Κριτική για την παράσταση ‘Εντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν σε σκηνοθεσία/διασκευή Δημήτρη Γεωργαλά που παρουσιάζεται στο Bios.
Όταν ο Ερρίκος Ίψεν έγραφε το έργο «Έντα Γκάμπλερ» στα τέλη τού 19ου αιώνα, πού να φανταζόταν πως διαμόρφωνε, με φροϋδικούς όρους, πλήρως νευρωτικούς γυναικείους χαρακτήρες. Η Έντα, δεν βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τρέλα (απουσία λογικής των πράξεων) και την απώλεια συνείδησης. Αντίθετα, οι στόχοι και τα κίνητρά της έχουν μια αθέατη, προσωπικά ερμηνεύσιμη, λογική από μόνοι τους.
Το επιθυμητό για την ηρωίδα δεν είναι ευκρινές, ούτε και αναγνωρίσιμο από την «κοινή» πρόθεση των καθημερινών ανθρώπων. Οι στόχοι, επομένως, μίας τέτοιας προσωπικότητας διαμορφώνονται σε ένα κλειστό σύστημα αξιακών κωδίκων, οι οποίοι ερμηνεύονται με στο ίδιο μεθοδολογικό επίπεδο του περιβάλλοντος κόσμου, γύρω της.
Σε μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία, Δημήτρη Γεωργαλά, παρακολουθούμε μία νέα οπτική θέασης του έργου. Ο σκηνοθέτης, δεν επικεντρώνεται στο πρόσωπο της γυναικός (βλ. Έντα), αλλά διαμορφώνει γέφυρες ανάπτυξης ανάμεσα στους χαρακτήρες. Θα έλεγε κανείς πως λαμβάνει αποστάσεις από την πρωταγωνίστρια· ότι δεν είναι η Έντα αυτή που αποτελεί το κέντρο τού ενδιαφέροντος, αλλά, αντίθετα, τρία άλλα πρόσωπα της ιστορίας, τα οποία φαινομενικά συμπληρώνουν τον κεντρικό ρόλο, όμως στην περίπτωσή μας αποκτούν πολύπλευρη παρουσία επί σκηνής.
Μία σκηνική άποψη αφαιρετικά ορισμένη, με συμβολικές αναφορές σε χώρους εντός τής οικίας, στην οποία έχει μετακομίσει το ζεύγος, δίνει το πρώτο στίγμα τού σκηνοθέτη, προσθέτοντας το βάρος τού οπτικού νεύρου τού θεατή στα πρόσωπα απευθείας. Η Έντα, η κόρη ενός αριστοκρατικού και αινιγματικού στρατηγού, μόλις επέστρεψε από τον μήνα τού μέλιτος, με τον σύζυγό της Γιέργκεν Τέσμαν, έναν νέο, επίδοξο και φιλόδοξο ακαδημαϊκό, που συνέχιζε την έρευνά του κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού. Όπως μαρτυρά η ηρωίδα, δεν τον αγάπησε ποτέ· τον παντρεύτηκε αναλογιζόμενη τα χρόνια της, που περνούν, και τη λάμψη της, που χάνεται. Γάμος από συμφέρον, λοιπόν, και ο σκηνικός χώρος επιτείνει να υπογραμμίζει το ανελεύθερο περιβάλλον αυτών των επιλογών. Η επανεμφάνιση στο προσκήνιο του ακαδημαϊκού-αντιπάλου τού Γιέργκεν, Άιλερτ Λέβμποργκ, ταράσσει τη ζωή τους, όπως και αυτή τής παλιάς συμμαθήτριας της Έντα, Τέα Έλβστεντ. Τα πρόσωπα τα οποία, εν τέλει, διαμορφώνουν την ιστορία, είναι αυτά των Άιλερτ και Τέα, καθώς και του Δικαστή Μπρακ.
