Είδαμε: «Ο Ουρανός και… Το Παντελόνι του» στο θέατρο Σταθμός, του Γιώργου Κουγιουμτζή

Σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, των Ιάκωβου Καμπανέλλη και Λούλας Αναγνωστάκη

Δύο προσεγγίσεις στον ανθρώπινο πόνο

Ο τίτλος της παράστασης είναι το αμάλγαμα αφ’ ενός του μονόλογου Αυτός και το Παντελόνι του του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1957 κι, αφ’ ετέρου, του μονόπρακτου Ο Ουρανός Κατακόκκινος της Λούλας Αναγνωστάκη, γραμμένο προ εικοσαετίας. Η πρώτη εύλογη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί αυτά τα δύο έργα, τα οποία χωρίζουν σαράντα χρόνια, επιλέχθηκαν ως ταιριαστό ζεύγος, ειδώθηκαν ως κατά προσέγγιση κοινά στο περιεχόμενο κι εν τέλει ενώθηκαν σε μία παράσταση. Τί ώθησε τον σκηνοθέτη της παράστασης, Μάνο Καρατζογιάννη, να συνταιριάξει δύο φαινομενικά τόσο διαφορετικά κείμενα σε ένα, έστω διχοτομημένο, θέαμα;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το «πλησίασμα» των δύο κειμένων δεν γίνεται μέσω της προσέγγισης που ακολουθούν στην πραγμάτευση της θεματολογίας τους, αλλά στη θεματολογία τους καθαυτή. Πράγματι, στον πυρήνα των δύο έργων υπάρχει το κοινό υπόβαθρο, η κοινή ρίζα, τρόπον τινά· που δεν είναι άλλη από τον ανθρώπινο πόνο. Μοναξιά, ενοχές, θλίψη και πικρία διέπουν και τους δύο πρωταγωνιστές και είναι το προσωπικό τους δράμα το οποίο ο καθένας με τον τρόπο του εκφράζει.

«Τότε θα σας ξομολογηθώ κάτι… Αν μπορούσα θα ‘φευγα πρώτος… Κάτω η σκλαβιά!… Έπιπλα όλου του κόσμου διαλυθείτε…»

Από τη μία, ο -ανώνυμος- πρωταγωνιστής «Αυτός», με αφορμή το σκισμένο του παντελόνι, το οποίο δεν είναι ικανός να επισκευάσει ο ίδιος, πραγματοποιεί μία κάθοδο στο βάθος του εαυτού του, σε μνήμες παλαιότερων, αθωότερων εποχών, αναμεμειγμένες με φαντασιώσεις, στρέφεται και βάλλει κατά πάντων, σκιαγραφώντας την κοινωνία εκμετάλλευσης που τον περιβάλλει, κυρίως όμως βάλλει κατά του εαυτού του· διότι το βαρύ φορτίο στο οποίο αδυνατεί να αντεπεξέλθει είναι η ανυπόφορη μοναξιά του. Σε ώριμη πια ηλικία ζει μόνος, αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής μόνος, ένας φτωχός και άθλιος, πλην τίμιος και ταπεινός λογιστής που πολλά επιθυμεί να βελτιώσει, λίγα όμως δύναται να πράξει. Προσωποποιεί τα έπιπλα του σπιτιού του, τους απευθύνει το λόγο ωσάν να ήταν παλιοί του φίλοι, προσπαθεί επί ματαίω να κερδίσει τη φιλία μίας γάτας. Ακόμη, φαντάζεται ότι είναι ο ίδιος ο πατέρας του μωρού της γειτόνισσάς του, Σοφίας, και ο ταραγμένος του νους την αναπαριστά ενώπιόν του, ορατή μόνο στον ίδιο, για να την περιποιηθεί και να της γλυκομιλήσει. Για συντροφιά. Η εναλλαγή μεταξύ μίας φαντασιακής ζωής του ως οικογενειάρχη και της ανάμνησης ζωής του ως παιδί, πλησίον της μητέρας του, που τον παρηγορεί και τον προστατεύει – και οι δύο περιπτώσεις βάλσαμα για τον πόνο του- είναι απότομη, σχεδόν απέλπιδα, αντικατοπτρίζοντας την προσπάθεια του ανθρώπου, πληγμένου από την μοναξιά του, να βρει κάποιο στήριγμα, είτε στη φαντασία είτε στις αναμνήσεις του. Ο «Αυτός» ξεδιπλώνει όλο του το ψυχογράφημα και φαίνεται να αντιμετωπίζει τη ζωή του, όπως έχει διαμορφωθεί, αρχικά με πικρό χιούμορ κι έπειτα με πικρία, κι ανυπέρβλητη θλίψη.

