Είδαμε την παράσταση «Ορέστης» του Ευριπίδη στο θέατρο Δάσους από το ΚΘΒΕ

Ένα φιλολογικό δείπνο για τον Ορέστη

«Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη»
Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα.

Τί ζητάμε από το ανέβασμα μιας αρχαίας τραγωδίας σήμερα; Τί ζητά το σύγχρονο κοινό από ένα έργο του 5ου αιώνα π.Χ.; Η ερώτηση δεν αποτελεί  φιλολογικό κλισέ ούτε ρητορικό πυροτέχνημα. Αντίθετα, αποτελεί ένα υπαρκτό πρόβλημα πολλών επαγγελματιών του θεατρικού χώρου και ένα αίτημα πολλών θεατών κατά τη διάρκεια του θέρους και την επιστροφή μας στην μητρική κοίτη του αθηναϊκού δράματος. Για το ελληνικό κοινό –ας παρακινδυνέψουμε, για την ελληνική ταυτότητα–  μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας φέρει μια ιστορική ηχώ: ενός ένδοξου πολιτισμού, ενός «θρησκευτικού» αλφαβητάριου για τα πάθη της ανθρώπινης ψυχής, ενός λυτρωτή –η αριστοτελική σκιά του ελέου και του φόβου είναι παρούσα, όπως και να το κάνουμε–  που θα μας καταδείξει το άμοιρο της ανθρώπινης μοίρας. «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να το ακουμπήσω», αν θυμηθούμε ξανά τα λόγια του Σεφέρη. Αυτό είναι το κατώφλι της αρχαίας τραγωδίας σήμερα και δεν μπορούμε να το πηδήξουμε μονομιάς, γιατί τότε απλώς θα βρισκόμασταν σε ένα νέο σκαλοπάτι, και έπειτα σε ένα νέο και η ιστορία θα συνεχιζόταν χωρίς να βρεθούμε ποτέ στο σπίτι του μύθου. Γιατί απλώς ο μύθος είναι ο ενοικιαστής της δικής μας πραγματικότητας, αυτός που κατοικεί προσωρινά στο δικό μας σπίτι για να περάσει μετά στο επόμενο κ.ο.κ. Και μέσα από αυτό θα κοιτάξουμε τον Ορέστη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη και μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.

Στη σφενδόνη

Η ιστορία του Ορέστη σχετίζεται με τον περιβόητο οίκο των Ατρειδών, δηλαδή μια από τις γνωστότερες μυθολογικές πρώτες ύλες για τους τραγικούς ποιητές. Γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης, σε συνεργασία με την αδερφή του Ηλέκτρα και τον φίλο του Πυλάδη, θα εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από την μητέρα του και τον εραστή της Αίγισθο, ερχόμενος έπειτα αντιμέτωπος με τις Ερινύες, τις θεϊκές μορφές αυτού που θα ονομάζαμε τύψεις συνείδησης. Η συνείδηση, τα λόγια και τα έργα, ο οίκος και η πόλη, η μητριαρχία και η πατριαρχία είναι τα θέματα που γυρίζουν στη σφενδόνη –ή αλλιώς στην αρένα– του δράματος του Ευριπίδη.

