Ο Χρύσιππος είναι το μοναδικό κοινό πρόσωπο στους μυθολογικούς κύκλους των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Μ΄ένα τρόπο, αποτελεί το σημείο τομής των δύο περίφημων Οίκων, το πρόσωπο του οποίου γίνεται το πεδίο συνάντησης και επικοινωνίας τους: νόθος γιός του Πέλοπα, πανέμορφος και ερωτεύσιμος από άντρες και γυναίκες, απαγμένος από τον Λάιο που τον βιάζει , ηθικός αυτουργός του εφιάλτη της Σφίγγας (που θα φέρει στην επιφάνεια τον Οιδίποδα), της τιμωρίας που επέβαλλε η Ήρα στους Βοιωτούς για την απαγωγή και βιασμό του.
Σε αυτήν την μυθολογική βάση ο Δημήτρης Δημητριάδης αναπτύσσει ένα έργο που βρίθει συμβολισμών για την εξουσία της ομορφιάς, την διάβρωση του έρωτα, την ματαιότητα του κάλλους, το ψέμα που τα περιβάλλει. Προβάλλει αμέριστα και θα τολμούσα να πω εμμονικά τη νοσηρή πλευρά της άγρας του άπιαστου, του όμορφου, του ιδανικού. Αυτού που αν και εφόσον κατακτηθεί, αποδεικνύεται τελικά άσχημο, ψεύτικο, επίπλαστο, μάταιο. «Ένα πουκάμισο αδειανό…» όπως γράφει ο Σεφέρης για την έτερη καλλονή και πηγή δεινών, της Ελένης.
Ο Χρύσιππος του Δημητριάδη είναι η σκέψη και η εμμονή όλων: της μάνας, του πατέρα, του θείου και της θείας, των εραστών του. Η ίδια του η μάνα τον εκδίδει, σε μια προσπάθεια να χειραγωγήσει την έμφυτη και διαρκή λαγνεία του, βρίσκει σε αυτήν την εκπόρνευση τη λύση να τον κρατήσει πάντα δίπλα της, και υπό τον έλεγχό της. Όμως εκείνος έχει άλλη γνώμη: η Μητέρα βιάζεται, εξευτελίζεται και κατακρεουργείται απ’ τους εραστές του, με τον ίδιο τρόπο που η ίδια σκότωσε και διαμέλισε τον ερωτευμένο με τον Χρύσιππο σύζυγο της και Πατέρα. Από εκείνο το σημείο, η δομή του έργου λειτουργεί με αναδρομή του παρελθόντος, προβάλλοντας όλη τη διαδικασία κατασκευής αυτής της θανατηφόρας εκδικητικής ομορφιάς.
Σε ένα κείμενο που αποδομεί συθέμελα όλα τα κοινωνικά πρότυπα και στερεότυπα, με διαλόγους που αγγίζουν τα όρια του παραλόγου, και με ειρμούς σε αρκετά σημεία μονότονους και ισοπεδωτικούς, ο Δημητριάδης καταπιάνεται με ένα όχι και τόσο πρωτότυπο δραματουργικά θέμα (ακόμα και το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα θεωρώ ότι στις μέρες μας δραματουργικά έχει αρχίσει και εξαντλείται), με σκηνές που αρκετές από αυτές μας ανακαλούν στο μυαλό κάτι άλλο (με ίσως πιο ενδεικτικό την ομοιότητα του κεντρικού ήρωα με τον τον Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ από Το Άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ ή τον κανιβαλισμό στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» ), με ειρωνικό βλέμμα και με γλωσσικές ρήσεις και αποφθέγματα.
Ο Θάνος Σαμαράς, είχε να αποφύγει έναν πολύ μεγάλο σκόπελο, κάτω από αυτήν τη συγγραφική συνθήκη: Να μην επιτρέψει στην παράστασή του να εκπέσει σε μια εύκολη, λαϊκίστικη και μάλλον προφανή ανάγνωση του έργου, κάτω από το βάρος της ηθικής και σωματικής εκπόρνευσης όλων των ηρώων.
