Κριτική: «Η φαλακρή τραγουδίστρια» σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή

Κριτική για την παράσταση «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή στo House of Smiths.

Εισέρχεσαι στο 6ο όροφο μίας πολυκατοικίας, σε διαμέρισμα τής σύγχρονης αρχιτεκτονικής, σε κεντρικό σημείο των Αθηνών. Ένα σπίτι-θέατρο στην κυριολεξία. Και με το περνάς το κατώφλι του, αυτομάτως μεταφέρεσαι σε άλλη εποχή. Ο ήχος τής οπερετικής μουσικής διαπερνά τις κλειστές κοκκινωπές κουρτίνες κι ένα αίνιγμα πλανάται στην ατμόσφαιρα. Μόλις, εν τέλει, διαβείς τον χώρο για να οδηγηθείς στο δωμάτιο στο οποίο διαδραματίζεται η παράσταση, τότε απλά μαγεύεσαι.

Ο πρότερος ήχος τής μελωδικής μουσικής ταυτίζεται άμεσα με τα σκηνικά επιλογής τής Μαρίζας Θεοφυλακτοπούλου, σκηνικά βγαλμένα από κάποιο παλαιοπωλείο που όμως έχουν τη δυναμική να κατασκευάζουν τον χρόνο όπως οι απαιτήσεις τής παράστασης απαιτούν. Εμπρός σου, ήδη έχει λάβει από νωρίς τη θέση της η κυρία Smith και στο βάθος της βιβλιοθήκης, λίγα μέτρα πιο κει, ο κύριος Smith.

Στον ρόλο της πρώτης, η εκπληκτική Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου και σε αυτόν τού δευτέρου, ο Σταύρος Καστρινάκης. Μία άψογη εκτέλεση λεπτομερειών στο εμβληματικό έργο τού Ευγένιου Ιονέσκο, στο οποίο αποτυπώνεται όχι απλά το μοτίβο τού «θεάτρου τού παραλόγου», αλλά μία εξονυχιστική ανατομία τής παραδοξότητας, πέρα και έξω από το θέατρο.

Η σκηνοθεσία τού Αλκίνοου Δωρή πέτυχε να αναδείξει αυτήν ακριβώς τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στο παράδοξο και την καθολική του έκφραση/έκθεση. Πέτυχε να διασπείρει στην αίθουσα και στις συνειδήσεις των θεατών το γεγονός πως η παραδοξότητα είναι διαρκώς παρούσα στις ζωές μας, στον γύρω μας περιβάλλοντα χώρο, αλλά και μέσα μας. 

Η όλη ιστορία διαδραματίζεται στο βρετανικό σαλόνι τής οικογένειας των Smiths και στο οποίο ξετυλίγεται ένα ολάκερο σύμπαν γλωσσικής αλληλοαναίρεσης. Η γλώσσα πια δεν αποτελεί μέσο επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και φορέα μεταφοράς λέξεων, εικόνων, σχημάτων άνευ νοήματος, δίχως αντιστοιχία στην εμπειρική βάση δεδομένων. Η λογική πλέον αμφισβητείται και η δράση των συμβαλλόμενων μελών τής παράστασης μετασχηματίζεται σε μία τυποποιημένη, καλοκουρδισμένη κι επαναλαμβανόμενη διαδικασία επικοινωνίας, η οποία καταλήγει στην αδυναμία σύνταξης ενός συμπαγούς νοήματος-συμβόλου. Η γλώσσα αποσυναρμολογείται εξ ων συνετέθη. Στην οικεία των Smiths σύντομα εισέρχεται ένα φιλικό ζευγάρι, τους ρόλους των οποίων υποδύονται οι Μαριλένα Γερμανού και Νεκτάριος Σμυρνάκης. Στις μεταξύ τους συνομιλίες, πέραν του πρώτου επιπέδου γλωσσικής ακύρωσης τής νοηματικής σύνδεσης, εμφανίζεται και η διακωμώδηση της αστικής τάξης και των ηθών που τη διακατέχουν. 

Η παράσταση, από κάθε άποψη, είναι ενταγμένη στο σκεπτικό τού συγγραφέα της, στα όρια του θεάτρου που διαμόρφωσε και στο πλαίσιο που όρισε, δίχως υπερβολές και τεχνητά φκιασίδια. Οριοθετημένο μέσα στις ενδυματολογικές επιλογές (κατασκευή κοστουμιών Ram Ram) και τις αντίστοιχες των επίπλων, καθώς και των μελετημένων κινήσεων των ηθοποιών (κινησιολογία Αγγελική Τσούπρα), η υπεραξία αποτυπώνεται στο γεγονός ότι ο σκηνοθέτης διάβασε το έργο πίσω από τις λέξεις, εμβαθύνοντας στην έννοια του παραλόγου, στους συσχετισμούς που αυτός διαμορφώνει στις πράξεις και τις ενέργειες των ανθρώπων. Οι τελευταίοι, χρησιμοποιούν διαλόγους που παρουσιάζουν παντελή έλλειψη πνεύματος και ιδεών, μέσα σε ένα κλίμα μονοτονίας και ανίας.

