Κριτική: «Δούλες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα / Παράσταση-πρότυπο ψυχαναλυτικής ανατομίας

Κριτική για την παράσταση «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα στο Θέατρο Αποθήκη

Εάν, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα του θεάτρου, αναζητούσαμε παραστάσεις οι οποίες να ανταποκρίνονται στο υψηλό αισθητήριο επαγγελματικής απόδοσης και ενσυναίσθησης με τη θεματική αναφορά, ανάμεσά τους θα εντοπίζαμε την παράσταση «Δούλες», έργο τού Ζαν Ζενέ, σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη και σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.

Ένα έργο καθηλωτικό, από κάθε άποψη. Εάν οι αδελφές Παπέν είχαν οδηγηθεί στην δολοφονία τής εργοδότριά τους και τής κόρης της, γεγονός το οποίο στιγμάτισε τη γαλλική κοινωνία τού μεσοπολέμου, ερέθισε συνάμα τη σκέψη τού Ζαν Ζενέ ώστε να παρουσιάσει στα 1947 τη δική του εκδοχή, υπό νέα οπτική και στόχευση. Στην εκδοχή τού συγγραφέα, οι δύο αδελφές είναι υπηρέτριες διπολικής προσωπικότητας, ενταγμένες αυτοβούλως σε ένα παιχνίδι καθημερινής εναλλαγής ρόλων. Στο επίκεντρο κάθε παιχνιδιού η κυρία και εργοδότριά τους.

Από την αγάπη στο πρόσωπό της έως το μίσος και τη σκέψη τής δολοφονίας της, από την επιθυμία για ταύτιση μαζί της έως την απόλυτη υπονόμευση των συναισθηματικών δεσμών, από την εξουσιαστική σχέση υποβάθμισης εαυτόν έως τη μεγέθυνση των αιτιάσεων αυτοπροβολής, δύο πυλώνες γνώσης κυριαρχούν: από τη μία πλευρά η αλληλεξάρτηση και από την άλλη πλευρά ο ιδιωτικός εμπειρικός κόσμος ως ταυτότητα. 

Ο Ζαν Ζενέ αποτυπώνει τη δυναμική τού λόγου, όταν ο τελευταίος αποκτά υλική μορφή αποδέσμευσης από την βαναυσότητα των πολλαπλών ματαιώσεων. Όταν οι επιθυμίες ακυρώνονται, τότε τα δρώντα υποκείμενα στρέφονται στην αποκατάσταση τής εσωτερικής ηθικής ισορροπίας μέσα από τη μεταμόρφωση των επιθυμιών στην αιτία αυτο-άρνησης. Θέτουν, με άλλα λόγια, την προσωπικότητά τους στο μικροσκόπιο τής αντιστοιχίας αιτιών και καταστάσεων, προκειμένου να αντικαταστήσουν μία δεδομένη πραγματικότητα με την ενδεχομενικότητα αυτής. Στην περίπτωσή μας, οι δύο αδελφές, βιώνουν πρακτικά μία κοινωνική, ταξική, πολιτισμική και ατομική άρνηση και μεταπλάθουν στη φαντασία τους τον τρόπο ανατροπής τής αιτίας, που θεωρούν ως υπεύθυνη τής κατάστασής τους, αυτήν την κυρία και εργοδότριάς τους.

Πραγματικότητα και μυθοπλασία συγχέονται. Τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια των περιστατικών που αφηγούνται, και όλα όσα βιώνουν, με τις ίδιες στο κέντρο των εξελίξεων, μοιάζουν να συμπυκνώνονται στην αίσθηση της αφαίρεσης. Η κατάδοση και η σύλληψη του Κυρίου και εργοδότη τους είναι το πραγματικό περιστατικό και η φαντασία έπεται στο εξής ως προέκταση του λόγου. Μέχρι εκείνο το σημείο, μέχρι δηλαδή τη σύλληψη του Κυρίου τους και την αναπαράσταση τής δολοφονίας τής Κυρίας, ο λόγος λειτουργεί ως πεδίο ασφάλειας και προσεγμένης αναφοράς. Μέσα στις λέξεις και τον ποιητικό λόγο πλάθεται η βαθύτερη επιδίωξη των δύο αδελφών, που δεν είναι άλλη από την δολοφονία τής Κυρίας τους. Όταν το δίχτυ ασφαλείας απωλέσει την πρότερη δυναμική του προτεραιότητα, αυτομάτως ο κίνδυνος αποκάλυψης τής ενοχής τις οδηγεί στην ακρότητα κατάργησης των ρόλων που υπηρετούν. Πλέον, οι δύο φωνές ενώνονται σε μία πράξη.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκευάς μορφοποιεί έναν ύμνο στην ψυχαναλυτική ερμηνεία τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, ως αιτιακή σύνδεση με τον εξωτερικό περιβάλλοντα κόσμο. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τόσο το κείμενο, όσο και τον χώρο τής σκηνικής παρουσίας των ηθοποιών, δείχνει την εμβάθυνση την οποία πέτυχε μέσα από το έργο. Εμβάθυνση, όχι μόνο στην εξέλιξη της πλοκής και την αποκάλυψη των μύχιων σκέψεων και βουλήσεων των δύο γυναικών, αλλά, κυρίαρχα, στον τρόπο με τον οποίο οι εξωτερικές αιτίες συμπιέζουν την εσωτερική ισορροπία των υποκειμένων, πώς μεταπλάθουν την επιφάνεια των ρόλων σε εργαλεία ψυχανάλυσης με λεκτικούς δείκτες απόκρισης.

Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται στη σταδιακή απομάγευση της αρχικής πραγματικότητας και το ξεδίπλωμα των δεδομένων από το συλλογικό στο ατομικό, από το «εμείς» στο καθοριστικό, για την έκβαση των γεγονότων, «εγώ». Σε έναν χώρο που εικονοποιεί τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Κυρίας, η σκηνή μοιάζει απλή, σχεδόν συμβατική, αλλά πετυχαίνει, παράλληλα, να εμποδίσει τη σκέψη όπως διαφύγει της προσοχής τού θεατή. Εγκλωβίζει την προσοχή στα διαδραματιζόμενα γεγονότα μέσα από το πλαίσιο του πίνακα που λειτουργεί ως το τρίτο μάτι στο μέσον τής σκηνής, και το οποίο και διαμορφώνει εκ των προτέρων. 

Η διανομή των ρόλων εξαιρετικά αποτελεσματική. Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (υποδύεται τη Κυρία) μαγνητίζει με τις αντιφάσεις στον λόγο της. Ο τελευταίος δομεί τη σχέση της με τις υπηρέτριες. Δεν είναι ρόλος κυρίαρχα εξωτερικός, αλλά λειτουργεί ως εσωτερικά συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην επιφάνεια της ιεραρχικής τάξης πραγμάτων και την ομοιομορφία των χαρακτήρων που πλάθονται ταυτόχρονα. Ο λόγος της είναι η προσωποποίηση της εξουσίας επί των υπηρετριών, είναι ο χειριστικός δεσμός που αποκτά υλική υπόσταση. Επενδύει με δυναμική στον εν λόγω χαρακτήρα και μετουσιώνει τον ρόλο στη μορφή εκείνη για την οποία η Κυρία, στο τέλος, είναι η γέφυρα επικοινωνίας με την αθέατη όψη των πρακτικών επιλογών των δύο αδελφών.

Δεδομένου ότι ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκευάς δεν αναζητά «εύκολες» και «απλές» λύσεις επί σκηνής, αλλά ενδιαφέρεται να τονίσει τον πυρήνα τής πλοκής, οι δύο δούλες εμφανίζονται με τρόπο άμεσο και δεικτικό στο έργο.

Η Αγγελική Παπαθεμελή (στον ρόλο τής Σολάνζ) ερμηνεύει με ωριμότητα και μεστότητα νοήματος την υπηρέτρια. Ο λόγος της μοιάζει ολοένα περισσότερο με προφορική λογοτεχνία η οποία επιτρέπει την αλλαγή ταυτοτήτων, την ανάδειξη πτυχών τής προσωπικότητας και πρόκλησης συναισθηματικών συγκρούσεων. Καταλήγει να προσδώσει νόημα στην τραγικότητα των στιγμών, και αυτό αποτελεί δείγμα υψηλής αισθητικής ερμηνείας.

Η Αμαλία Καβάλη (υποδύεται την Κλαιρ) είναι άκρως αποκαλυπτική στις ψυχογραφικές διαστάσεις τού έργου. Έχει το ταλέντο να μεταλαμπαδεύει τις εκφάνσεις σκέψεων και συναισθημάτων στα όρια και τις κορυφώσεις τής εσωτερικής σύγκρουσης, γεγονός όχι αυτονόητο στο σύγχρονο θέατρο. Δεδομένου του γεγονότος ότι το έργο είναι βαθιά ψυχαναλυτικό και κοινωνικά δέσμιο των συλλογικών αφηγηματικών αιτιών, η Καβάλη ερμηνεύει με ανατομική δεξιότητα στις απαιτήσεις αποκρυπτογράφησης της ηρωίδας και εξαναγκάζει τον θεατή να ταυτιστεί μαζί της, αγνοώντας τα κίνητρα των ενεργειών της.

Συνολικά, πρόκειται για μία παράσταση αποστομωτική στις εικόνες τού παρόντος χρόνου, σε μουσική Σήμης Τσιλαλή και φωτισμούς Βαγγέλη Μούντριχα.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης