσταση. Δηλαδή είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων που έπαιξε ρόλο.

Αλήθεια, το βιβλίο το είχατε διαβάσει πρωτύτερα ή το διαβάσατε με αφορμή την παράσταση; Το είχα διαβάσει αρκετά πριν. Καμιά δεκαριά χρόνια πριν. Το είχα διαβάσει, μάλιστα, σε διακοπές, στην Τήνο. Άρα ήμουν στο ίδιο μήκος κύματος του βιβλίο και της ατμόσφαιρας και νόμιζα ότι είχα πάρει ουσίες (γελάει), γιατί έβλεπα το φως, τη θάλασσα και είχα μαγευτεί. Το διάβασα πολύ γρήγορα. Ίσως να είναι από τα βιβλία που –επειδή είμαι πολύ αργή– το διάβασα σε 3-4 μέρες. Και πάλι με το ζόρι κρατιόμουν να μην τελειώσει. Γιατί με στεναχωρούσε. Είναι από τα βιβλία που δε θέλεις να τελειώσει. Το χώριζα μόνη μου σε επεισόδια.

Ναι, το βιβλίο είναι πολύ ιδιαίτερο… Ναι, το ίδιο το βιβλίο είναι τρομερά πολυεπίπεδο. Από την άποψη ότι σε πρώτο επίπεδο βλέπεις αυτό το ερωτικό τρίγωνο, το ταξίδι αυτής της γυναίκας, τα τοπία, την εποχή. Και από κάτω έχει προεκτάσεις υπαρξιακές, ψυχαναλυτικές, συγκριτικής σε σχέση με τα αρχαία κείμενα, μεταφυσικές.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό χρόνια πριν, όταν διαβάζατε το βιβλίο, ότι μπορεί να υποδυθείτε αυτή την ηρωίδα; Εντελώς τυχαία είχε προκύψει τότε περίπτωση να γίνει η Μεγάλη Χίμαιρα σειρά στην τηλεόραση. Εξού και είχα διαβάσει το βιβλίο. Είναι λίγο μοιραίο κι αυτό. Είχα συμμετάσχει τότε στο casting. Και έμοιαζε ότι είχε πάει σχετικά καλά. Εγώ ήμουν τότε, βέβαια, πολύ άβγαλτη ηθοποιός. Έμοιαζε, όμως, ότι πήγαινε καλά το πράγμα. Τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ αυτή η σειρά. Τότε είχα στεναχωρηθεί τόσο πολύ που δεν προχώρησε όλο αυτό, που όταν έκανε την ακρόαση ο Δημήτρης Τάρλοου –γιατί έκανε ακρόαση και το θεωρώ πολύ σημαντικό– για να βρει τη Μαρίνα, δεν πήγα καν!  Έψαχνε μια γυναίκα ξανθιά και δε θεωρούσα ότι θα μπορούσα να είμαι εγώ… Οπότε δεν πήγα καν. Και τελικά ήρθε αυτό σε μένα με έναν τρόπο.

Ήρθε και μαζί ήρθε και μια μεγάλη επιτυχία, η οποία στηρίζεται σε πολλά στοιχεία… Ναι, είναι το βιβλίο, είναι το  κείμενο, είναι η σκηνοθεσία, είναι η επιλογή του Δημήτρη του Τάρλοου να το συνδυάσει με το κινηματογραφικό κομμάτι.

Το κινηματογραφικό κομμάτι είναι πολύ ωραίο! Επικοινωνεί διαλογικά τόσο καλά με τη θεατρική εξέλιξη. Ναι, δίνει όλο αυτό το βάθος πεδίου με τη θάλασσα, με το τοπίο, με την εποχή που δε θα ήταν δυνατόν να αποτυπωθεί τόσο καλά αλλιώς.  Οπότε επιτρέπει στην παράσταση να έχει μια πολύ λιτή γραμμή «μπροστά», και όλα τα όνειρα και τα ονειρικά στοιχεία να μπορούν να αναπαρασταθούν «πίσω» με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο. Όλοι οι συντελεστές έκαναν μια πολύ ωραία δουλειά από κοινού με μια πολύ ωραία ομάδα ηθοποιών.