Συλλαμβάνει την ιδέα των μαριονετών εν είδη γραφικών, όπου συντελούνται οι ακολασίες και τα εγκλήματα, ακριβώς όπως στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Όλα όσα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες, εδώ συντελούνται πίσω από το παραβάν προβολής γραφικών σε έναν ακριβέστατο συντονισμό ηθοποιών και βίντεο. Οι ήρωες τοποθετούνται στο απόλυτο λευκό (αγνότητα ή νοσηρότητα του έρωτα;), με σκάλες εκατέρωθεν που οδηγούν στο εξυψωμένο αντικείμενο του πόθου, με λεπτές γραμμές στις λεπτομέρειες, αριστοκρατικά φερ φορζέ, σε μια αισθητική που αποπνέει την υποκριτική αθωότητα περασμένων δεκαετιών («πόσο αγνά ήταν τα πράγματα τότε», λέμε και ξαναλέμε και ξεχνάμε όλα τα βέβηλα της εποχής εκείνης).
Ο Χρύσιππος ως ρόλος αποποιείται την φυσική σκηνική παρουσία του στη σκηνή: Γίνεται λούτρινος πίθηκος με υπερμεγέθη φαλλό, αυτό που όλοι από τη βρεφική μας ηλικία αγκαλιάζουμε, χαϊδεύουμε, παίζουμε και πολλές φορές ταυτιζόμαστε. Είναι το λούτρινο αντικείμενο που πιθηκίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, υπερπηδά το ανθρώπινο σώμα και γίνεται η Ιδέα και το Ιδανικό. Ένα Ιδανικό που αναφέρεται Όμορφο, είναι όμως Άσχημο.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, και στο πλαίσιο αυτής της ευφυούς πραγματικά σύλληψης, ο Θάνος Σαμαράς οδήγησε τους ηθοποιούς του σε εξορθολογισμένες, ολόφωτες όπως το σκηνικό του, ερμηνείες: O γλοιώδης πατέρας Γιάννης Σαμσιάρης, ο λάγνος θείος Νίκος Καραθάνος με χροιά φωνής που συνεπαίρνει, η θεία Αγγελική Στελλάτου, πραγματικά η ερμηνευτική αποκάλυψη της παράστασης, ο Θανάσης Δόβρης και η Σοφία Κοκκαλη, τσακισμένοι και εξαγριωμένοι μέσα στην φαινομενική ευτυχία και ηρεμία τους, οι δυο εραστές του Χρύσιππου Μιχαήλ Ταμπακάκης και Νικόλας Μίχας, στα κοντά παντελονάκια τους, με τσαρουχικές αναφορές στη στάση σώματος και φετιχιστικές ανακλήσεις της νεολαίας YMCA. Το επίκεντρο όμως της παράστασης είναι η Μητέρα της Ράνιας Οικονομίδου, που μετέφερε επί σκηνής σύσσωμο το βάρος της ερμηνευτικής της δεινότητας, «παίζοντας» η ίδια με τον χαρακτήρα της, με απρόσμενες ατάκες, αλλαγές τόνων και εκφοράς λόγου.
Είναι όλο αυτό δυναμικό, που έδωσε πνοή και ανάσες, σε ένα έργο που κατάφερε πολλές φορές να ξεφύγει από την βραδύτητα του κειμένου γεννώντας ενέργεια και ζωή.
Είναι η δεύτερη φορά που σκηνοθετεί ο Θάνος Σαμαράς , και σκηνοθετεί και πάλι Δημήτρη Δημητριάδη. Είναι ολοφάνερο, πως έλκεται από τα ψυχογραφικά κείμενα του συγγραφέα, που επιχειρούν βαθιές καταδύσεις στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Και είναι απόλυτα λογικός ο συνειρμός πως αυτή η διαδικασία, του πως να φέρνεις στο εκτυφλωτικό φως το ανθρώπινο έρεβος, είναι που τελικά τον γοητεύει. Και εμάς.
Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