Κριτική: «Οιδίπους Τύραννος» σε σκηνοθεσία Σ. Κακάλα / Μοντερνισμός και θέατρο

«Ο Γιάννης Στάνκογλου στον κεντρικό, πρωταγωνιστικό, ρόλο ομολογουμένως είναι απόλυτα συνυφασμένος με τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά του Οιδίποδα»

Κριτική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα, με τον Γιάννη Στάνκογλου στον ομώνυμο ρόλο.

Η περίπτωση της παράστασης Οιδίπους Τύραννος

Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, 5ος αιώνας π.Χ.. Από τα σημαντικότερα έργα της κλασικής γραμματείας με κεντρικό μοτίβο την ολοκληρωτική εξάρτηση του ατόμου από τη μοίρα και την αδυναμία υπέρβασης του καθορισμένου προορισμού. Η ιστορία είναι γνωστή, με τον Οιδίποδα βασιλιά της Θήβας εν μέσω πανδημίας στην πόλη, λαμβάνει χρησμό από το μαντείο των Δελφών σύμφωνα με τον οποίο η λύση βρίσκεται στην τιμωρία του φονιά που θανάτωσε τον Λάϊο, προηγούμενο βασιλιά της Θήβας. Ο Οιδίπους θα αναζητήσει τον δράστη έως ότου καταλήξει στην αλήθεια: δολοφόνος του Λάϊου, και πατέρας του, είναι ο ίδιος, παντρεμένος πια με τη μητέρα του Ιοκάστη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η πραγματικότητα οδηγεί τον Οιδίποδα στην αυτοτύφλωση και την εξορία. Πρόκειται για ιστορία με έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις, εσωτερικές αντιθέσεις που βιώνουν οι ήρωες του έργου, ανάμεσα σε ρόλους θύτη και θύματος σε εναλλασσόμενη διασύνδεση, και τη γνωστή τραγική κορύφωση. Συνείδηση και άγνοια, λογική και μοίρα αλληλοσυνδέονται, με τον σκηνοθέτη Σίμο Κακάλα να επιχειρεί την πραγμάτευση της φανέρωσης αυτών των εσωτερικευμένων αντιθετικών στοιχείων, δίχως έμφαση στις τεχνολογικές δυνατότητες και την προσωποκεντρική αναφορά. 

Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε τη χρήση μάσκας ως συνθετικό στοιχείο του Χορού επί σκηνής, αλλά και ως σημασιολογικό δείκτη καθολικής συμμετοχής των θεατών στον χώρο και τον χρόνο των διαδραματιζόμενων γεγονότων, καθώς και μίας προσπάθειας μεταμόρφωσης, αισθητικής και ποιοτικής, των χαρακτηριστικών του έργου. Επρόκειτο επομένως για μία τελετουργικού χαρακτήρα διαδικασία, με τη χρήση μάσκας να λειτουργεί ως όριο και πλαίσιο αυτού.

Οι μάσκες αναδεικνύουν τον Χορό και αντανακλούν τα πρόσωπα των τραγικών ηρώων, της Ιοκάστης (υποδύεται η Μαριλίτα Λαμπροπούλου), του Τειρεσία (στον ρόλο ο Χρήστος Μαλάκης) και του Κρέοντα (ο Γιάννης Νταλιάνης) και μια σειρά άλλων ηθοποιών που ενσαρκώνουν τον Χορό ως ενότητα, ως ενιαία γέφυρα μεταξύ χαρακτήρων και δράσης.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ουσιαστικά, μέσω της μάσκας οι εμπειρίες αποκτούν συλλογική ταυτότητα και αποκρύπτονται οι ατομικότητες των ηρώων, ακριβώς επειδή το επίκεντρο του ενδιαφέροντος παραμένει ο άνθρωπος και οι δεσμοί του με τις υπερφυσικές δυνάμεις ως ετεροπροσδιορισμοί της ζωής του.

Η χρήση των μασκών της Μάρθας Φωκά και τα σύγχρονα κουστούμια από τον Γιάννη Κατρανίτσα θέτουν, όμως, κι ένα ερώτημα. Το ερώτημα που σχετίζεται με τα όρια του μοντερνισμού στο αρχαίο θέατρο και τις προσαρμογές του στις απαιτήσεις του εκάστοτε «σήμερα». Όσο λιτή και προσεγμένη κι αν είναι η προσέγγιση των ενδυματολογικών επιλογών, δεν παύει αυτή να ορίζει την εξωτερική μορφή του έργου, ως συμβολική αντιστοιχία του παρελθόντος και του παρόντος. 

Τα σύγχρονα κουστούμια δεν συμβάλλουν στην αναβίωση του μύθου, ούτε την ενσάρκωση των χαρακτήρων στα σημερινά δεδομένα. Αντίθετα, δημιουργούν αναντιστοιχία με τις συνθήκες ύπαρξης του ίδιου του θεάτρου της αρχαιότητας με τη σημερινή θεατρική παραγωγή. Εάν στόχος είναι η αναβίωση του αρχαίου νοηματικού περιβάλλοντος κόσμου του έργου μέσω των ενδυματολογικών επιλογών, τότε η απάντηση είναι αρνητική. Δεν συμβάλλουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Δημιουργούν μία τεχνητή απόσταση του θεατή από τα δρώμενα, δεν προβάλλουν στη σκέψη την εξωτερικευμένη χρονική και χωρική βάση ανάλυσης των δεδομένων μίας εποχής, αλλά υπονομεύουν την τελευταία στο όνομα της σύγχρονης προσαρμογής.

