Κριτική: «Φωνή της Λουντμίλα» με την Ηρώ Μουκίου / Μια καταγραφή μνήμης και καθημερινών ανθρώπων

Το 1977, κοντά στο χωριό Πρίπιατ, μπήκε σε λειτουργεία για λογαριασμό της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ο Πυρηνικός Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας του Τσερνόμπιλ. Από το πρώτο έτος λειτουργείας του υπήρχαν καταγεγραμμένα πάνω από 25 ατυχήματα και παρά τις εκκλήσεις των κατοίκων το εργοστάσιο δεν έκλεισε.

Το πιο γνωστό και πιο επώδυνο είναι αυτό που συνέβη στις 26 Απριλίου 1986, όπου μια έκρηξη και πυρκαγιά στον αντιδραστήρα Νο 4 του εργοστασίου οδήγησε σε συμβάν της μέγιστης βαθμίδας της κλίμακας των πυρηνικών ατυχημάτων, με δεκάδες θανάτους να σχετίζονται άμεσα με αυτό και πολλούς περισσότερους από τη ραδιενέργεια που απελευθερώθηκε. Οι πρώτοι νεκροί ήταν οι περίπου 200 εργαζόμενοι που άλλαζαν βάρδια τα ξημερώματα του «κόκκινου» Σαββάτου, όπως το αποκάλεσαν αργότερα εξαιτίας του χρώματος του ραδιενεργούς ιωδίου. Στα θύματα μετά από μερικές εβδομάδες προστέθηκαν οι 28 πυροσβέστες που πήγαν να σβήσουν τις πυρκαγιές. Ο θάνατος τους δεν ήταν ακαριαίος, αλλά επήλθε μετά από λίγο καιρό μαρτυρώντας τις συνέπειες της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό και προϊδεάζοντας τους γιατρούς για αυτό που θα ακολουθούσε αργότερα.

Η «Φωνή της Λουντμίλα» είναι το χρονικό αυτής της καταστροφής μέσα από τις μνήμες της 22χρονης Λουντμίλα, συζύγου ενός εκ των πυροσβεστών που έχασε την ζωή του επιχειρώντας στον αντιδραστήρα. Είναι η ιστορία του Βάσια και όλων όσων χάθηκαν, χωρίς κανείς να τους ρωτήσει αν θέλουν να γίνουν ήρωες στα 25 τους χρόνια. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Gunnar Bergdahl μετά από χρόνια ερευνών συγκέντρωσε μαρτυρίες και πήρε συνεντεύξεις από ανθρώπους που επέζησαν του δυστυχήματος. Το 2002 βραβεύτηκε με την διάκριση Golden Bug για το καλύτερο ντοκιμαντέρ για την ταινία «Η Φωνή της Λουντμίλα».

Η Ηρώ Μουκίου, υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Greenpeace ,WWF μετέφρασε το έργο/ντοκουμέντο του σουηδού δημοσιογράφου αποσπώντας το Βραβείο Ερμηνείας από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης και Βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου στα Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης, ενώ η παράσταση ψηφίστηκε ανάμεσα στις 10 καλύτερες.

Το δύσκολο στο να καταπιαστείς με έναν μονόλογο είναι πως έχεις την αποκλειστική ευθύνη πάνω στην σκηνή. Ό,τι έχεις να επικοινωνήσεις και να μοιραστείς αφορά εσένα και το κοινό. Η αλληλεπίδραση σκηνής και πλατείας δεν είναι κάτι που εύκολα συμβαίνει και σίγουρα δεν θεωρείται δεδομένο, από την άλλη αλλοίμονο στον ηθοποιό που δεν το καταφέρνει. Η Ηρώ Μουκίου στο ρόλο της Λουντμίλα χωρίς να υπερπαίζει και χωρίς να ποντάρει σε  υποκριτικές μανιέρες καταφέρνει μια ξεκάθαρη ερμηνευτική διαδρομή κάνοντας τους θεατές κοινωνούς ενός ερμηνευτικού άθλου και αυτό το καταθέτω, χωρίς ίχνος υπερβολής. Με ωραίο λόγο κατορθώνει σε όλη την διάρκεια της παράστασης να μεταμορφώνεται από έφηβη σε ερωτευμένη σύζυγο και έπειτα σε σύντροφο ζωής. Δεν μιμείται ηλικίες και πρόσωπα, γίνεται αυτά τα πρόσωπα με μοναδικό έρεισμα την φωνή και το σώμα της.

Το έργο έχει έντονα αφηγηματικά στοιχεία και η μη γραμμική σκηνοθεσία του Άρη Μπαλαφούκα δίνει την ελευθερία στην ηθοποιό να ελιχθεί με τρόπο τέτοιο ώστε να εξασφαλίζει τις απαραίτητες σκηνοθετικές παύσεις διατηρώντας το κείμενο ζωντανό και το κυριότερο χωρίς να πέφτει στην παγίδα του υπέρμετρου συναισθηματισμού μιας και το κείμενο από μόνο του κρύβει τόση οδύνη που κάτι τέτοιο θα το κούραζε. Εδώ, έχουμε μια πεντακάθαρη διασκευή του έργου που στα χέρια μιας έμπειρης ηθοποιού, όπως η Ηρώ Μουκίου απογειώνεται.

Το σκηνικό και τα κουστούμια του Δημήτρη Κακριδά περιορίζονται σε ένα τραπέζι και ένα κρεββάτι νοσοκομείου και φυσικά στο έξυπνο εύρημα του δεύτερου σκηνικού Στο βάθος της σκηνής υπάρχει ένα τεράστιο πανί όπου με τους φωτισμούς του Ανδρέα Μπέλλη και το παιχνίδι φως-σκιάς επιτυγχάνονται οι χρονικές ακολουθίες του έργου.

Η «Φωνή της Λουντμίλα» είναι οι άνθρωποι που είδαν σε μια στιγμή να ανατρέπεται με τον χειρότερο τρόπο η ζωή τους. Υπάρχουν σημεία στο έργο που είναι τρομακτικά επίκαιρα, όπως η σκηνή στο κοιμητήριο, όπου οι κανόνες και τα υγειονομικά πρωτόκολλα δεν αφήνουν την σύζυγο να αποχαιρετήσει την σωρό του αγαπημένου της.

Δεν ξέρω κατά πόσο η ιστορία επαναλαμβάνεται ή αν απλά ο χρόνος είναι σχετικός και άλλες παρόμοιες θεωρίες, το σίγουρο είναι πως οι άνθρωποι σε όποιον τόπο, χρόνο και συνθήκη βρεθούν είναι το ίδιο ευάλωτοι μπροστά στον απώλεια και το αναπόφευκτο του πόνου.

Δείτε επίσης