Η Δήμητρα έχει κέφια, είδαμε την «Μαντάμ Σουσου» στο θέατρο Δάσους

Κείμενο: Μαρκία Λιάπη (markiali@yahoo.gr)

«Να σας δώσω να καταλάβετε καλύτερα.
Εμείς οι μοντέρνοι ζωγράφοι της σουπερμοντέρνας σχολής εξετάζομε τον εσωτερικό κόσμο του μοντέλου, τις διακυμάνσεις της αίσθησής του, την εσωτερική δυναμικότητα ενάντια στην εξωτερική αντίσταση, το υποφαινόμενο ενάντια στο φαινόμενο και το επιφαινόμενο. Και αυτά ζωγραφίζουμε. Έγινα σαφής τώρα;»
Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια.

Η Μαντάμ Σουσού υπήρξε. Έτσι υποστηρίζει η νέα διασκευή του μυθιστορήματος του Δημήτρη Ψαθά από την Δήμητρα Παπαδοπούλου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και την ίδια στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο του Ψαθά μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια και υπογραμμίζει την σημασία της κωμωδίας χαρακτήρων για την νεοελληνική θεατρική σκηνή ή και γενικότερα για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Γιατί μας κάνει να γελάμε η χαριτωμένη φαντασιόπληκτη Σουσού, πόσο εύκολα ανεβοκατεβαίνουμε τα ταξικά σκαλιά από τα αλώνια στα σαλόνια και τούμπαλιν, ποιά είναι η κωμική πλευρά του βαρυσήμαντου φαίνεσθαι και είναι, και τέλος, γιατί η Δήμητρα Παπαδοπούλου είναι πλέον ένα λαϊκό είδωλο;

Ρεμπέτικο και καλή καρδιά
Η σύγχρονη απόδοση, τόσο σεναριακά όσο και δραματουργικά, ενός έργου της δεκαετίας του ’40 θα αποτελούσε ένα δυνατό στοίχημα με το χρόνο αν δεν μιλούσαμε για κωμωδία χαρακτήρων, και ειδικά για κωμωδία ενός χαρακτήρα πασίγνωστου και μυθικού για την νεοελληνική πραγματικότητα όπως είναι η Σουσού. Η μεγαλομανία και η «τρέλα» της φτωχής συζύγου του ψαρά Παναγιωτάκη και η βόλτα της από την κολωνακιώτικη αριστοκρατική μέχρι την επιστροφή στη λαϊκή γειτονιά είναι όλο το ζουμί του έργου του Ψαθά, και αυτό στο οποίο σοφά επιλέγει να βασιστεί η σκηνοθετική γραμμή. Η Σουσού αποτελεί τον κεντρικό τύπο γύρω από τον οποίο οι υπόλοιποι τοποθετούνται για να στολίσουν απλώς το ράφι της. Ο καλόκαρδος Παναγιωτάκης έρχεται σε αντίθεση με τον υπερόπτη απατεώνα Καντακουζηνός, οι άνευ ηθικής κυρίες της καλής τάξης συγκρούονται με τον αυθεντικό ρομαντικό κόσμο της αυλής –η μοιχεία της αριστοκράτισσας με την συγκρατημένη αγάπη των δύο νέων στη γειτονιά του Βύθουλα–,  οι ρηχοί υπηρέτες του σαλονιού με την αφοσιωμένη αγάπη της λαϊκής καμαριέρας, ο βαρετός κόσμος της ψευτο-διανόησης με τον ρεμπέτικο χορό της αυλής. Το νοηματικό καρέ τον αντιθέσεων μοιράζεται σε δραματικά καρέ γρήγορων σκηνικών αλλαγών, με σύντομα μουσικά ιντερμέδια από την Ειρήνη Ψυχράμη, προσπαθώντας παράλληλα να αφήσει χώρο για την tour de force παρουσία της Σουσούς αλλά και να συμπυκνώσει τα παραπάνω νοήματα στις σκηνές του πλαισίου. Το αποτέλεσμα είναι, δυστυχώς, συμπιεσμένο και εκβιαστικό σε αρκετά σημεία –και αυτά αφορούν τον κόσμο της αυλής–, αποδεικνύοντας, τελικά, πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση του πραγματικά αυθεντικού στο θέατρο, χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπουμε το γεγονός των ήδη πιεστικών συνθηκών μιας παράστασης ανοιχτού θεάτρου (απουσία διαλλειμάτων, γρήγορη ροή, γρήγορες αλλαγές σκηνικών και αντικειμένων).

Φόρος τιμής
Μέσα στη γραμμική σκηνική παράταξη η ερμηνεία της Δήμητρας Παπαδοπούλου ρέει αβίαστα και στηρίζει τα κωμικά και λαϊκά θεμέλια της παράστασης. Δεν είναι ο ήχος της ρεμπέτικης Προύσας που επαναλαμβάνεται ως μουσικό μοτίβο των “καλών”, αλλά η Δήμητρα –σκέτο, όπως πρέπει– που αποδεικνύει την σημασία της ειλικρινούς και καλόκαρδης κωμικής «τρέλας» της Σουσού. Η Σουσού, με όλες τις υπεροπτικές πόζες της, παρουσιάζεται στις διακυμάνσεις της, στο τραγικό και το κωμικό της παιχνίδι, στην παράλογη βόλτα της από την λυπηρή πραγματικότητα, ακόμη και στην τύποις καταγγελία της ψεύτικης αριστοκρατίας, και για όλους αυτούς τους λόγους είναι ο μοναδικός αληθινός χαρακτήρας της παράστασης. Έτσι, όπως έξυπνα υποδεικνύει το φινάλε –προσωπικός φόρος τιμής της Δήμητρας–  ο χαρακτήρας παραμένει ζωντανός γιατί το παράλογο ομορφαίνει την πεζή λογική, χάρις στην παράλογη πένα του Δημήτρη Ψαθά και, θα προσθέταμε εμείς, χάρις στην παράλογη ειλικρίνεια της Δήμητρας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