Κριτική / «Γαμήλιο εμβατήριο» από τη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη: Ολόλευκες προσδοκίες σε μαυρισμένες ψυχές

Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη επέλεξε να ασχοληθεί φέτος με ένα από τα πλέον δυνατά έργα της ελληνικής δραματουργίας, ωστόσο κάπως ξεχασμένο και σπρωγμένο στο περιθώριο των επιλογών του σύγχρονου θεατρικού μας γίγνεσθαι. Και αυτό από μόνο του, αποτελεί ένα δυνατό πλεονέκτημα.

Ο Άγγελος Τερζάκης πρωτοπαρουσίασε το έργο το 1937 (από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη) και καταπιάνεται με τη θέση της γυναίκας και μάλιστα της γυναίκας της επαρχίας, θέμα πολύ τολμηρό και μάλλον ρηξικέλευθο  για την εποχή του, αν σκεφτεί κανείς το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας εκείνη την περίοδο(δικτατορία Μεταξά) αλλά και τον συντηρητισμό μιας κοινωνίας που κατάλοιπά της συναντάμε έως σήμερα. Το θέμα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα μιας το ίδιο κλίμα επικρατεί σε όλη την Ευρώπη εκείνη την εποχή (ιδιαίτερα στη μεσογειακή): Είναι η ίδια περίοδος που ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γράφει «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (το οποίο παρουσιάστηκε δημόσια πολύ αργότερα) και είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το γεγονός πως παρουσιάζεται κοινό θέμα και ατμόσφαιρα που αφορά δύο ξένους μεταξύ τους τόπους, εν αγνοία των συγγραφέων τους.

Μια χήρα, τέσσερις κόρες διαφορετικές μεταξύ τους με την μεγαλύτερη να έχει αναλάβει τα ηνία της πτωχευμένης πλέον αλλά ονομαστής στο τοπικό περιβάλλον οικογένειας, έχει εναποθέσει όλες τις προσδοκίες της στο γιό της, ο οποίος βρίσκεται μακριά τους στην Αθήνα, ενώ μόνο στήριγμα τους έχει απομείνει ο πολιτικάντης θείος τους. Ο γάμος για την μεγάλη είναι φρούδα ελπίδα και περιορίζεται να αυτοχρίζεται επικεφαλής της οικογένειας με τρόπο αυταρχικό, η δεύτερη ακολουθεί τον ίδιο δρόμο, η Τρίτη περιφρονεί όλο το περιβάλλον γύρω της και ονειρεύεται να ξεφύγει από αυτό μέσα από σπουδές και δουλειά στην Αθήνα αλλά προδίδεται από τον Αθηναίο ξένο που της «πούλησε έρωτα», ενώ η τέταρτη η μικρή με την οποία ένας φιλάσθενος φοιτητής είναι ερωτευμένος, είναι ο κρίκος επικοινωνίας όλων, που θα συντριβεί και αυτή με την έλευση του αδερφού, ο οποίος θα ξεπουλήσει και την εναπομείνασα περιουσία ως «άνδρας και αρχηγός», θα εξαφανιστεί και θα καταδικάσει στη δυστυχία όλη την οικογένεια.

Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη μετουσίωσε αυτό το έργο του μεσοπολέμου σε μια ολόφρεσκη, ζωντανή και σημερινή παράσταση, με τη βοήθεια της δραματουργικής επεξεργασίας του Κωνσταντίνου Κυριακού, ο οποίος έδωσε νέα πνοή με στακάτους, άμεσους και φρέσκους διαλόγους. Σε μια λιτή σκηνογραφία της Δήμητρας Λιάκουρα, συμπύκνωσε τα νοήματα του έργου, φώτισε τις στιγμές του, και συνέδεσε με ευρηματικό τρόπο το τότε με το τώρα, το χτες με το σήμερα, αποκαλύπτοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Γρήγοροι ρυθμοί, διαδοχικές εναλλαγές σκηνών, ζωντάνια και μουσικότητα.

Συνεπής στην Τσεχωφική ατμόσφαιρα που ο ίδιος ο συγγραφέας επιβάλλει στο δημιούργημά του τόσο ως θεματολογία, όσο και σαν κλίμα και αντίληψη, έντυσε στα μαύρα τις ηρωίδες (κοστούμια Μαρία Παπαδοπούλου) φωτογραφίζοντας τις ψυχές τους, για να τους φορέσει νυφικά αργότερα αποκαλύπτοντας τις προσδοκίες τους για μια άλλη ζωή. Υψώνει τα τείχη του ζοφερού , μονότονου παρόντος τους για να τα γκρεμίσει στην ελπίδα για αλλαγή. Συγκεντρώνει όλα τα ανδρικά πρόσωπα του έργου σε έναν και μοναδικό άντρα ηθοποιό, με έκδηλο συμβολισμό και σημειολογία.

Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη δίδαξε και οδήγησε την ομάδα της, στα χνάρια των χαρακτήρων του έργου: Είδαμε μια ευαίσθητη, εύθραυστη και δροσερή μικρή αδερφή Ανθούλα από την Πέπυ Μαυρίδη,  μια σαρωτική Μαρίνα από την Κατερίνα Μπιλάλη που απέδωσε με εξαιρετική ισορροπία και χωρίς μελοδραματισμούς την τραγικότητα της ηρωίδας της, την αλλοπαρμένη και απόκοσμη Ροζαλία από την Γιώτα Τότσικα και μια στεγνή, αποστεωμένη Λεμονιά, ίσως την πλέον προδομένη και διαψευσμένη από όλες τις αδερφές και γι αυτό τόσο σκληρή, στο πρόσωπο της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, η οποία στάθηκε όρθια στο πολύ δύσκολο σύμβολο «αντρογυναίκας» που η σκηνοθέτης εμφύσησε στον χαρακτήρα της, ντύνοντας την με αντρικά ρούχα. Η Μαίρη Χήναρη, βαθιά συγκινητική και σπαρακτική στο ρόλο της μάνας. Εξαιρετικά σοφή η επιλογή του Κωνσταντίνου Κάππα, να «ντυθεί» όλους τους ανδρικούς ρόλους της παράστασης: γίνεται το λαμόγιο θείος, ο ομορφονιός αγύρτης εραστής, ο φιλάσθενος ερωτευμένος, ο ντροπαλός δάσκαλος, ο απατεώνας αδερφός. Αποδεικνύεται εξαιρετικά ευέλικτός στην αλλαγή «ήθους» και χαρακτήρων, ένας απολαυστικός ηθοποιός, ένα εξαιρετικό στέλεχος του θεάτρου μας.

Ο Στάθης Δρογώσης μελοποιεί Παλαμά, και μας χαρίζει υπέροχες μουσικές, η Ειρήνη Κλέπκου δίνει αρμονία και μουσιικότητα στην κίνηση, όμορφα τα σκοτάδια και οι λάμψεις του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.

Το Γαμήλιο Εμβατήριο, καθίσταται υπόδειγμα παράστασης που καταφέρνει να συνδέσει ένα παρελθόν που δεν είναι και τόσο μακρινό όσο δείχνει με ένα παρόν που δεν είναι τόσο σύγχρονο όσο φαίνεται. Και σε αυτό, το πολύ δύσκολο και κομβικό στοιχείο, η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη το μεταχειρίστηκε και βεβαίως τοπ ανέδειξε  με ευαισθησία, σεβασμό, έμπνευση και αγάπη.

Info: Γαμήλιο Εμβατήριου, του Άγγελου Τερζάκη, σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη. Κάθε Δευτέρα & Τρίτη (21:00) στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Αθήνα Τ. 2103464380)