Το γεγονός ότι πρόκειται για λογοτεχνικό βιβλίο και όχι για θεατρικό κείμενο ενείχε κινδύνους κατά τη θεατρική προσαρμογή του; Σας φόβιζε καθόλου αυτό; Ναι, πάντα το έχεις κατά νου το θέμα αυτό. Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι και ένα εμβληματικό βιβλίο. Τώρα που παίζουμε την παράσταση συνειδητοποιούμε πόσοι άνθρωποι το έχουν διαβάσει. Και ότι, φυσικά, είναι άνθρωποι όλων των ηλικιών. Οπότε, ναι, με φόβιζε λίγο όλο αυτό. Τα θεατρικά είναι προορισμένα να έχουν διαφορετικές αναγνώσεις, διαφορετικά ανεβάσματα, διαφορετικούς κώδικες και ο ίδιος ο συγγραφέας που τα γράφει το ξέρει αυτό. Τα βιβλία, όμως, ο καθένας τα σκηνοθετεί και τα ανεβάζει στο μυαλό του όπως θέλει και έχει μια τρομερή ελευθερία ως προς αυτό. Οπότε όταν πας να την περιορίσεις την ελευθερία αυτή και να πεις στον αναγνώστη συγκεκριμένα πώς είναι η Μαρίνα ή ο Μηνάς, λόγου χάριν, και πώς είναι η ιστορία, τότε το πράγμα αλλάζει.

Φοβόσασταν, δηλαδή, στην αρχή ότι μπορεί να έρθει κάποιος και να σας πει ότι είχε τη Μαρίνα στο μυαλό του πλασμένη εντελώς διαφορετικά; Ναι, φυσικά και του φοβόμουν. Ή προσπαθούσα λανθασμένα να υπερασπιστώ τη δική μου Μαρίνα, έτσι όπως την είχα στο μυαλό μου. Γιατί είχα κι εγώ μια Μαρίνα στο μυαλό  μου από την αρχή και προσπαθούσα να καλύψω όλα της τα στοιχεία για να την υποδυθώ. Κι ο Δημήτρης (σ.σ. Τάρλοου), πολύ σωστά, έκανε τις επιλογές και με κατεύθυνε. Γιατί δεν μπορείς να καλύψεις εκατό τοις εκατό όλες τις πτυχές της. Πρέπει να πάρεις μία θέση. Η οποία ήταν του σκηνοθέτη, μ’ έναν τρόπο, και όλοι μαζί συζητήσαμε, προτείναμε πράγματα πάνω σε αυτό που έβλεπε εκείνος. Και έτσι λες, αν μη τι άλλο, πως ο άνθρωπος που έρχεται για να δει την παράσταση βλέπει κάτι καθαρό. Γιατί όταν πας να τα πεις όλα και να ικανοποιήσεις τους πάντες, δε βγαίνει τίποτα. Οπότε, κάποιους τους ικανοποιεί και κάποιους όχι, αλλά αυτό είναι απολύτως θεμιτό.

Βλέποντας την παράσταση, ήθελα να σας ρωτήσω, ξέρετε γαλλικά; Μιλούσατε τη γλώσσα έτσι κι αλλιώς; Γιατί η προφορά σας και η εκφορά του λόγου είναι πάρα πολύ καλή. Μιλούσα σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Έχω πάρει ένα δίπλωμα, το πρώτο. Αλλά πάντα με αυτήν τη γλώσσα είχα μια σύνδεση.  Μεγαλώνοντας έτυχε να έχω πολλούς φίλους που ήταν Ελληνογάλλοι ή Ιταλογάλλοι –γιατί κι εγώ είμαι μισή Ιταλίδα– οπότε είχα πάρα πολύ έντονα στο αυτί μου τα γαλλικά από μικρή μέχρι τη στιγμή που «βρήκα» τη Μαρίνα. Έτσι είχα έντονα στο μυαλό μου και την προφορά ενός Γάλλου που μιλάει ελληνικά.

Ναι, αυτό ακριβώς φάνηκε πολύ ξεκάθαρα στην παράσταση! Η προφορά της Γαλλίδας που μιλά ελληνικά ή που μιλά αγγλικά. Ναι, και όλο αυτό είναι και αφορμή για παιχνίδι –φυσικά προσεγγίζοντάς το πολύ σοβαρά– και πιστεύω ότι είναι και ένα στοιχείο της Μαρίνας. Η προσπάθειά της με τη γλώσσα, τα στοιχεία στα οποία σκοντάφτει, που δεν της είναι εύκολο αρχικά να μιλήσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο και της ψυχοσύνθεσής της. Δείχνει ότι θέλει πάρα πολύ να μάθει τη γλώσσα, μια γλώσσα που τη λατρεύει, αν και μονίμως στην αρχή κάτι την μπερδεύει. Εν τέλει, βέβαια, μαθαίνει άψογα τα ελληνικά και χρησιμοποιεί λέξεις που ούτε καν οι ίδιοι οι Έλληνες δε χρησιμοποιούν. Δεν καταφέρνει, όμως, ποτέ να ενσωματωθεί πλήρως στο χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται…