Τρία πρόσωπα μοχλοί τής εξέλιξης, καθώς μεταφέρουν στον θεατή τις προεκτάσεις και τις συνέπειες των ενεργειών των κεντρικών ηρώων. Μόνο που στην εν λόγω παράσταση δεν είναι η Έντα, ούτε και ο Γιέργκεν, τα κεντρικά πρόσωπα ερμηνείας, αλλά οι τρεις ρόλοι, στους οποίους αναφερθήκαμε. Η Έντα, την οποία υποδύεται η Τζούλη Σούμα, χαρακτηρίζεται από μελοδραματική ερμηνευτική απόδοση, γεγονός που σίγουρα υπονομεύει τον ψυχαναλυτικά παθολογικό χαρακτήρα της. Συμβατική η παρουσία της, λοιπόν, επί σκηνής, δίνοντας χώρο στην Τέα, την οποία ερμηνεύει η Μαργαρίτα Βαρλάμου, να αποκτήσει υπόσταση με την επαγγελματική ανάπτυξη του ταλέντου της. Έντονα συναισθηματική ερμηνεία, με μορφικές εκφράσεις που αποτυπώνουν ανάγλυφα τις μεταβολές τις οποίες υφίσταται κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων, η Μαργαρίτα Βαρλάμου θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως η κεντρική πρωταγωνίστρια και ο Βαγγέλης Παπαδάκης με διαφορά κεντρικός πρωταγωνιστής τής παράστασης, ως Έιλερτ Λέβμποργκ, κι αυτό όχι επειδή ο ρόλος του κεντρίζει το ενδιαφέρον από αισθητικής άποψης, δεδομένου ότι η συμμετοχή του είναι περιορισμένη σε σχέση με άλλους συμπρωταγωνιστές, αλλά υπό την οπτική κατά την οποία ο Βαγγέλης Παπαδάκης παρεμβαίνει στην παράσταση με όρους απόλυτα δομημένους, με όρους ταυτισμένους με τα χαρακτηριστικά τού ήρα που ερμηνεύει, προσδίδοντας υπεραξία συνολικά στην παράσταση.
Τέλος, ο Δικαστής Μπρακ, ρόλο τον οποίο υπηρετεί ο Νίκος Δερτιλής, μοιάζει πρόσωπο-γέφυρα εντός τού συλλογικού αφηγήματος, αλλά με διφορούμενη παρουσία, γιατί αφενός είναι δεικτικός και άμεσος στις εκφραστικές του προσεγγίσεις, αφετέρου κατευθύνεται με τέτοιο τρόπο από τον σκηνοθέτη που σε ορισμένες σκηνές μοιάζει παράταιρος έως και υπερβολικός. Ο σκηνοθέτης, Δημήτρης Γεωργαλάς, αντιμετώπισε τον Γιέργκεν Τέσμαν με όρους επιείκειας. Στον ρόλο, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος, διέκρινε έναν χαρακτήρα συναισθηματικό υποχείριο μίας ψευδαίσθησης, μίας αληθοφάνειας της προσωπικότητάς που είχε αναλύσει ο Ίψεν στο πρωτότυπο έργο. Ειδικότερα, δεν του αφήνει περιθώριο δράσης, τον μεταχειρίζεται περισσότερο με ευαισθησία, παρά με έναν ώριμο τόνο πνευματικής υπόστασης. Τέλος, η Τζούλια Τέσμαν, την οποία υποδύεται η Λένα Φραγκούλη, παρουσιάζεται με την ευγένεια τής καλλιτεχνικής της δυναμικής, ως μία προσωπικότητα συμπαθητική και συγκαταβατική, προέκταση του συναισθηματικού κόσμου τού Γιέργκεν Τέσμαν.
Η δε επιμέλεια δραματουργικής κίνησης της Φαίδρας Σούτου ανά στιγμές θυμίζει περισσότερο μία προσπάθεια αυτονόμησης των προσώπων και των κινήσεών τους στον χώρο, αποκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες εξέλιξης της πλοκής, παρά μία ενιαία σύνδεση ανάμεσα σε γεγονότα και πρόσωπα. Κινούνται στον χώρο απλά για να «γεμίσουν» τη σκηνή, χωρίς ουσιαστική σημασιοδότηση. Στη δε σκηνή με τους οργιαστικούς χορούς, η σκηνοθετική άποψη τίθεται σε εντελώς λαθεμένη βάση, παρουσιάζοντας την κορύφωση των ψυχοσωματικών εκδηλώσεων με όρους διονυσιακής κορύφωσης. Προφανώς και ο σκηνοθέτης «είδε» την εν λόγω εκστατική διαδικασία με σύγχρονους όρους ατομοκεντρικής εκδήλωσης, γεγονός το οποίο αδικεί το σύνολο της παράστασης.
Συνολικά, επρόκειτο για μία παράσταση υψηλών προσδοκιών, αλλά με χαμηλό επίπεδο αντίληψης των προσώπων και των χαρακτήρων, γεγονός το οποίο υποβαθμίζει τόσο την κεντρική, στο έργο τού Ίψεν, ηρωίδα, όσο και το αίνιγμα της ατομικής ηθικής με το οποίο καταπιάνεται, μεταξύ άλλων.
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.