«Κάθε σώμα βυθισμένο σε ρευστό δέχεται άνωση ίση με το βάρος του ρευστού που εκτοπίζει.». Αυτή είναι η αρχή του Αρχιμήδη, τίτλος που φέρει το έργο του Ισπανού Ζουζέπ Μαρία Μιρό και που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στο Skrow.
Κολυμβητήριο. Παιδιά που μαθαίνουν κολύμβηση. Ένα παιδί που φοβάται να αποχωριστεί το σωσίβιο και κλαίει. Ο δάσκαλός του που το αγκαλιάζει και το φιλάει για να το ηρεμήσει. Τρυφερή χειρονομία ή θωπεία; To σούσουρο και οι φήμες εξαπλώνονται. Υπάρχει σεξουαλική πρόθεση ή απλά η αγάπη και η φροντίδα του δασκάλου για τους μαθητές; Οι γονείς εξαγριώνονται. Στην υπόθεση εμπλέκεται η διευθύντρια του κολυμβητηρίου, με το δικό της μαρτυρικό μυστικό και ο συνάδελφος δάσκαλος και φίλος.
Η ενδεχόμενη σοκαριστική υπόθεση παιδοφιλίας είναι απλά μια αφορμή, γίνεται η βάση και το πρόσχημα για να διατυπωθεί ένα μεγάλο ερωτηματικό σχετικά με την κοινωνία, για την ευκολία να δικάσει και να καταδικάσει. Ερωτηματικό που γεννάει παράλληλα άλλα σαν μια Λερναία Ύδρα: η καχυποψία, η μονομερής αντιμετώπιση, η άνευ κρίσης αποδοχή ή απόρριψη, η αυτοδικία, η άκριτη πρόσληψη της πληροφορίας, η αξιολόγηση ανθρώπων με επιφανειακά κριτήρια(όπως η εξωτερική εμφάνιση), η διαφορετικότητα σε σκέψη, συμπεριφορά ή τρόπο ζωής, η διεργασία της διαμόρφωσης γνώμης, αντίληψης και εντέλει συνείδησης.
Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, για την τελική έκβαση της υπόθεσης. Γιατί είναι έκδηλο από τον τρόπο γραφής του, ότι δεν τον ενδιαφέρει να πάρει θέση, δεν είναι η εξέλιξη και η κατάληξη της της υπόθεσης το ζητούμενό του. Ο συγγραφέας θέτει αυτά τα ζητήματα και αφήνει τον θεατή να σκεφτεί, να προβληματιστεί, να αναλογιστεί αλήθεια πόσες φορές έχει έρθει στην ίδια θέση είτε με τον δάσκαλο, είτε με τον πατέρα. Επιλέγει όχι τυχαία, να αναπτύξει τους προβληματισμούς του όχι μόνο μέσα από τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα, αλλά και με ανθρώπους του κοινωνικού ιστού που επηρεάζουν με το δικό τους τρόπο άμεσα ή έμμεσα τον άνθρωπο (η προϊσταμένη στη δουλειά, ο φίλος και συνεργάτης). Η αίσθηση αυτή του αμφίρροπου για μια πράξη που το κοινό δεν βλέπει, αλλά και αυτό απλά ακούει και πληροφορείται, ενισχύεται με το εξαιρετικό εύρημα του πεσμένου πορτοφολιού, στην οποία το κοινό γίνεται αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και εκεί υπάρχει ενδεχόμενο διαφορετικής αντίληψης. Ένα γεγονός που μας βάζει στην ουσία του έργου.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, σε αυτά τα μονοπάτια περπάτησε, μετουσιώνοντας αυτό το πνεύμα του συγγραφέα σε σκηνική δράση και τάξη. Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες αποκτούν σκηνική υπόσταση μέσα από το πολύ ευφυές αναλογικό, συμμετρικό και ανάποδο σκηνικό. Τα αποδυτήρια του κολυμβητηρίου, τα βλέπουμε και έτσι και αλλιώς, όπως ακριβώς βλέπουμε και τα γεγονότα. Η κάθε μια σκηνή αρχίζει, όχι από εκεί που τελειώνει η προηγούμενη, αλλά από κομμάτι της ίδιας της προηγούμενης. Μέσα από μια ρεαλιστική απλότητα και φυσικότητα καθοδηγεί τους τέσσερις ηθοποιούς τους στη διαμόρφωση χαρακτήρων και χαρακτηριστικών, παρουσιάζοντας και αμφισβητώντας συνάμα το προφανές και το επιφανειακό, σε μια παράσταση που όλα, ακόμα και τα χρώματα έχουν τη σημασία τους και τη λειτουργία τους.