Ακριβώς. Και αυτό με πάει σε κάτι άλλο που ήθελα να σας ρωτήσω. Η Μαρίνα θέλει να φύγει από τη Γαλλία και στο μυαλό της έχει εξιδανικεύσει πολύ την Ελλάδα. Τον εαυτό της, δηλαδή, μέσα στην Ελλάδα. Πιστεύει ότι εκεί θα βρει τον εαυτό της, τις ισορροπίες της και ότι θα μπορέσει να αφήσει το παρελθόν της πίσω. Βέβαια, στην πορεία βλέπουμε ότι συντελείται μια ματαίωση ως προς όλα αυτά. Θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς;  Νομίζω πως αυτό ακριβώς αναλύει το ίδιο το βιβλίο. Έτσι όπως είναι η ιδιοσυγκρασία της, το παρελθόν της, τα τραύματά της και με τη διαδρομή που κάνει, είναι σαν να βαδίζει προς τον γκρεμό εξ αρχής, και το βλέπεις αυτό. Και θες να τη σώσεις, αλλά δε γίνεται. Εκείνη δε νομίζω ότι το βλέπει καθαρά. Αυτό που είναι συγκινητικό με τη Μαρίνα είναι ότι πραγματικά προσπαθεί αλλά νομίζω ότι της διαφεύγουν κάποιες βασικές λεπτομέρειες. Εξιδανικεύεις κάτι τόσο πολύ  –πολύ σωστή η λέξη αυτή– που είναι, τελικά, σίγουρο ότι θα σε απογοητεύσει. Γιατί είναι τόσο ιδανικό όλο αυτό που αποκλείεται να ανταποκριθεί σε μια πραγματικότητα.  Είναι σαν ένα πείραμα αυτό που κάνει ο Καραγάτσης. Έχει πάρει ένα ειδικό είδος ανθρώπου, ένα πλάσμα, και το ‘χει «πετάξει» σ’ ένα ειδικό περιβάλλον και κάθεται σχεδόν επιστημονικά και παρακολουθεί να δει πόσο θάλασσα θα τα κάνει (γελάει). Είναι σαν να τη δοκιμάζει μονίμως. Κι εκεί φαίνεται και το τραύμα που κουβαλάει η ίδια. Το οποίο είναι, ουσιαστικά, ένα τεράστιο ανικανοποίητο, κατά τη γνώμη μου.  Η ίδια δεν ικανοποιείται ποτέ. Έχει ένα ενοχικό κομμάτι τεράστιο, και αυτοκαταστροφικό.

Μου φαίνεται πως και η ίδια επιμένει να ζει μέσα στο δράμα της. Ναι, αυτό είναι και ένα κλειδί με το οποίο προσπαθούσα να την καταλάβω. Γιατί η Μαρίνα, η γοητεία της και ο αέρας της είναι πολύ μακριά από τη δική μου την ιδιοσυγκρασία (γελάει). Που όλοι έχουμε, βέβαια, κομμάτι απ’ όλα, δεν το συζητάω. Πάντως αυτό που με βοηθούσε πολύ είναι ότι υποσυνείδητα υποκινεί το δράμα, μονίμως. Σαν να το επιζητά, οπότε αυτό είναι ένα δραστικό κλειδί για έναν ηθοποιό, υποκριτικά. Κάποιος που δεν ησυχάζει, δεν ησυχάζει. Και το γεγονός ότι θα φτιάξει μια περίεργη συνθήκη είναι κάτι το δραστικό. Δεν είναι κάτι που το ‘χεις μόνιμα και το κουβαλάς –που το ‘χει η Μαρίνα– αλλά για μένα είναι κάτι πολύ πολύ δραστικό. Για παράδειγμα, ας πούμε, καθόμαστε τώρα και μιλάμε και ξαφνικά μπορεί να σου πω κάτι που θα σε σοκάρει. Όχι από κακία, αλλά γιατί δε με ικανοποιεί το απλό, αυτό που ζούμε τώρα. Γιατί ποτέ δεν το έχω εισπράξει στ’ αλήθεια.