© Γιώργος Καβαλλιεράκης
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την άλλη, η -επώνυμη- Σοφία Αποστόλου, ζει το δικό της δράμα. Απολυθείσα καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας, μητέρα φυλακισμένου (το σχήμα «μητέρα – Σοφία» είναι ίσως η μόνη λεπτή κλωστή που κρατάει την «εξωτερική» συνέχεια των δύο κειμένων), ασυμβίβαστη με την ηλικία της, αφηγείται ολόκληρη τη ζωή της, τους δικούς της δαίμονες και δεινά: προερχόμενη από αστή οικογένεια με επιφάνεια, ερωτεύεται έναν κομμουνιστή κι ανατρέπει τη ζωή της, παρασυρόμενη από ασυγκράτητο έρωτα για τον όμορφο επαναστάτη με το φωτεινό μυαλό. Δυστυχία της, όμως, θα μείνει χήρα, μόνη της με τον γιο της, ο οποίος είναι είδωλο ανεστραμμένο του πατέρα του, ήτοι άσχημος και ανόητος, από τον οποίο όμως κρέμεται, εναποθέτει όλη τη ζωή της, παίρνει μέρος ακόμη και σε μία πλεκτάνη που στήνει ένα «μούτρο», φίλος του γιου της, εξαιτίας του οποίου θα καταλήξουν οι τελευταίοι στη φυλακή. Η πρωταγωνίστρια μένει πλέον ολομόναχη, με τις γλυκύτερες και πικρότερες αναμνήσεις της και μετακομίζει σε ένα σπίτι πλησίον της φυλακής για να είναι κοντά στο γιο της, τον μόνο άνθρωπο που έχει στη ζωή της. Συλλογίζεται την «πτώση» του ανθρώπου, την κατάπτωση της κοινωνίας, ενώ παράλληλα διατρανώνει την πρόθεσή της να ξεχωρίσει από αυτήν («Εγώ δε βολεύομαι. Δεν είμαι μέσος όρος. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτα! Δεν έχω καν αλυσίδες για να τις χάσω! Ποτέ δεν είχα αλυσίδες εγώ! Εγώ. Κάνω τη δική μου επανάσταση!»).

«Τι έχουμε μέσα μας, τι άνθρωποι είμαστε, πώς πέφτουμε τόσο εύκολα;»

Οι δύο «ξεχωριστοί», έκαστος με τον τρόπο του, πρωταγωνιστές απαιτούν δύο εξίσου ξεχωριστές ερμηνείες. Θα ήταν μάλλον ως εκ του περισσού να μιλήσει κανείς για το υποκριτικό ταλέντο του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη και της Νένας Μεντή, οι οποίοι, και πάλι, έκαστος με τον δικό του τρόπο, ενσάρκωσαν δύο πολύ διαφορετικούς ρόλους, επιτυγχάνοντας να αποτελέσουν και οι δύο μία ιδιαίτερη προσωπογραφία του ανθρώπινου πόνου, και καθρέπτες της θλίψης, της δυστυχίας, της μοναξιάς. Ο πρώτος, το επιτυγχάνει κάνοντας δυσθεώρητα άλματα μεταξύ χιούμορ και δραματικής εξομολόγησης, εκπέμποντας με τρομακτική αληθοφάνεια κάθε φορά το ιδιαίτερο συναίσθημα που αναπαριστούσε, και η δεύτερη, σε μία εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεία, αφομοιώνοντας τον χαρακτήρα της Σοφίας Αποστόλου, εντυπωσιάζοντας με το ταμπεραμέντο, την έκφραση και την κίνησή της, με τις οποίες παρουσιάζει μία ολόκληρη ζωή επί σκηνής.

© Γιώργος Καβαλλιεράκης

Αντί επιλόγου, ορισμένες καταληκτικές σκέψεις: οι δύο μονόλογοι σημειώνουν ακόμη ένα κοινό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από τη διαχρονικότητά τους. Προσπερνώντας τόσο τη μεταξύ τους διαφορά και την απόσταση δεκαετιών που τους χωρίζουν από τη σημερινή εποχή, αποδεικνύουν, υπενθυμίζουν και υπογραμμίζουν, μέσω και της συναισθηματικής ταύτισης που προκαλούν στο κοινό τους, ότι ο ανθρώπινος πόνος, όποια μορφή κι έκφραση κι αν λάβει, παραμένει αναλλοίωτος στο χρόνο και επιδρά στους ανθρώπους με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, οσοδήποτε κι αν ενδεχομένως αλλάξει το κοινωνικό πεδίο αναφοράς – αν κι εγείρονται αμφιβολίες για το εάν πραγματικά αλλάζει αυτό ποτέ ουσιαστικά. Ο κόσμος προχωρά, τα δεινά όμως μένουν. Η ανάγκη των ανθρώπων για συντροφιά, ο αγώνας τους να ξεχωρίσουν, παραμένουν αναλλοίωτα στο διάβα των χρόνων. Το εσωτερικό δράμα είναι κοινό και οικείο σε όλους και για το λόγο αυτό βρίσκει απήχηση, για το λόγο αυτό μένει για πάντα επίκαιρο.


Σκηνογράφος: Γιάννης Αρβανίτης
Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτογράφος: Πάνος Γιαννακόπουλος
Μακιγιάζ: Make Up Lab by Yiannis Marketakis
Βοηθός Σκηνογράφου: Ζώης Οικονόμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Ανδρέου
Γραφίστας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Διεύθυνση παραγωγής: Δημήτρης Κουκάς
Παραγωγή: People Entertainment Group Α.Ε..

Ημέρες Παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00
Τιμές εισιτηρίων: 15€ (Κανονικό) ,: 12€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, άνω των 65), 8€ (Ανέργων) Προπώληση στο Viva.gr –  Πληροφορίες / Κρατήσεις: 211 40 36 322
Θέατρο Σταθμός, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα