Είδαμε: «Γκέμμα» του Δ. Λιαντίνη στο Θέατρο Βρετάνια, του Γιώργου Κουγιουμτζή

Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.

Η ιδέα ότι η «Γκέμμα», το κύκνειο άσμα του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, η στοχαστική πρόζα που περικλείει ολόκληρη τη φιλοσοφία του μεγάλου αυτού Έλληνα στοχαστή και φιλοσόφου, μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή, είναι ικανή να προκαλέσει απορία και στις πιο εξημμένες φαντασίες. Διότι πως θα μπορούσε ένα κείμενο φιλοσοφικό, ενίοτε και ποιητικό, να αποτελέσει τη βάση για  μία θεατρική παράσταση; Η απάντηση είναι ότι, πράγματι, αυτό δεν είναι δυνατό – και η «Γκέμμα», υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Πάνου Αγγελόπουλου, πόρρω απέχει από μία συμβατική θεατρική παράσταση. Πολύ περισσότερο, είναι ένα ζωντανό μάθημα φιλοσοφίας, μία διάλεξη τόσο παραστατική που θέλοντας και μη, αναπολεί κανείς τις διαλέξεις του ίδιου του καθηγητή Λιαντίνη, τις οποίες οι παλαιότεροι ίσως είχαν τη χαρά –και την τιμή- να παρακολουθήσουν δια ζώσης, και οι νεότεροι μόνον από το βιντεοσκοπημένο αρχείο.

Η κεφαλαιώδης σημασία της «Γκέμμα» συνάγεται, πέραν της αυτοτελούς ποιότητάς της ως έργο καθαυτό, κι από τούτο: σύντομα μετά την ολοκλήρωση της, εν έτει 1998, ο συγγραφέας της αποφάσισε, στην ηλικία των 55 ετών, να «αφανιστεί αυτοθέλητα». («Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη, δε θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου.»). Από αυτό και μόνον το γεγονός μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η «Γκέμμα» δεν αποτελεί απλώς το τελευταίο του έργο. Δεν είναι απλώς αυτό που ρομαντικά αποκαλεί κανείς (κι ο ίδιος ο γράφων ως άνω) «κύκνειο άσμα». Η «Γκέμμα» είναι η πεμπτουσία της σκέψης του Λιαντίνη, των στοχαστικών συλλογισμών του. Είναι, τρόπον τινά, ο ίδιος ο Λιαντίνης.