Ναι, ακριβώς, και αυτό είναι κάτι που ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει καθοριστεί απολύτως από ό,τι της έχει συμβεί. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους, βέβαια. Μπορεί κάποιος να ξεφύγει από τον προκαθορισμό; Οφείλει να ξεφύγει; Η Μαρίνα δεν αποδέχεται αυτό που της έχει συμβεί. Φεύγει, δίνει όλη την περιουσία της, τα βρόμικα χρήματα της μητέρας της, τα δίνει όλα στον άντρα της. Δίνεται ολοκληρωτικά σε αυτό και δεν κάνει ποτέ έναν απολογισμό. Νομίζω πως αυτό που στ’ αλήθεια συμβαίνει είναι ότι θέλει μία αναγνώριση, μία ανάλυση και μικρά εξελικτικά βήματα. Αλλά στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν προλαβαίνουμε σε μία ζωή να το λύσουμε αυτό το ζήτημα και ίσως δεν οφείλουμε κιόλας. Αλλά πάντα πρέπει να έχουμε μια γνώση αυτού. Το τραγικό είναι η τυφλότητα ή αιώνια κατηγόρια κάπου πράγματος ή κάποιου προσώπου χωρίς να μπορέσεις να συγχωρέσεις επί της ουσίας. Γιατί αυτό δείχνει ότι έτσι δεν μπορείς να συγχωρέσεις πραγματικά τον εαυτό σου. Είσαι μονίμως θυμωμένος μ’ έναν κόσμο που δε σε ικανοποιεί. Στη Μαρίνα νομίζω ότι λείπει το κομμάτι της αποδοχής. Και επειδή ακριβώς παραμένει τυφλωμένη και δεν αποδέχεται την κατάσταση, ουσιαστικά κάνει το ίδιο λάθος με το δικό της το παιδί, όπως η μητέρα της με αυτήν. Δηλαδή, αν μη τι άλλο, κάτι που μπορείς να σώσεις είναι να μην ανακυκλώσεις το δράμα. Μπορεί να το κουβαλάς, αλλά μεγαλώνοντας και κάνοντας δικά σου παιδιά να προσπαθείς να μην το ανακυκλώσεις.

Η Μαρίνα έχει πολύ μεγάλη εξέλιξη από την αρχή μέχρι το τέλος και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην παράσταση. Δηλαδή, το διάλειμμα της παράστασης γίνεται σε πολύ κομβικό σημείο για να καταλάβουμε το πριν και το μετά στην ιστορίας. Εσείς, όταν δουλεύατε τον ρόλο, ήταν δύσκολο να μεταπηδήσετε από το πριν στο μετά; Στο μυαλό μου έχω κατά κάποιον τρόπο χαρτογραφήσει την κάθε της φάση για να είναι αυτό όσο το δυνατόν πιο ευανάγνωστο για τον θεατή.  Ξέρεις, καμιά φορά σκέφτομαι τον Θ. Αγγελόπουλο γιατί κι εκεί (σ.σ. στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου στην οποία συμμετείχε, Το λιβάδι που δακρύζει) υπήρχε μια μεγάλη ιστορία και ένα τεράστιο πέρασμα που έπρεπε να καταλάβει ο θεατής. Λέμε πάντα ότι υπάρχουν διεργασίες που πρέπει να γίνουν σε μια δουλειά. Οι διεργασίες γίνονται επί της ουσίας πάνω στη σκηνή, στην πρόβα, με τους ανθρώπους, με αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης. Αλλά εγώ λειτουργώ συνήθως ως εξής: λέω «πες μου το παραμύθι!». Ανέφερα τον Αγγελόπουλο γιατί μας διηγούνταν μια ιστορία όπου προσπαθούσε να εξηγήσει στον Μαστρογιάννι κάποια πράγματα σ’ ένα γύρισμα κι εκείνος του έλεγε «Τέο, Τέο, μη μιλάς. Απλά πες μου το παραμύθι. Μη μου αναλύεις, πες μου το παραμύθι». Αυτό το θυμάμαι πάντα. Στη Χίμαιρα, λοιπόν, το παραμύθι λέει ότι περνάνε κάποια χρόνια. Το παραμύθι λέει ότι αυτή η γυναίκα έχει σκοτεινιάσει. Έτσι, λοιπόν, ξεκινάς και το κάνεις. Και στην πορεία το βρίσκεις.