Ο αγνώριστος Μιχάλης Συριόπουλος είναι ο Τζόρντι, ο δάσκαλος και προπονητής, η πέτρα του σκανδάλου, ξεχωρίζει για το πάθος της ερμηνείας του και την ευελιξία του στη σκιαγράφηση αυτού του διφορούμενου προσώπου που πότε εμφανίζεται δυναμικός, σίγουρος και «μάτσο», και πότε αδύναμος, ανασφαλής, τσακισμένος και ηττημένος. Είναι πολύ δύσκολος ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας που καλείται να ερμηνεύσει, και βαθιά ρεαλιστικός (ακόμα και στη κάπως επιτηδευμένη κίνησή του) στην απόδοσή του, ένας ηθοποιός – χαμαιλέοντας χωρίς μανιέρες και επαναλήψεις, που πάντα μας συγκινεί με τις ερμηνείες του και την διαφορετικότητά τους.
Η Μαρία Φιλίνη, στο ρόλο της διευθύντριας του κολυμβητηρίου, η οποία φέρει και ένα προσωπικό δράμα που αποκαλύπτεται καταλυτικά στην παράσταση, στέκεται με άποψη και ευγλωττία στη σιγουριά της θέσης της ηρωίδας ης, για να βυθιστεί και αυτή στην ίδια αμφιβολία. Η ηρωίδα της είναι η εκπρόσωπος της λογικής και της σκέψης, που οδηγείται πότε εδώ και πότε εκεί, προσπαθώντας να αξιολογήσει τα γεγονότα που ακούει και να τα τοποθετήσει πότε επιτυχημένα, πότε ατυχώς στην σωστή τους διάσταση (αν υπάρχει τέτοια).
Ο Γιάννης Σοφολόγης, παραδομένος στην αφέλεια και την αγνότητα του ήρωά του, φίλος και συνάδελφος του Τζόρνταν, ο οποίος προσπαθεί να τον χειραγωγήσει και να του επιβάλλει την ανωτερότητά του, δίνει μια ερμηνεία βαθιά μελετημένη και «παιδευμένη» στη φωνή της καρδιάς. Είναι το συναίσθημα, οι αισθήσεις και τα συναισθήματα. Ο αυθορμητισμός, η πρώτη σκέψη, η άδολη τοποθέτηση και γι’ αυτό κάποιες φορές η βαλβίδα εκτόνωσης μιας φορτισμένης ατμόσφαιρας.
Ο Σεραφείμ Ράδης, είναι αυτός που επωμίζεται να θέσει επί τάπητος όλον τον προβληματισμό του έργου, θέτοντας ως γονέας τις καταγγελίες του. Επιτακτικός, βλοσυρός και καταγγελτικός, μπαίνει ο ίδιος στη θέση του πατέρα και χτίζει το ρόλο του εύστοχα πάνω στο ερώτημα που με εμμονή θέτει: ¨Παιδιά, έχετε;», ερώτημα που ουσιαστικά το απευθύνει στους ίδιους τους θεατές βυθίζοντας τους ακόμα πιο βαθιά στην προβληματική του έργου.
Η Ιφιγένεια Νταουντάκη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στα ανεπιτήδευτα κοστούμια, η Θάλεια Μελίσσα μεγαλουργεί στην απλότητα και συμβολισμό των σκηνικών, και η Στέλλα Κάλτσου φωτίζει τα άδυτα των αποδυτηρίων. Εξαιρετικό το μουσικό ντύσιμο και γεφύρωμα των σκηνών από τον Γιάννη Σορώτο.
Η παράσταση του Βασίλη Μαυρογεωργίου, είναι μια παράσταση που ακουμπά, ψηλαφεί και προσπαθεί να αναγνωρίσει. Δεν προσφέρει ούτε λύσεις, ούτε απαντήσεις. Σπρώχνει στην πισίνα του έργου ηθοποιούς και θεατές συγχρόνως και παρατηρεί βυθίσεις και απόνερα. Ακριβώς, όπως η Αρχή του Αρχιμήδη.
Φωτογραφίες: Γιάννης Καραμπάτσος
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