Κριτική / Ο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» είναι αντίβαρο στην μονοτονία

Ο Σαίξπηρ στα πρώτα του βήματα στα αγγλικά θέατρα, έχοντας μόλις γνωρίσει την επιτυχία με το έργο Δύο Άρχοντες από την Βερόνα νιώθει να στερείται έμπνευσης και αναζητά την μούσα του, την γυναίκα που θα ανάψει και πάλι την δημιουργική φλόγα μέσα του. Την λύση θα την βρει στο πρόσωπο της όμορφης Βιολέτας, όμως εκείνη είναι αριστοκρατικής καταγωγής και εκείνος ένας τιποτένιος θεατρίνος, περιφρονημένος όπως όλοι οι καλλιτέχνες της εποχής εκείνης. Έλα όμως που ο έρωτας θα ξυπνήσει και στων δύο τις καρδιές, και ενάντια στα ήθη και την εξουσία θα κάνουν τα πάντα για να γράψουν αίσιο τέλος για την δική τους ιστορία, και να μην καταλήξουν σαν πρωταγωνιστές της ιστορίας που ο Σαίξπηρ θα ξεκινά να γράφει, τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα.

Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ομώνυμη ταινία του 1998, με σκηνοθέτη τον Τζον Μάντεν, και στο ερωτικό δίδυμο την Γκουίνεθ Πάλτροου και τον Τζόζεφ Φάινς, αποδείχτηκε τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, κατακτώντας πολλά βραβεία Όσκαρ και δίνοντας μια νέα διάσταση στον σπουδαιότερο ίσως θεατρικό συγγραφέα όλων των εποχών.

Στα χνάρια λοιπόν του φιλμ, με το σκηνοθετικό μεράκι του Γιάννη Κακλέα να αναλαμβάνει δράση, απολαύσαμε στην πρεμιέρα, στο θέατρο του Ελληνικού Κόσμου στην Πειραιώς, μια παράσταση που θα αναδειχθεί σίγουρα στις κορυφαίες της χρονιάς. Με έναν πολυμελή θίασο γεμάτο όρεξη για χορό και τραγούδι, με πρωταγωνιστές τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και την Ελένη Τρίγγου, με ανάλαφρη διάθεση και με έξοχη μεταφορά της πρωτότυπης ιστορίας κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν, τότε που το θέατρο όπως το ξέρουμε σήμερα έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα.

Πρώτα πρώτα, πρέπει να δοθούν πολλά εύσημα στον σκηνοθέτη για την επιλογή του να πειραματιστεί, και να αποδώσει τα γεγονότα με τρόπο κωμικό, βλέποντας την ζωή του μεγάλου συγγραφέα να γίνεται ένα με τις αξεπέραστες κωμωδίες του, όπως η Δωδεκάτη Νύχτα και το Όνειρο Θερινής Νυχτός. Επίσης πολλά συγχαρητήρια αξίζουν στην Ηλένια Δουλαρίδη που έφτιαξε τα κοστούμια τα οποία ήταν εκθαμβωτικά! Στολές παραμυθένιες, δαντέλες, κολάρα, αγκράφες, μπότες, κόκκινες, μπλε πορτοκαλί, πανδαισία χρωμάτων και σχεδίων. Μαζί με την εξαίσια μουσική επένδυση και τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, ο χώρος της σκηνής μεταμορφώνεται σε παλάτι και σε αχυρώνα, σε πολεμίστρα και σε αίθουσα χορού, δεν είμαστε πια στην Ελλάδα, έχουμε ταξιδέψει την μεσαιωνική Αγγλία, γεμάτη ίντριγκα, πάθος, μονομαχίες και γέλια.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένα ακόμα μεγάλο μπράβο πρέπει φυσικά να δοθεί και στους κοντά τριάντα ηθοποιούς που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας το σχεδόν ρομαντικό εγχείρημα. Λειτουργώντας σαν σύνολο, χωρίς κανεί να ξεχωρίζει όχι για την δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν πρέπει, επιτελεί άψογα τον ρόλο που του έχει ανατεθεί και χαρίζει μπόλικες σκηνές γέλιου σε εμάς τους θεατές. Αν μια φορά είναι δύσκολο μια τραγωδία να λειτουργεί όταν ακούγονται πολλές φωνές, για την κωμωδία ισχύει επί δέκα. Και όμως λειτουργεί. Ξεχωριστή βέβαια αναφορά να γίνει και στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ο οποίος αυθεντικά κωμικός, παραδίδει την δική του εκδοχή του Σαίξπηρ. Σεβόμενος την μνήμη του, τον καθιστά πιο ανθρώπινο, αποκαλύπτει τις αδυναμίες που κρύβονται πίσω από τον μύθο αυτού του γίγαντα του παγκόσμιου θεάτρου, και με τον τρόπο του τον απογειώνει στις καρδιές του κοινού.

Οι πειραματισμοί δε του Κακλέα δεν σταματούν. Ακόμα και οι δυο σύντομες σκηνές ροκ στην αρχή και στο τέλος, λειτουργούν άψογα, καθώς ο εκμοντερνισμός υπενθυμίζει τους αόρατους δεσμούς της τέχνης, το παντού και πάντα της αξία της ως μέσου μεταφοράς μηνυμάτων αλλά και την διαχρονικότητα του Σαίξπηρ και του έρωτα (ωραίο και απροσδόκητο δίδυμο).

Για να βάλουμε έναν επίλογο, το ελληνικό θέατρο δεν συνηθίζει σε τόσο μεγάλες παραγωγές να ξεφεύγει από τους κανόνες. Θες η γκρίνια ημών των ολίγον απαίδευτων θεατών, θες ο φόβος των συντελεστών για το αν θα κοπούν αρκετά εισιτήρια, στερούν συχνά από παραγωγές τον προσανατολισμό τους, καταλήγοντας στο λυπηρό «μια από τα ίδια». Ε, ο Ερωτευμένος Σαίξπηρ είναι αντίβαρο στην μονοτονία! Μια παράσταση δημιουργική και  ανανεωμένη, που τόλμησε να τα «βάλει» μέχρι και με χολιγουντιανή ταινία, αλλάζοντας άρδην το πρωτότυπο και καταλήγοντας σε ένα τόσο γοητευτικό αποτέλεσμα, από αυτά που δεν βλέπουμε και τόσο συχνά στα θέατρα της χώρας μας.