Στο πρώτο μέρος της παράστασης αναδεικνύεται και πολύ ωραία το στοιχείο του τοπικισμού. Κάτι που ο Καραγάτσης, νομίζω, ήθελε πολύ να δείξει. Η Μαρίνα έρχεται στην Ελλάδα και θέλει πάρα πολύ να ενσωματωθεί στη χώρα –και σε μεγάλο βαθμό πράγματι ενσωματώνεται–, όμως και οι άλλοι θα την αντιμετωπίσουν ως ξένη και αυτή θα τους δει ως διαφορετικούς και ακατανόητους απ’ αυτήν. Ναι, υπάρχει μόνιμα μια σύγκριση. Η Δύση και η Ανατολή, ο καιρός, το φως και η ομίχλη. Οι σχέσεις, η οικογένεια, τι έχει η Μαρίνα ως εικόνα  από την οικογένειά της και τι αντιμετωπίζει στην Ελλάδα. Και, εν τέλει, κάτι που έχει φανταστεί πολύ φωτεινό διαπιστώνει ότι είναι και πολύ συντηρητικό μ’ έναν τρόπο. Αναλύεται, γενικώς, μια ολόκληρη εποχή με πολλά ηθογραφικά στοιχεία. Το πώς ζούσαν οι οικογένειες στα νησιά και το τι είχαν να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι, οι γυναίκες ειδικότερα που έχαναν τους άντρες τους.

Απίστευτη είναι η τελευταία παράγραφο τους βιβλίου! Και μου άρεσε ο τρόπος που την δείξατε στην παράσταση. Ναι, εντάξει, είναι ανατριχιαστική. Ο Καραγάτσης σου έχει πλέξει ένα ολόκληρο ψυχογράφημα, με τόσο συναίσθημα, και στο τέλος σου λέει πως έτσι απλά τελειώνουν όλα. Αυτό είμαστε. Δε θέλω να το αναλύσω και πολύ αυτό, γιατί είναι τόσο ολοκληρωμένο από μόνο του. Είναι κυρίως ένας καθρέφτης που δείχνει το τι είμαστε. Το πόσο μικροί είμαστε. Και πόσο μάταιο αλλά αναπόφευκτο είναι και το να σου συμβεί κάτι τέτοιο.

Για αυτήν την ερμηνεία πήρατε και το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», σωστά; Πώς ήταν αυτό; Ναι, το μοιράστηκα με την Ιωάννα Παππά. Και ήταν πολύ ωραίο! Ήμασταν τότε και με την Ιωάννα στις Τρεις Αδερφές και ήταν πάρα πολύ ωραία. Είχαμε και οι δύο μια αγωνία, σε ένα λογικό πλαίσιο, και όταν ήρθε εκείνη η στιγμή και το άκουσα ότι πήραμε από κοινού το βραβείο μου φάνηκε ότι ήταν το ιδανικό! Δε μου είχε περάσει απ’ το μυαλό. Ήταν πολύ ωραία κίνηση.

Αναφέρατε πριν το Αγγελόπουλο, και το έχω διαβάσει κι εγώ ότι σε πολύ πολύ μικρή ηλικία προέκυψε αυτή η συνεργασία μαζί του. Πώς ήταν η εμπειρία; Ήταν τρομακτικό; Σοκ και δέος! Ναι, ήταν πολύ τρομακτικό (γελάει)!

Σπουδάζατε τότε στο Εθνικό Θέατρο και αναγκαστήκατε να φύγετε; Ναι, ήμουν τότε στο Εθνικό και έπρεπε να επιλέξω ή το ένα ή το άλλο, βάσει του κανονισμού του Εθνικού. Εκ των υστέρων υπήρξε η περίπτωση να επιστρέψω στη σχολή με έναν τρόπο. Αλλά όταν τελικά πέρασε ο καιρός, γιατί πήγαν δύο χρόνια τα γυρίσματα, πλέον ήταν απαγορευτικό. Οπότε άφησα τη σχολή.

Όμως η εμπειρία αυτή ήταν εξαιρετικής σημασίας. Ναι, δε θα το άλλαζα αυτό για τίποτα. Ήταν ένα τεράστιο σχολείο. Τον περισσότερο καιρό προσπαθούσα δουλεύοντας να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Ναι μεν λειτουργούσα κανονικά, αλλά μέσα μου ήταν αποσβολωμένο το συναίσθημα. Γιατί έφυγα και από του γονείς μου, από την πόλη μου και έπρεπε εν μία νυκτί να υπάρξω ως απόλυτη επαγγελματίας. Ήταν πολύ δύσκολο αλλά είδαν τα μάτια μου στιγμές και πράγματα και διαδικασίες που δε νομίζω ότι θα ξαναδώ. Το χωριό που έστησε ο Θ. Αγγελόπουλος στην Κερκίνη για τα γυρίσματα, ο τρόπος που δούλευε, το όραμά του, το πόσο αυστηρά απαιτούσε να γίνουν όλα. Που αυτή ήταν, ουσιαστικά, η απαίτηση που είχε από τον εαυτό του. Στιγμές μεγάλης συγκίνησης.

Θέλατε πάντα να γίνετε ηθοποιός; Όχι, στην αρχή δεν υπήρχε καν στο μυαλό μου. Δεν ήμουν από τα παιδιά που τα πήγαιναν οι γονείς τους στο θέατρο και είχαν επαφή με αυτό. Έβλεπα, βέβαια, πολλές ταινίες αλλά δε σκεφτόμουν αυτήν τη δουλειά. Ήθελα να γίνω κτηνίατρος, λάτρευα τα ζώα. Είχα άλλες εντελώς σκέψεις. Και θυμάμαι μόνο κάποια στιγμή τη γιαγιά μου, όταν έγινα κι εγώ λίγο δεσποινίδα, που ήμουν πια η δικιά της παρέα, το κυριακάτικο ραντεβού της, για να πηγαίνει θέατρο. Και εκεί γύρω στα 15, από τις πρώτες φορές που πήγα θέατρο, έπαθα ένα μικρό σοκ, κουνήθηκε το μυαλό μου. Και αναρωτήθηκα τι γίνεται εκεί πάνω! Και με τον καιρό αυτό ωρίμασε μέσα μου και είπα πως θα ασχοληθώ με το θέατρο. Πως θα κάνω αυτό. Και όταν το είπα δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο στο μυαλό μου. Σβήσανε όλα. Δεν είχα καμιά δεύτερη σκέψη.

Πολύ ωραίο αυτό! Ναι, και από τη στιγμή που το διάλεξα νόμιζα ότι μ’ έναν τρόπο θα βρω και τη σωτηρία μου σ’ αυτό. Γιατί ήμουν ένα παιδί πάρα πολύ κλειστό, πάρα πολύ εσωστρεφές. Δηλαδή στην αρχή γελάγανε οι άνθρωποι όταν τους είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Έμοιαζε πολύ αντιφατικό σε σχέση με την ιδιοσυγκρασία μου. Και εκ των υστέρων είδα ότι αυτό ήταν και ένας τρόπος για να κοινωνικοποιηθώ περισσότερο και να εκφραστώ. Γιατί ως τότε ήμουν πολύ μόνη μου, προσκολλημένη στους γονείς μου, είμαι και μοναχοπαίδι. Οπότε όλο αυτό λειτούργησε και πολύ ψυχοθεραπευτικά μ’ έναν τρόπο –παρόλο που δε μ’ αρέσει να τα μπλέκω αυτά– αλλά εκ των πραγμάτων έτσι είναι.

Δηλαδή τελειώσατε το σχολείο και δώσατε κατευθείαν εξετάσεις; Τελείωσα το σχολείο και ήξερα πως θα πάω προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν ήξερα σε ποια χώρα. Στην Ελλάδα ή στην Ιταλία; Σκεφτόμουν περισσότερο την Ιταλία, γιατί πήγαινα σε ιταλικό σχολείο και ήμασταν προγραμματισμένοι από αυτό να σπουδάσουμε στην Ιταλία. Υπάρχει μια πολύ ωραία σχολή στην Ιταλία που έχει λίγο πολύ τα πάντα σε σχέση με την τέχνη του θεάματος. Τα πρώτα χρόνια ασχολείσαι με όλα, και μετά διαλέγεις την κατεύθυνση που θες να ακολουθήσεις, αν ας πούμε θες να γίνεις ηθοποιός, σκηνογράφος, θεατρολόγος ή οτιδήποτε. Αλλά ενώ τα πανεπιστήμια είναι ανοιχτά στην Ιταλία, και ουσιαστικά μπαίνεις και γράφεσαι, η συγκεκριμένη σχολή επειδή είχε μεγάλη ζήτηση είχε ειδικές εξετάσεις. Και εγώ για λίγο δεν μπήκα. Οπότε είπα ότι θα επιστρέψω στην Ελλάδα για έναν χρόνο, θα μπω σε μια σχολή ως ακροάτρια για να δω πως είναι τα πράγματα και να σιγουρευτώ ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω. Και μόλις μπήκα στη σχολή, στο Ωδείο Αθηνών, ένιωσα ότι εδώ είμαστε! Και τότε κατάλαβα πόσο σημαντικό ρόλο παίζει και η γλώσσα. Γιατί τα ελληνικά, παρόλο που ήμουν σε ιταλικό σχολείο, ήταν μια γλώσσα που την καταλάβαινα και την άρθρωνα καλύτερα. Την ένιωθα πιο κοντά μου.