Η σύγχρονη αισθητική των σκηνοθετικών και σκηνογραφικών επιλογών, εν τέλει, δεν προσφέρει μία νέα διατύπωση της προοπτικής των σημασιολογικών συστατικών της παράστασης. Εδώ εντοπίζεται και η αδυναμία του σύγχρονου θεάτρου να αντιληφθεί τα όρια του χρόνου και των δυνατοτήτων που κάθε έργο προσφέρει στην ανάλυσή του. Με άλλα λόγια, μολονότι τα νοήματα παραμένουν διαχρονικά και καθολικά, ατονούν και υποχωρούν όταν τα προσαρμόζουμε σε δεδομένα εντελώς διαφορετικά από τις συνθήκες που τα γέννησαν.

Ο Γιάννης Στάνκογλου στον κεντρικό, πρωταγωνιστικό, ρόλο ομολογουμένως είναι απόλυτα συνυφασμένος με τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά του Οιδίποδα. Η φυσική του έκφραση και η ένταση που δίνει στους χαρακτήρες είναι εκπληκτικές, αυτό συμβαίνει και στον Οιδίποδα. Η εκφραστική δεινότητα που τον διακρίνει, ο τρόπος μετάδοσης των ψυχολογικών μεταπτώσεων, η δυναμική στα χαρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου, σχηματοποιούν αυτήν ακριβώς την προσωπικότητα.

Ίσως η ερμηνεία του αισθητικά, μέσω της έμφασης στην εκφραστική αυτή εξωστρέφεια, να μην αντιστοιχεί στον χαρακτήρα του Οιδίποδα κατά Σοφοκλή, αλλά κερδίζει στα σημεία, ως πραγματικός μαέστρος επί σκηνής. Το αρχαίο θέατρο προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στα νοηματικά σχήματα που υπηρετούσε το σύνολο των ηθοποιών του έργου. Η αντιστροφή του οργανικού σχήματος και η μετάθεση της αξίας στη δυναμική της ατομικής παρουσίας, σημάδι των καιρών, είναι εξαιρετικά υπονομευτικό για τον σκοπό που υπηρετεί και σίγουρα αδικεί το έργο αυτό καθαυτό. 

 Ο Γιάννης Νταλιάνης στον ρόλο του Κρέοντα υπηρετεί τον πολύπλευρο χαρακτήρα μέσα από έκδηλες αντιθέσεις, πολιτικό λόγο και αντίλογο. Μένοντας προσηλωμένος στις απαιτήσεις ευημερίας της πόλης των Θηβών, υιοθετεί στάση και θέση σταθερή και ασυμβίβαστη. Είναι πολύ προσεγμένη και ισορροπημένη η παρουσία του επί σκηνής, προσδίδοντας συναισθηματικό υπόβαθρο σε μία ερμηνεία βασισμένη στην εξωτερική οπτική θέασης των πραγμάτων.

Από την πλευρά της, η Μαριλίτα Λαμπροπούλου στον ρόλο της Ιοκάστης είναι μοναδική στην αναπαράσταση ενός πολύπλοκα διαμορφωμένου εσωτερικού χώρου, εκφράζοντας λύπη, οδύνη, αλλά και αξιοπρέπεια με τρόπο δοτικά μεταφερμένο στη σκηνή και στο κοινό. 

Η σκηνοθετική άποψη του Σίμου Κακάλα βασίζεται στην παραπάνω ανάγνωση την οποία αναφέραμε στο πλαίσιο της αφαίρεσης και της λιτότητας. Δίνει έμφαση στη σωματοποίηση του κειμένου και της μορφοποίησής του, διατηρώντας τον ποιητικό λόγο του Σοφοκλή.

Στο σημείο αυτό αξίζει η θετική αποδοχή, καθώς η άρτια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα συναντά την έξοχη προσαρμογή του έργου στην πνευματική διάσταση του Σοφοκλή. Ακόμη, η μουσική του Φώτη Σιώτα συνδυάζει παραδοσιακά ακούσματα με έμφαση στην τελετουργική-δραματική αποτύπωση των σκηνών της παράστασης,  ενώ το σκηνικό του Γιάννη Κατρανίτσα μολονότι δεν θυμίζει σε τίποτα τα κλασικά δραματουργικά γνωρίσματα του αρχαίου θεάτρου, επιδιώκει, και εν πολλοίς πετυχαίνει, να υπηρετήσει τη λιτή προσέγγιση για την οποία έγινε νωρίτερα λόγος. 

Πρόκειται για μια ξύλινη εξέδρα, σύμφωνη με το σκεπτικό του σκηνοθέτη σχετικά με την γραμμική αναπαράσταση του έργου. Τέλος, η χρήση των φώτων υπό τη φροντίδα του Αλέκου Γιάνναρου κατορθώνει να προσδώσει ένταση στις κορυφώσεις των ηρώων και των σκηνών που απαιτούν ψυχολογική εκφραστικότητα. 

Συνολικά μία παράσταση στο μεταίχμιο της νοηματικής αποτύπωσης με μοντερνιστικά στοιχεία ενός κορυφαίου έργου της αρχαίας δραματουργίας. Ισορροπεί ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, ούσα η σκηνοθετική άποψη ενταγμένη στο πλέγμα των νεωτεριστικών χαρακτηριστικών και της απόπειρας προσαρμογής σε μία νέα οπτική της μορφολογικής και σημασιολογικής ερμηνείας του αρχαίου θεάτρου.

*Επόμενος σταθμός, την Τετάρτη 27/09 στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στο Google News και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebooktwitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.