Κριτική: «Ο Καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

© Karol Jarek

«Ο Καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» είναι έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, το οποίο ο μεγάλος Γερμανός ποιητής επεξεργάστηκε επί μια πενταετία περίπου, μεταξύ 1926 και 1931, χωρίς όμως ποτέ να το ολοκληρώσει. Είναι ένα έργο λοιπόν ημιτελές, σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, προκλητικό, αντιπολεμικό, που καταγγέλλει την τρομαχτική βία των ενόπλων συρράξεων του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.

Του πολέμου από τον οποίο τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες, το τετραμελές πλήρωμα ενός άρματος πασχίζουν να ξεφύγουν. Εξουθενωμένοι σωματικά και ψυχικά, έχοντας βιώσει την απέραντη φρίκη της μάχης του Βερντέν, της μάχης όπου έπεφτε νεκρός ένας στρατιώτης το δευτερόλεπτο, δεν θέλουν να είναι εκείνοι τα επόμενα πεσμένα πιόνια της αιμοταβαμμένης σκακιέρας. Ωστόσο, η προδοσία του Φάτσερ, ενός εκ των στρατιωτών, πυροδοτούμενη από την αδιαφορία του, θα ωθήσει τους υπόλοιπους να στήσουν έναν κλοιό θανάτου τριγύρω του.

Το μεγάλο πλεονέκτημα ενός έργου τόσο αποσπασματικού όσο ο «Καταποντισμός» είναι η μεγάλη ελευθερία που προσφέρεται στον σκηνοθέτη για ελευθερία απόδοσης σκηνών και νοημάτων. Ταυτόχρονα, ενέχει όμως και τον μεγάλο κίνδυνο, ακριβώς γιατί δεν πατά κανείς σε σίγουρες μανιέρες, το τελικό αποτέλεσμα να απογοητεύει. Εδώ το δύσκολο εγχείρημα το αναλαμβάνει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Σίμος Κακάλας, ο οποίος κατάφερε να παρουσιάσει μια εκδοχή του έργου ανανεωμένη, διαδραστική, και με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό.
Ο Σίμος Κακάλας, κρατώντας συγχρόνως και τον ρόλο του αφηγητή-σκηνοθέτη, παίζοντας στην ουσία τον εαυτό του, ήδη πριν την έναρξη του έργου βρίσκεται στη σκηνή και μας προετοιμάζει με ένα καφέ στο χέρι για το όσα πρόκειται να δούμε. Γρήγορα λοιπόν η παράσταση ξεκινά, με τον ίδιο να σηκώνει ένα σεντόνι, αποκαλύπτοντας τον υπόλοιπο θίασο , 4 άντρες και δύο γυναίκες, καθισμένους γύρω από ένα τραπέζι.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δίπλα στο τραπέζι, φορτωμένο ετερόκλητα αντικείμενα, θα καθίσει και ο σκηνοθέτης και με την βοήθεια ενός λάπτοπ (!) ξεκινά την παρουσίαση του έργου στο κοινό. Απευθύνεται άμεσα, συνομιλεί με τους θεατές, καθοδηγεί τους ηθοποιούς, καυτηριάζει την επιτηδευμένη ρηχότητα πολλών έργων και θεατών, περιγράφει εν συντομία τη βία του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που τάραξε την Ευρώπη και μας σχολιάζει με συντομία ανά διαστήματα τα όσα εκτυλίσσονται στο κέντρο της σκηνής.