Είχατε ποτέ δεύτερες σκέψεις για το αν τελικά θα έπρεπε να πάτε στην Ιταλία; Εννοείται ότι είχα, ναι. Αλλά η τυχοδιωκτική μου φύση φτάνει ως εδώ που κατάφερα. Γιατί είμαι λίγο δύσκολη στις μεγάλες αποφάσεις, στις μεγάλες κινήσεις. Πολύ δύσκολα κινούμαι. Βέβαια όταν κινούμαι είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, το ζω πάρα πολύ. Αλλά μέχρι να πάρω αυτή την απόφαση μου παίρνει πολύ χρόνο. Οπότε είχα δεύτερες σκέψεις, ναι. Όμως τελικά μετά άρχισαν να έρχονται τόσο όμορφα πράγματα μέσα στην πραγματικότητά μου που με κράτησαν εδώ, στην Ελλάδα.

Μετά από αρκετά χρόνια στον χώρο αυτό έχετε βρει κάπως τη θέση σας; Τα πατήματά σας; Θα πω ψέματα αν πω ότι μετά από τη Μεγάλη Χίμαιρα δεν ένιωσα από το περιβάλλον μου μια αναγνώριση, ότι άνθρωποι μπορεί να ενδιαφέρονται να συνεργαστούν μαζί μου, ότι δοθηκε ένα δείγμα που μπορεί να το εκμεταλλευτεί κάποιος. Αλλά ως εκεί. Για έναν επόμενο ρόλο δεν μπορώ να πω πως έχω την ασφάλεια ότι ξέρω πώς θα γίνει, ότι ως ηθοποιός γνωρίζω απόλυτα τις τεχνικές μου, τα εργαλεία μου. Άλλωστε είναι και πολύ διαφορετικά τα πράγματα που ο καθένας βλέπει και ζητάει από έναν ηθοποιό και πολλές φορές μπορεί να μην ικανοποιήσεις κάποιον στο καθετί. Και κατά βάση αυτό που συμβαίνει τώρα είναι εφήμερο. Σήμερα κάτι υπάρχει και αύριο όχι. Και αυτός βέβαια είναι ένας λόγος να προσπαθήσεις παραπάνω, είναι ένα κίνητρο για να δουλεύεις καλύτερα. Αλλά πέρα από το κίνητρο πιστεύω ότι έτσι είναι τα πράγματα. Και ένας ηθοποιός πρέπει να προετοιμάζεται για εκείνες τις στιγμές που δε θα είναι όλα ρόδινα, που δε θα χτυπήσει το τηλέφωνο.

Αυτή η δουλειά θέλει γερό στομάχι… Ναι, θέλει. Πρέπει να κάνεις μονίμως έναν απολογισμό, να προσαρμόζεσαι, να μην χάνεις όμως τα πιστεύω σου, να ξέρεις να περιμένεις χωρίς να γίνεσαι μίζερος, χωρίς να πιστεύεις ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον σου. Γιατί, ουσιαστικά, τον εαυτό σου εκθέτεις. Και  εύκολα μπορείς να νιώσεις ότι δεν είσαι αρκετός.

Ναι, υπάρχει αυτή η ανασφάλεια… Ναι. Και η αίσθηση του ανταγωνισμού. Ξέρω πολύ καλά και το βλέπω ότι αυτήν τη στιγμή βγαίνουνε παιδιά που φυσάνε! Νεότερα παιδιά, δυνατότερα παιδιά. Έτσι πρέπει να είναι! Και κάπου εκεί λες: οk, γεια σας, εγώ φεύγω (γελάει)! Γιατί εντυπωσιάζεσαι πραγματικά από ανθρώπους που τώρα βγαίνουν. Και έτσι πρέπει να είναι, πρέπει να υπάρχει αυτή η εξέλιξη, αλλά ταυτόχρονα νιώθεις τη γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια σου. Θέλει πολύ μεγάλη ψυχραιμία για να λες στον εαυτό σου ότι τα έχεις πάει καλά, κι αν κάτι τώρα δεν πήγε καλά θα το φτιάξεις μετά. Μονίμως κάνεις διεργασίες. Βρίσκεσαι σε έναν μόνιμο επαναπροσδιορισμό.