Το έργο καταπιάνεται με τα δύο μεγαλύτερα φιλοσοφικά προβλήματα των ανθρώπων: το ζήτημα του θανάτου, και, συνακολούθως, το ζήτημα του Θεού. Με λόγο φιλοσοφικό, συνάμα και λυρικό, το κείμενο επικαλείται τις μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος, του απώτερου (βλέπε Σόλωνα και Σωκράτη) και του εγγύτερου (βλέπε Γκαίτε και Νίτσε), ώστε να εκθέσει μία ολιστική προσέγγιση των δύο (αλληλένδετων) θεμάτων, τουτέστιν τόσο από λογική-φιλοσοφική άποψη όσο και από λογοτεχνική-ποιητική. Το αποτέλεσμα: ένας φρενήρης στοχασμός περί Θεού, θανάτου και, ιδίως, ανθρώπου, καθώς σκοπός του έργου είναι να καθοδηγήσει τον μελετητή του (κι εν προκειμένω θεατή) να προσπεράσει τη ζωώδη φύση που του προσφέρει η γέννησή του και να γίνει «άνθρωπος». Πρόκειται για έργο εκ φύσεως διδακτικό, ένα κόσμημα της ελληνικής (και της παγκόσμιας) υπαρξιακής φιλοσοφίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν θα ήταν ανακρίβεια να ειπωθεί ότι στόχος της θεατρικής ομάδας αυτής ήταν πράγματι να μεταφέρει το «πνεύμα» των διαλέξεων του Λιαντίνη επί σκηνής, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, καθώς οι Βασίλης Παλαιολόγος, η Κατερίνα Διδασκάλου, η Βίκυ Μαραγκάκη, η Κρυσταλλία Κεφαλούδη, και η Δανάη Λουκάκη που «παρέδωσαν» την ιδιάζουσα αυτή διάλεξη, μιμήθηκαν το ύφος, την κίνηση, τη ζωντάνια, το πάθος του συγγραφέα με εξαιρετική παραστατικότητα. Έδωσαν φωνή, χροιά, συναίσθημα και δύναμη στο βιβλίο και ενέταξαν το κοινό τους σε ένα πανέμορφο ταξίδι φιλοσοφίας, με φαντασμαγορικό φόντο που παραπέμπει στα επίγεια Ηλύσια Πεδία και στους Διαστημικούς Αστερισμούς, προσφέροντας ούτως  μία αξεπέραστη εικονογραφία για να «δέσει» αρμονικά με τη ζωντανή διάλεξη. Τη δραματουργική πτυχή της παράστασης ανέλαβαν κυρίως ο Μιχαήλ Γιαννικάκης, ενσαρκώνοντας τόσο τον σοφό Σόλωνα όσο και τον φιλόσοφο Σωκράτη, αποδίδοντας τις δύο αυτές εμβληματικές προσωπικότητες με το ήρεμο, σεβάσμιο και στοχαστικό ύφος που τους αρμόζει, κι ο Νίκος Καλογερόπουλος, ο οποίος στο πρώτο μισό της παράστασης ανέλαβε το ρόλο του εύθυμου και κυνικού τρελού, αποκαλύφθηκε όμως στο τέλος του έργου ως ο Τρελός του Νίτσε, από το βιβλίο του τελευταίου «Η Χαρούμενη Επιστήμη», κραυγάζοντας πως «Πέθανε ο Θεός! Ο Θεός είναι νεκρός!» κι ότι, «Εσείς κι εγώ τον σκοτώσαμε». Η έκφραση απελπισίας του Τρελού, η αγωνία στη φωνή και το σώμα του, καθώς προέφερε τα τρομώδη λόγια διά χειρός του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου, συγκλόνισε με αυτό του το κρεσέντο στα κατάβαθα της ψυχής το κοινό, μέχρι τη «λυτρωτική» του παραδοχή ότι «Αυτοί που θα ζήσουν μετά από μας, έχοντας πίσω τους ένα τέτοιο πελώριο έργο, θα ζήσουνε σε μια εποχή ανώτερη απ’ όλες τις εποχές μέχρι τώρα».

Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.

Η «Γκέμμα» του Δ. Λιαντίνη σε καμία περίπτωση δεν είναι συμβατική θεατρική παράσταση. Δεν θα μπορούσε να είναι, άλλωστε και, για του λόγου το αληθές, ούτε και θα της άρμοζε. Τουναντίον, είναι μία εμπειρία, ένα μοναδικό βίωμα, ένα αληθινό στοχαστικό ταξίδι για τον θεατή, ο οποίος διακινδυνεύει, πληττόμενος από αλλεπάλληλες ριπές φιλοσοφικών συλλογισμών να παρασυρθεί στους δικούς του στοχασμούς, χτίζοντας δημιουργικά στα όσα παρακολουθεί και βιώνει. Κι εκεί ακριβώς, ήτοι στην παραγωγή προσωπικών συλλογισμών, προβληματισμών, ερωτήσεων περισσότερων απ’ ότι απαντήσεων, έγκειται η επιτυχία της παράστασης, η οποία τίμια στέκεται στο ύψος των περιστάσεων κι ανταποκρίνεται εξόχως στο ομολογουμένως βαρύτατο έργο που έχει να επιτελέσει. Προσφέρει απλόχερα προβληματισμούς κι εμπνέει πράγματι το «πνεύμα» του Λιαντίνη. Και κάτι ακόμη: η μεγαλύτερη ίσως συνεισφορά της παράστασης αυτής είναι ότι «παραπλανά» τον θεατή που πόθησε να δει για πρώτη ή για άλλη μία φορά τον καθηγητή να παραδίδει, επιτρέποντάς του να παρασυρθεί από την εξαίρετη μίμηση των ηθοποιών και να νομίσει ότι βλέπει εκείνον τον ίδιο, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, να παρουσιάζει με το χαρακτηριστικό του πάθος και την εμβληματική του κίνηση την «Γκέμμα» του.