Η Ανάπλαση ενός παραληρήματος, του Γιώργου Κουγιουμτζή

«Αλλά ποιός άκουσε ποτέ την Κασσάνδρα για να την ακούσει τώρα;»

Εμπνευσμένος από το μυθικό χαρακτήρα της περιώνυμης μάντισσας κι έχοντας δανειστεί μόνον τα απολύτως απαραίτητα για να δομήσει το χαρακτήρα της, ο Ανδρέας Φλουράκης αποδίδει την «Κάσσυ» του (υποκοριστικό της Κασσάνδρας) με τη συνοχή και τον ειρμό ενός ονείρου – στο πρότυπο κι όχι αταίριαστα προς την εγνωσμένη προφήτισσα με τον ακατανόητο κι απορριπτέο από τους συγχρόνους της λόγο. Μολονότι η θεματολογία αφορμάται από την αρχαιότητα, ο χρόνος είναι σχετικός, σχεδόν ρευστός στην παράσταση, ώστε οι έννοιες του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος να είναι ελεύθερα – κι ηθελημένα – ανταλλάξιμες μεταξύ τους, προσδίδοντας στο κείμενο μία διαχρονικότητα, αν όχι και μία αύρα απροσδιόριστου προφητικού μυστικισμού.

Ο χαρακτήρας της Κασσάνδρας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη μυθολογία του τρωικού πολέμου, αλλά και την αρχαία ελληνική τραγωδία: αγαπημένη κόρη του βασιλιά των Τρώων Πριάμου, μαθαίνει τη μαντική τέχνη από τον Απόλλωνα, με τον οποίο μοιράζεται ένα πρόσκαιρο ειδύλλιο, στο πέρας του οποίου ο θεός την καταριέται ουδέποτε οι προφητείες της να βρίσκουν ανταπόκριση, ουδείς να την πιστεύει. Η ίδια, προβλέπει την έναρξη του πολέμου ήδη από την αναχώρηση του Πάρη για την Ελλάδα, προβλέπει την πτώση της Τροίας με την αποδοχή του Δούρειου Ίππου, όμως οι προειδοποιήσεις της δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα από τους συμπατριώτες της. Συνεπεία τούτου, η Κασσάνδρα θα δει την πόλη της να τυλίγεται στις φλόγες και θα καταλήξει λάφυρο του Αγαμέμνονος, του οποίου τη μοίρα θα ακολουθήσει κατά την επιστροφή τους στις Μυκήνες.

Η «Κάσσυ» απέσπασε το Τρίτο Βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Θεατρικού Μονοδράματος για τη διετία 2006-2008, που οργανώθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου και την UNESCO, και η πλοκή της φαίνεται σε πρώτο επίπεδο αρκετά απλοϊκή: η «δράση» (αν μπορεί δοκίμως να ειπωθεί αυτό) τοποθετείται σε έναν «Ενδιάμεσο Χώρο» (sic), μία Limbo, όπου η Κάσσυ αναπαύεται σε έναν αέναα ανακυκλούμενο λήθαργο, έως ότου ένα επείγον μήνυμα από την Ιφιγένεια, που την προσκαλεί στον Πάνω Κόσμο, την αφυπνίζει. Το ενδιαφέρον, όμως, του συγγραφέα, δεν εστιάζει ούτε στο παρελθόν της ούτε στους λόγους που καλείται από την Ιφιγένεια, ούτε και στο έργο που θα επιτελέσει επιστρέφοντας στον κόσμο των ζωντανών. Τουναντίον, οι θεατές παρακολουθούν την αφύπνιση και τη διαδικασία της μετάβασής της, σε ένα μάλλον στατικό πλαίσιο, όπου έρχονται στο προσκήνιο αναστοχασμοί, όνειρα και προφητείες – απευθυνόμενα στο σύγχρονο, αλλά πάντα δύσπιστο κοινό, του οποίου γεγονότος έχει την επίγνωση (και το παράπονο) η πρωταγωνίστρια του δράματος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο παραληρηματικός μονόλογος του αρχικού κειμένου διασπάται σε τέσσερα, σχεδόν πλήρως διακριτά, αλλά αλληλένδετα και διαπλεγμένα μεταξύ τους τμήματα, έκαστο εκ των οποίων ερμηνεύεται από διαφορετική ηθοποιό και σκηνοθέτη. Η διάδραση μεταξύ των τεσσάρων ενσαρκώσεων της «Κάσσυ», η κάθε μία με ιδιαίτερο χαρακτήρα και προσωπικότητα, προσφέρει μία μοναδική ενέργεια και κίνηση στο κείμενο, μεταμορφώνοντας το μονόλογο σε διάλογο και τελικά σε παίγνιο μεταξύ των ηθοποιών. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί, «Η Κάσσυ είναι ένα έργο χωρίς σκηνικές οδηγίες, άρα ανοιχτό σε σκηνοθετικές και υποκριτικές αναγνώσεις». Αυτήν την ελευθεριότητα εκμεταλλεύονται η Κίρκη Καραλή, η Λίλλυ Μελεμέ, η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη και η Κυριακή Σπανού για να συν-δημιουργήσουν μία σύνθετη διασκευή, με προσωπικό χαρακτήρα, εμφατικές παρουσίες και ίση (δημοκρατική) συνύπαρξη.