Για έναν άνθρωπο ανασφαλή  αυτή η δουλειά μπορεί να είναι απελευθερωτική; Νομίζω ότι για κάποιον λόγο αυτή η δουλειά βασίζεται στην ανασφάλεια. Οι ηθοποιοί από τη φύση τους, παρότι είναι αυτοί που βγαίνουν πάνω στη σκηνή και εκτίθενται τόσο πολύ, έχουν αυτό το στοιχείο. Δεν εννοώ φυσικά ότι όλοι οι ανασφαλείς άνθρωποι είναι ηθοποιοί ή ότι όλοι οι ηθοποιοί είναι ανασφαλείς, αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτών αν το ψάξεις είναι φύσει ανασφαλείς, πάνε κόντρα σε αυτό προσπαθώντας να το πολεμήσουν ομοιοπαθητικά (γελάει). Άρα λειτουργεί. Σε κρατάει σε μια εγρήγορση και σε μια κίνηση ζωτικής σημασίας.

Μετά από μια παράσταση κρίνετε τον εαυτό σας αυστηρά; Ποιες είναι οι πρώτες σας σκέψεις; Εξαρτάται από την παράσταση, εξαρτάται από τους συνεργάτες και από το πώς τα έχουμε πάει. Μ’ αρέσει πολύ να επισημαίνω τα καλά στοιχεία, τα σημεία που πήγαν καλά στο σύνολο της παράστασης. Τώρα ως προς τα αρνητικά… καταλαβαίνω τις στιγμές που υπάρχει πολύ θολή ενέργεια και με στεναχωρεί. Το θέατρο, βέβαια, έχει αυτό το καλό –που δεν το έχει το σινεμά– ότι στην επόμενη παράσταση τα πράγματα μπορούν να είναι καλύτερα. Ξέρεις ότι σήμερα τα πράγματα μπορεί να μην πήγαν καλά, όμως αύριο θα κάνεις τις απαραίτητες διορθώσεις. Κατά τη διάρκεια της παράστασης αυτόματα καταγράφεται στο μυαλό μου τι θα πρέπει να γίνει διαφορετικά στο αύριο. Δεν κάθομαι μετά για ώρες να αναλύσω τα πάντα. Εκτός, φυσικά, αν το χρειάζεται ο σκηνοθέτης ή κάποιος συνάδελφος για να μου επισημάνει πράγματα. Εγώ είμαι λίγο τεμπέλα (γελάει)! Και πριν και μετά. Πριν την παράσταση πιστεύω ότι το σώμα πρέπει να είναι ζεστό, άρα θα κάνω ένα ζέσταμα. Αλλά μετά την παράσταση το πολύωρο αυτομαστίγωμα ως προς το τι έγινε δεν το κάνω… Μετά πιο πολύ ψάχνεις έναν τρόπο να ηρεμήσεις. Γιατί δεν είναι ότι έχεις βυθιστεί πλήρως στο ρόλο αλλά το σώμα έχει μπει σε μία άλλη υπερδιέγερση που πρέπει να την ηρεμήσεις.

Τώρα αυτό που λέτε μου φέρνει στο μυαλό τη Λαμπέτη. Έχω διαβάσει ότι όταν έπαιζε το Λεωφορείον ο Πόθος, ακριβώς επειδή δινόταν ολοκληρωτικά στον ρόλο, μετά από κάθε παράσταση ήταν άρρωστη… Υπάρχουν και έχουν υπάρξει ηθοποιοί τους οποίους σέβομαι πάρα πολύ, που είναι τελειομανείς, που είναι εντελώς αφοσιωμένοι σε αυτό που κάνουν. Το καταλαβαίνω. Ξέρω πώς είναι να αρρωσταίνεις από κάτι τέτοιο και προσπαθώ όσο μπορώ να βάζω τα πράγματα στη θέση που πρέπει γιατί εύκολα μπορείς αλλιώς να χαθείς. Εγώ τουλάχιστον εάν αφηνόμουν σε όλη αυτή την ένταση δε θα μπορούσα να παίξω στην επόμενη παράσταση. Και κάτι, ίσως, που προσπαθώ να κάνω τελευταία –για μένα ισχύει αυτό– είναι να πω ότι αυτό είναι δουλειά. Δεν είναι όλη η ζωή. Είναι δουλειά. Και αυτή η ταξινόμηση με βοηθά στο να συνεχίζω να κάνω αυτήν τη δουλειά.