Το έργο από τη μία στηρίζεται στο έξωθεν της πλοκής, την θεατρική πρόβα, και από την άλλη στο ένδοθεν, στις σκηνές τις αντλούμενες μέσα από τις μπρεχτικές σελίδες. Και εκεί νομίζω είναι και το κομμάτι που κερδίζει τον θεατή. Οι ηθοποιοί (Μιχάλης Βαλάσογλου, Νίκος Γιαλελής, Χαρά Κότσαλη, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Εμμανουήλ Πετράκης, Φελίς Τόπη), κάνοντας χρήση μασκών, δια χειρός Μάρθας Φωκά η οποία έχει κάνει καταπληκτική δουλειά, μας εισάγουν σε ένα αληθινά εφιαλτικό σκηνικό. Άλλοτε με διάλογο, άλλοτε με όμορφες χορογραφίες, ακόμη και βγαίνοντας από τον ίδιο το χώρο του θεάτρου, οι ήρωές μας μοιράζουν απλόχερα στιγμές τρόμου, κατευθείαν βγαλμένες από το πεδίο των μαχών, ή εσωτερικής ταραχής και μοναξιάς, ή και ανθρώπινου πάθους, ερωτικού, προδοτικού.

Βέβαια, ακριβώς ο τρόπος απόδοσης των σκηνών πολλές φορές δεν αφήνει περιθώρια για πλήρη αντίληψη του τι συμβαίνει πάνω στο σανίδι. Ενώ ο αφηγητής περιγράφει, συχνά δεν εξηγεί. Ενώ οι ηθοποιοί ερμηνεύουν, δεν απευθύνονται στο κοινό, μόνο κοινό σημείο μας παραμένει ο σκηνοθέτης. Αυτό είναι και η μόνη αδυναμία μιας τόσο ευφάνταστης παράστασης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ενώ οι σκηνές, πάντα εκφωνούμενες, διαδέχονται η μία την άλλη, έχοντας από την μία την αποσπασματικότητα του ίδιου του έργου, και από την άλλη την επιλογή της ερμηνείας με μάσκες, με εναλλαγή φωνών, με επανάληψη γεγονότων υπό διαφορετικό πρίσμα, αργό τέμπο ανά σημεία, πολύ αργό τέμπο ανά σημεία, οι θεατές καταλήγουμε να βιώνουμε μια εντυπωσιακή θεατρική εμπειρία, χωρίς όμως να καταλαβαίνουμε απόλυτα τα γιατί και τα πώς του σεναρίου.

Απουσιάζει ίσως ένας πιο σταθερός νοηματολογικός σκελετός που να προσέδιδε στην εξέλιξη της πλοκής μιας στιβαρή εσωτερική συνέχεια. Αλλά αυτό δεν ελαττώνει την απόλαυση του έργου. Ενός έργου το οποίο όχι μόνο υποστηρίζεται από ορεξάτους και ικανούς ηθοποιούς, αλλά και από την μουσική που έγραψε για την παράσταση ο ακούραστος Γιάννης Αγγελάκας. Με τον επαναστατισμό που έχει εμφυσήσει στα τραγούδια του έργου, αφυπνίζει έντονα συναισθήματα, το πάθος για έναν κόσμιο πιο δίκαιο, τη θέληση για τερματισμό αυτής της ανόητης βίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακόμη και από τις πιο μικρές λεπτομέρειες, τις γυναίκες που καθαρίζουν φασολάκια φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες, τον χορό των κύκνων με τις στολές των στρατιωτών, ή τον χαρακτηριστικό, επαναλαμβανόμενο περιοδικά, ήχο των windows που μας υπενθυμίζει τους νεκρούς που αυξάνονται ασταμάτητα, «Ο Καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» θίγει με τρόπο υπαινικτικό, πρωτότυπο, ευφυή πολλά θέματα επίκαιρα όσο ποτέ: τη βία, το μισογυνισμό, τον τρόπο του πολέμου, το παράλογο του ανθρώπινου χαμού. Και το κάνει χωρίς ποτέ να βαραίνει με ασήκωτο βάρος τις ψυχές των θεατών, παρά με άφθονο γέλιο, γιατί στο κάτω κάτω είναι και το μόνο διέξοδο σε αυτήν την μαύρη τρύπα της απώλειας.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση.

Info: Τετάρτη έως Σάββατο 21:00, Κυριακή 20:00 (μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2019) στην Πειραματική Σκηνή -1 (Πανεπιστημίου 48, Ρεξ)