Την εναρκτήρια προσέγγιση αναλαμβάνει η Μυρτώ Αλικάκη, η οποία αποδίδει εξαιρετικά την παθιασμένη εκδοχή της πρωταγωνίστριας, εκπέμποντας μία επαναστατικότητα, μολονότι –και διότι- κατατρύχεται από τύψεις. Τη σκυτάλη αναλαμβάνει κατόπιν η Αμαλία Αρσένη, εγγύτερα στη μυθολογική της προέλευση, εκπέμπει μια πληγωμένη συναισθηματικότητα, την παρεξηγημένη της διάσταση και τον πόνο που απορρέει από αυτήν. Ακολουθεί στη σειρά η Φαίη Ξυλά, ερμηνεύοντας με ξέφρενη ενεργητικότητα μία «ειδησεογραφική» διάσταση της μάντισσας, εγκλωβισμένη όμως περισσότερο από όλες στη «λούπα» της, παρουσιάζει γνήσια τραγικότητα στις μεταπτώσεις της. Την τελευταία εκδοχή της Κασσάνδρας ενσαρκώνει η Λένα Ουζουνίδου, η οποία, με στεντόρεια φωνή και μάλλον σκωπτική διάθεση, προσφέρει με παραμυθώδες ύφος ακριβώς ένα -πολύ διαφορετικό- παραμύθι. Την επιμέλεια, τέλος, της αφαιρετικής σκηνικής παρουσίας ανέλαβε η Άση Δημητρολοπούλου.

Ορισμένες καταληκτικές σκέψεις εν είδει συμπεράσματος: Η «Κάσσυ» απέχει παρασάγγας από τον κλασσικό μονόλογο, όσο κι από το συμβατικό δράμα. Η δομή της έχει τη μορφή των συνειρμών με τη συνεκτικότητα ενός παραληρήματος, ενίοτε δύσκολου να ακολουθηθεί από τη λογική σκέψη. Μνήμες και όνειρα περιπλέκονται και το αληθινό από το φαντασματικό, το παρελθόν από το μέλλον δύσκολα διακρίνονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να απαιτείται η προσοχή του θεατή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, με την κριτική ικανότητα οξυμένη ώστε η κατά τα λοιπά δυσνόητη ακολουθία να νοηματοδοτηθεί στο φως των ανωτέρω. Όμως, οι απολαβές είναι πλούσιες και τα μηνύματα σύγχρονα κι επίκαιρα, με αποτέλεσμα να είναι ασφαλές να ειπωθεί ότι η «Κάσσυ» έχει διαχρονικό χαρακτήρα. Εκεί έγκειται άλλωστε και το παράπονο της ίδιας: η κάθε εποχή έχει τη δική της Κασσάνδρα, τη δική της παρεξηγημένη προφήτη, που προσφέρει αφειδώς της προειδοποιήσεις της και της ορμηνείες της προς τους συνανθρώπους της. Ο άνθρωπος όμως, ενώπιον όλων των σημείων που καταδεικνύουν τις καταστροφικές συνέπειες των επιλογών του, αδρανεί, ασυνείδητα ή, τραγικότερα, συνειδητά, κωφεύει προς τις παραινέσεις και προτιμά να αγνοήσει τις προτροπές προς δράση ή αποχή, καταδικάζοντας κάθε φορά την Κασσάνδρα να γίνεται θεατής της υλοποίησης όλων όσων προείδε και επεδίωξε να αποτρέψει. Εκεί ακριβώς δε έγκειται και η τραγικότερη έκφανση της «Κάσσυ»: στην επίγνωση και συνειδητότητα της επικείμενης καταστροφής, της αδυναμίας της να την αποτρέψει, και ίσως, σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο στον χρόνο και τον χώρο, στην αποδοχή του πεπρωμένου της.