Είδαμε: Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, της Εύας Κουκή

Το Μόνον της ζωής του ταξείδιον είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Γεώργιου Βιζυηνού. Έπειτα από προτροπή του Δημήτριου Βικέλα ο Βιζυηνός ξεκίνησε να γράφει διηγήματα και να τα εκδίδει στο περιοδικό της Εστίας. Το Μόνον της ζωής του ταξείδιον δημοσιεύτηκε πρώτη φορά σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία το 1884.

Ο βασικότερος, ίσως, εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο Βιζυηνός, στο συγκεκριμένο διήγημα αντλεί το υλικό του από την προσωπική ζωή και τα βιώματά του, όταν στα δέκα του χρόνια εργάστηκε ως παραγιός σε ένα ραφτάδικο της Κωνσταντινούπολης. Στο έργο αυτό ο συγγραφέας μας συστήνει το πρόσωπο του παππού, δοσμένο μέσα από τα μάτια του εγγονού του. Ο εγγονός διηγείται τη ζωή του στην Πόλη όταν ήταν ραφτόπουλο του αρχιράφτη της Βαλιδέ Σουλτάνας και προσδοκούσε να παντρευτεί τη βασιλοπούλα, όπως του είχε πει ο κοσμογυρισμένος παππούς του ότι συνήθως συμβαίνει. Οι προσδοκίες του, όμως, ανατρέπονται, καθώς η ζωή του στην Κωνσταντινούπολη εξελίσσεται πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ονειρευόταν. Κάποια μέρα φτάνει στην Πόλη και τον συναντά ο Θύμιος, ο υπηρέτης του παππού, και τον παίρνει μαζί του πίσω καθώς ο παππούς δεν είναι καλά και τον ζητάει. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης και της συζήτησης παππού και εγγονού αποκαλύπτεται ότι όσα έλεγε ο παππούς για τα ταξίδια που έχει κάνει, για τις χώρες που έχει δει και για τις περιπέτειες που έχει ζήσει είναι όλα ένα ψέμα. Στην πραγματικότητα δεν έχει ταξιδέψει ποτέ, αν και αυτό ήθελε πάντα στη ζωή του. Την επομένη των αποκαλύψεων ο παππούς πεθαίνει πραγματοποιώντας, έτσι, «το μόνον της ζωής του ταξείδιον».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η θεατρική παράσταση Το Μόνον της ζωής του ταξείδιον, δια χειρός Δήμου Αβδελιώδη, ζωντανεύει το κείμενο του Βιζυηνού, ενισχύοντας τη θεατρικότητα που ενυπάρχει στο λογοτέχνημα και δίνοντας φωνή και εικόνα στα πρόσωπά του. Έχει διατηρηθεί –και πώς αλλιώς, αφού είναι βασικό χαρακτηριστικό– η καθαρεύουσα, στην οποία έχει δοθεί ένας ρυθμός και μία μουσικότητα που κάνει το άκουσμά της εύηχο και εύληπτο. Ταυτοχρόνως, όμως, διατηρείται και χροιά της δημώδους γλώσσας στους διαλόγους των προσώπων, με αποτέλεσμα ο συνδυασμός  των ηχοχρωμάτων των δύο γλωσσών να κάνει την παράσταση εύπλαστη, ζωντανή και άμεση στο κοινό.

Το σκηνικό είναι λιτό, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα, ένα σκαμπό στο κέντρο της σκηνής και η Ιωάννα Παππά. Η παράσταση βασίζεται εξολοκλήρου στη δική της ερμηνεία. Η ηθοποιός ενσαρκώνει όλα τα πρόσωπα του έργου πετυχαίνοντας κάτι πολύ δύσκολο, χωρίς όμως να αφήσει τη δυσκολία του εγχειρήματος να φανεί στο κοινό. Με καθαρή άρθρωση σε μια δύσκολη γλώσσα, με ρυθμό και με νεύρο εναλλάσσει τους ρόλους και περνά από την αφήγηση στον ζωντανό διάλογο. Αλλάζει τη φωνή της, κινεί το σώμα της και δίνει στους ήρωες του Βιζυηνού την αναπαραστατική τους υπόσταση. Καταφέρνει να μεταφέρει στο κοινό την ψυχολογική διαγραφή των προσώπων του διηγήματος –στοιχειό χαρακτηριστικό των διηγημάτων του Βιζυηνού– χωρίς, ωστόσο, να χάνεται η αφηγηματική χάρη – στοιχείο συνεκτικό για ένα άρτιο αποτέλεσμα σε ένα τέτοιο κείμενο.

Ιωάννα Παππά, Δήμος Αβδελιώδης

Η παράσταση συνδυάζει επιτυχώς το ρεαλιστικό με το ονειρικό στοιχείο και αποτυπώνει αυτό που σημειώνει ο Mario Vitti για τον Βιζυηνό (τα διηγήματα του οποίου δεν ακολουθούν μια γραμμική αφήγηση): «Τα επεισόδια ανασταίνονται με τρυφερότητα, κάποτε με  πόνο ή με καλοδιάθετη ειρωνεία. Συχνά έχουν επινοηθεί για να ερεθίζουν την περιέργεια του αναγνώστη». Πράγματι, η παράσταση έχει κάποιες έντονα δραματικές κορυφώσεις, μα ταυτόχρονα και στοιχεία χιούμορ και ειρωνείας. Η μουσική που συνοδεύει την ερμηνεία σε κάποια σημεία ενισχύει το συναίσθημα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συμπερασματικά, η παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη ζωντανεύει ένα κείμενο του 19ου αιώνα φέρνοντάς το στο σήμερα και κάνοντάς το να μας αφορά. Η λυρικότητα, η ιδιαίτερη γλώσσα και η ψυχογράφηση των προσώπων συντίθενται σε έναν μονόλογο σε α’ πρόσωπο, ο οποίος μας φέρνει εκ νέου σε επαφή με τον κόσμο του Γεώργιου Βιζυηνού.