Έργο που διδάχθηκε το 408 π.Χ., λίγο μετά την καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελική εκστρατεία και λίγο πριν την οριστική ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, εντάσσεται σε μια ομάδα έργων που θα χαρακτηρίζαμε όχι αντι-πολεμικά, όπως εύκολα γίνεται καμιά φορά, αλλά οριακά, έργα μεταξύ τραγωδίας και παρωδίας, παρωδίας όχι μόνο των θεατρικών συμβάσεων, αλλά κυρίως της πίστης στους θεούς και στην πολιτική εξουσία. Στο δράμα, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα περιμένουν την απάντηση των Αργείων για την θανατική καταδίκη τους, συναντούν την Ελένη, τον Μενέλαο και τον παππού τους Τυνδάρεω, προσπαθούν με τη βοήθεια του Πυλάδη να εκδικηθούν την πηγή των πολλών κακών, την Ωραία Ελένη και την κόρη της την Ερμιόνη και στο τέλος σώζονται από την παρέμβαση του από μηχανής θεού Απόλλωνα. Αυτός είναι ο μύθος ενός έργου χωρίς δράση, ενός έργου που χτίζεται στο διάκενο της μητροκτονίας και της δίκης του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο, στο διάκενο της μετάβασης από ένα καθεστώς μητριαρχίας στην πατριαρχία, από το δίκαιο του οίκου στο δίκαιο της πόλης-κράτους. Γιατί το επόμενο διάκενο που συχνά ξεχνούμε, κρατώντας το παραπάνω μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια, είναι ότι για το κοινό της αρχαίας Αθήνας, η τραγωδία είναι το επικό τους παρελθόν, αυτό στο οποίο συγκρούονται τα οφέλη του οίκου και του ατόμου με αυτά της πόλης, πάντα γυρίζοντας την στρόφιγγα προς τη μεριά της πόλης, αλλά πάντα προβάλλοντας ότι αυτή η σύγκρουση υπάρχει. Ο τραγικός ήρωας συγκρούεται με θεούς και δαίμονες για να διδάξει για το τυχαίο της μοίρας και για να απορροφήσει τη σύγκρουση ατόμου και κοινωνίας που απασχολεί την νεοσύστατη δημοκρατία. Και ο Ορέστης είναι από τα πιο οξυδερκή έργα επάνω σε αυτή τη σύγκρουση.

Το κοίλον

Δεν μπορούμε λοιπόν να ταυτιστούμε πλήρως με το αρχαίο κοινό. Πρέπει να απορροφήσουμε την δική μας πραγματικότητα μέσα σε αυτό τον αρχαίο μύθο, να μπούμε από το κοίλον των θεατών στη σφενδόνη του μύθου –κάτι που συμβαίνει στην παράσταση του Κρατικού Θεάτρου και αποτελεί την σημαντικότερη αρετή της. Όπως αναφέρει ο Γιάννης Αναστασάκης στο σκηνοθετικό του σημείωμα «τη θέση του πολίτη σε μια πολιτεία που κλυδωνίζεται, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε με την παράστασή μας. Αλλά και τη θέση μιας πολιτείας που αυτοτιμωρείται τιμωρώντας. Κι αν κάτι μας διαφοροποιεί από το Μύθο του Ορέστη είναι πως όλοι μας ξέρουμε ότι «από μηχανής θεοί» δεν υπάρχουν πια» η ανάγνωση που επιχειρείται είναι σύγχρονη και σχετίζεται με την εμφάνιση του Απόλλωνα και το χρέος του σημερινού πολίτη. Ωστόσο, η παγίδα μιας σύγχρονης ανάγνωσης ενός αρχαίου δράματος ταλαιπωρεί το ελληνικό θέατρο εξ απαλών ονύχων, παραπαίοντας ανάμεσα σε μια πιο παραδοσιακή, αρχαιοπρεπή «Ροντηρική» ανάγνωση και σε μια πιο « Κουνική» τοποθέτηση.

Στην παράσταση του Αναστασάκη το σύγχρονο στοιχείο επικεντρώνεται στα σκηνικά και τα κουστούμια του Γιάννη Θαβώρη, τη μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου και τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, ενώ το παραδοσιακό στις ερμηνείες και εν μέρει στη διδασκαλία του χορού. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η σκηνοθετική πρόταση δεν είναι ολοκληρωμένη, με μεγαλύτερο κενό στην ερμηνευτική προσέγγιση και την επιλογή της μετάφρασης. Με άλλα λόγια, μόνο αν σπάσουμε το «μενού» της παράστασης στα πρώτα, δεύτερα και τρίτα πιάτα θα μπορέσουμε να το καταναλώσουμε με όρεξη.

Κατ’ αρχάς, το θαυμάσιο σκηνικό του Θαβώρη δυστυχώς μένει ανεκμετάλλευτο ως προς τον συμβολισμό του, δηλαδή την κατεδάφιση του παλιού οίκου προς χάριν την πόλις και του δικαίου της. Οι ερμηνευτές χρησιμοποιούν το χώρο παραδοσιακά, γιατί παραδοσιακή είναι η ερμηνευτική τους καθοδήγηση, η οποία δεν μπορεί να προσανατολιστεί απέναντι στην αποστασιοποίηση ή το γκροτέσκο. Τα κωμικά ιντερμέδια του Κώστα Σαντά ως Τυνδάρεω, του Χρήστου Στέργιογλου ως Τρώα και της Δάφνης Λαμπρόγιαννη ως Ελένη σχετίζονται με την ευριπίδεια παρωδία –ειδικά των ηλικιωμένων χαρακτήρων— αλλά αυτό είναι μια αυτοαναφορική ερμηνεία που δεν προβάλλεται επιτυχημένα στο σανίδι. Ανάμεσα στο κωμικό γκροτέσκο, το τραγικό της Ηλέκτρας και του Πυλάδη μπορεί να προκαλεί την ενόχληση του κοινού, μια ενόχληση αναμενόμενη από το μύθο του έργου για αυτούς τους χαρακτήρες, ωστόσο αφαιρεί από την απαραίτητη προσοχή στο κείμενο. Ένα ζήτημα ακόμη είναι η στερεοτυπική προσέγγιση του ρόλου της Ηλέκτρας ως μιας σχιζοειδούς προσωπικότητας, κάτι που επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια παρά τις όποιες σύγχρονες σκηνοθετικές προτάσεις.

Από την ερμηνευτική σύγχυση προβάλλουν με σταθερότητα η Χρίστος Στυλιανού στο ρόλο του Ορέστη και ο Νίκος Μαραγκόπουλος στο ρόλο του Αγγελιοφόρου, ενώ εξαιρετική είναι η παρουσία του χορού, με μια ενδυματολογική σκευή, ωστόσο, η οποία παραπέμπει σε κωμωδία περισσότερο, θυμίζοντας μας, ξανά, την κωμική τοποθέτηση του χορού στο έργο του Ευριπίδη. Αν, λοιπόν, η σκηνοθεσία αποζητά μια «σοβαρή», κειμενική προσέγγιση, η επιλογή της μετάφρασης είναι ατυχής. Η μεταφραστική προσπάθεια του Γιώργου Μπλάνα αποτελεί περισσότερο διασκευή παρά απόδοση του αρχαίου κειμένου. Και αν, ο στόχος είναι ξανά η αποκάλυψη της διακειμενικότητας του Ευριπίδη στον Ορέστη, τότε η διακειμενικότητα της μετάφρασης είναι μάλλον επιφανειακή και εύκολη («Γιατί συνέβησαν όλα αυτά;  Για μιαν Ελένη;», «Ναι το ξέρω, γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα»). Χωρίς να μπούμε σε μια επιστημονική διαμάχη περί ορθής και μη ορθής μετάφρασης, το ζήτημα είναι ότι σε ένα κείμενο του 5ου αιώνα, ένα κείμενο που στηρίζει αυτό το παραστασιακό οικοδόμημα, καλώς ή κακώς, η μετάφραση παίζει καθοριστικό ρόλο για την πρόσληψη του κοινού.

Τι ζητάμε λοιπόν από μια παράσταση αρχαίου δράματος; Ζητάμε σίγουρα μια προσέγγιση. Και η προσέγγιση, με τα κενά και τα διάκενα, υπάρχει στην προσπάθεια του Κρατικού Θεάτρου. Αυτή επικεντρώνεται στον Δημοσθένη Παπαδόπουλο στο ρόλο του Απόλλωνα, η εμφάνιση του οποίου –ας κρατήσουμε το κοινό σε κάποια αγωνία—αποτελεί και το στοχασμό πάνω στην πολιτική εξουσία σήμερα και κυρίως στο ρόλο που  έχει ο πολίτης. Ένα επιδόρπιο στα μέτρα μας.


Έπειτα, από ανακοίνωση του ΚΘΒΕ οι 2 παραστάσεις της τραγωδίας του Ευριπίδη Ορέστης που θα δοθούν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 3 και το Σάββατο 4 Αυγούστου αφιερώνονται στη μνήμη της Χρύσας ΣπηλιώτηΠερισσότερες πληροφορίες »»»

Δείτε επίσης