Οι χαρακτήρες καταντούν θύματα της ίδιας τους της γλώσσας, εγκλωβισμένοι σε μία στείρα καθημερινότητα, των επιφανειακών σχέσεων και των αποστασιοποιημένων συνανθρώπων. Οι Σμιθ και οι Μαρτίν, δεν είναι σε θέση να συνομιλήσουν, διότι έχουν καταναλώσει όλες τους τις ιδέες, και δεν είναι σε θέση να νοιώσουν κανένα συναίσθημα.

Η Μαρία Θεοφυλακτοπούλου, στον ρόλο τής κυρίας Smith είναι απλά απολαυστική. Με την ερμηνεία της αποτυπώνει με τον πλέον εμφατικό τόνο το μεταίχμιο στο οποίο βρίσκεται η ηρωίδα. Οι κινήσεις της προσεκτικά δοσμένες, νωχελικές και συναρμολογημένες με όρους μηχανοποίησης, καταγράφουν την κενότητα που διαπνέει την παρουσία της στη βρετανική ζωή, την ίδια στιγμή κατά την οποία σε ορισμένες σκηνές εμφανίζει μία επιθετική ματιά, ικανή να αμφισβητήσει τα δεδομένα, έως ότου, όμως, επιστρέψει στην αρχική στάση/θέση ακινησίας.

Από κοντά της ο Σταύρος Καστρινάκης ως κύριος Smith ο οποίος με την επιβλητική παρουσία του κεντρίζει το ενδιαφέρον με τον ταυτόχρονα ίδιο, αλλά και διακριτά αντίθετο, χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται. Ένας ρόλος με αφηγηματική τεχνική τέτοια που συμπληρώνει τη σημειολογία των κινήσεων τής συζύγου του, ενώ παράλληλα αυτονομείται έχοντας πληθωρικότητα στην ενέργεια του σώματος και των εκφράσεων του προσώπου, δίχως, ωστόσο, να ανεξαρτητοποιείται από το συνολικό αποτέλεσμα. Οι δυο τους συμπληρώνουν ο ένας τον ρόλο τού άλλου, με τέτοιο τρόπο ώστε καθίστανται μία ομοιόμορφη κατάσταση πολιτιστικής και ηθικοπλαστικής μετάδοσης.

Με τους Μάρτιν, Μαριλένα Γερμανού και Νεκτάριο Σμυρνάκη, η εικόνα εμποτίζεται με ποιοτικά στοιχεία ρυθμού και μεθοδολογικής προβολής των δεδομένων τής παράστασης. Η μεν πρώτη, χαρακτηρίζεται από απίστευτα εκφραστική δεινότητα, ενώ ο δε δεύτερος από δυναμική κι ένα είδος «κορύφωσης», εάν δυνάμεθα να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον όρο, καθώς μοιάζει να λειτουργεί ως η τελική απόληξη των άλλων τριών προσώπων, ως η κορυφή των συναισθηματικών και αισθητικών εκτάσεων επί σκηνής. 

Η εμφάνιση του πύραρχου (Μπέτυ Σαράντη) σίγουρα ανατρέπει την εικόνα αποστέωσης των πραγμάτων, καθώς φέρνει έναν αέρα εντατικοποίησης των ρυθμών κίνησης στον χώρο, αλλά και ασφαλούς προσέγγισης της απόδοσης, καθώς η σκηνοθεσία υποχρεώνεται να αναδιπλώσει την μέχρι εκείνη την ώρα στοχευμένη ανατομία τού παραλόγου και να προσαρμοστεί σε συμβατικά πλαίσια. Ίσως να είναι το μόνο σημείο στο οποίο η παράσταση αδικεί τον εαυτό της. Ίσως όφειλε η σκηνοθεσία να φτάσει τη φόρμα τού παραλόγου στην ακρότατη αντοχή της. Αλλά και με αυτή την εκδοχή, παραμένει ένα αποτέλεσμα σημαντικό, μια παρακαταθήκη οπτικής για το συνολικό έργο τού Ιονέσκο.

Ο Αλκίνοος Δωρής πέραν τής σκηνοθεσίας και της ουσιαστικής ματιάς σ’ αυτήν, υποστήριξε και τον ρόλο τής Μαίρης, με ένταση στις κινήσεις, σταθμισμένη κι ελεγχόμενη παρουσία και επιλεκτική αξιοποίηση των μορφικών σχημάτων που ο ρόλος τού επέτρεπε.

Στο τέλος τής ημέρας, το μόνο σίγουρο είναι ότι η εν λόγω παράσταση έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση του θεατή, οι εικόνες, τα σκηνικά, τα ενδύματα εποχής, όλα αναπαράγονται διαρκώς στο νου ολοζώντανα και το παράλογο του Ιονέσκο μοιάζει ολοένα και ουσιαστικότερο. Μία παράσταση που αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς και να αναμετρηθεί με την βιωμένη εμπειρία τής γύρω του πραγματικότητας.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης