Δύο φοιτητές που κατάγονταν από την ανώτερη κοινωνική τάξη του Σικάγο, απήγαγαν και φόνευσαν τον δεκατετράχρονο Ρόμπερτ Φρανκ στην προσπάθειά τους να τελέσουν το τέλειο έγκλημα. Το έγκλημα θεωρήθηκε ιδιαίτερα ειδεχθές, γιατί δεν υπήρχε ούτε κίνητρο ούτε κάποια αφορμή που να δικαιολογεί ή μάλλον να αιτιολογεί την πράξη. Δράστες ήταν οι Νέιθαν Λίοπολντ και Ρίτσαρντ Λομπ οι οποίοι ήθελαν να μείνουν στην ιστορία διαπράττοντας τον τέλειο φόνο. Όντως, η κοινωνία αντέδρασε πολύ έντονα, όπως ήταν αναμενόμενο και μέχρι τώρα υπάρχει δικαστικό προηγούμενο κατά πόσο οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις μπορούν να είναι αντικειμενικές. Ο μεν συνήγορος υπεράσπισης δήλωνε πως οι πελάτες του ήταν ψυχικά ασθενείς, η δε πολιτεία τους θεωρούσε απόλυτα υγιείς.
Το έγκλημα όντως έμεινε στην ιστορία από τον Πάτρικ Χάμιλτον έως και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ να εμπνέονται από την υπόθεση που συνέβη το 1924.
Πάμε στο σήμερα και στο Θερινό Θέατρο Αθηνά όπου παίζεται «Η Θηλιά», σε σκηνοθεσία και μετάφραση Αλέξανδρου Κοέν. Η υπόθεση έχει ελαφρώς προσαρμοστεί και θέλει δύο φίλους, χωρίς να προσδιορίζεται το πόσο χρονών είναι, ίσως γιατί στην πραγματική ιστορία οι ένοχοι γλίτωσαν την θανατική ποινή επειδή δεν είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους.
Ο Μπράντον (Αργύρης Αγγέλου) είναι ο ιθύνων νους και εκείνος που φαίνεται να το ευχαριστιέται περισσότερο από όλους. Είναι εκείνος που τα οργανώνει όλα και διαπράττει τον φόνο. Επιβάλλεται, σχεδόν, αυταρχικά, πάνω στον συνεργάτη του και δείχνει αμετανόητος. Ο Γκρανίλο (Γιάννης Σίντος) κάνει τον Φίλιπ, τον εύθραυστο συνεργάτη που υπακούει -άλλοτε πειθήνια και άλλοτε με δυσκολία- όσα του παραγγέλνει ο Μπράντον.
Μεταξύ τους δημιουργείται σχέση εξάρτησης με τον Μπράντον να κυριαρχεί πάνω στον Φίλιπ και να μην διστάζει να γίνεται κακοποιητικός. Μετά, την δολοφονία του φοιτητή καλούν για δείπνο στο σπίτι τους στην Οξφόρδη την μητέρα του θύματος Λαίδη Κέντλεϊ (Ελένη Κρίτα) και τους φίλους τους Λέιλα (Γωγώ Μπρέμπου) και Κένεθ (Βαγγέλη Ψωμά). Υπάρχει ακόμα ένα πρόσωπο ο βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ρούπερτ Καντέλ (Παντελής Καναράκης). Όλα έχουν οργανωθεί με την παραμικρή λεπτομέρεια και οι δύο δολοφόνοι θα γιορτάσουν την νίκη τους πάνω από ένα μπαούλο όπου μέσα έχουν τοποθετήσει το πτώμα του άτυχου νέου. Η βραδιά δεν θα εξελιχθεί όπως την περίμεναν και μένει να δούμε αν, τελικά, υπάρχει το τέλειο έγκλημα.
Οι θεατές κατά την διάρκεια της παράστασης βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν αγώνα δρόμου που δεν του λείπει ούτε η ένταση ούτε ο ρυθμός -στοιχεία απαραίτητα σε ένα θρίλερ- ούτε και η συγκίνηση. Το θέμα είναι πως ο χρόνος που έχει το κοινό να συμμετέχει σε όλη αυτήν την δράση και να συσχετιστεί είναι ελάχιστος δημιουργώντας ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Ο Αλέξανδρος Κοέν πήρε το αρχικό κείμενο και προχώρησε σε αλλαγές που ναι μεν του έδωσαν μια τολμηρή διασκευή, αλλά ως τίμημα είχε την έλλειψη πλοκής και κατά συνέπεια το τελικό στάδιο της κορύφωσης.
Στο πρωτότυπο έργο με αφορμή τον φόνο αναλύονται οι λόγοι που οδηγούν έναν άνθρωπο στο να διαπράξει έγκλημα και πόσο οι κοινωνικοί ιστοί είναι διατεθειμένοι να επιδείξουν τα ίδια ευαίσθητα αντανακλαστικά σε όλες τις απώλειες που συμβαίνουν. Κατά πόσο η βία και η ταξική υπεροχή μπορούν να γαλουχήσουν την ναρκισσιστική συμπεριφορά ενός ανθρώπου από την παιδική του ηλικία. Εδώ, αυτές οι αποχρώσεις εξαλείφονται με μόνες αναφορές τους διαλόγους του βετεράνου του πολέμου και των ενόχων. Και, ενώ πάει να στηθεί ένας πολύ ενδιαφέρον διάλογος μεταξύ ηθικής και δήθεν ανθρωπιστικής εξέλιξης έναντι της αλαζονείας και του ανικανοποίητου των ανθρώπινων ενστίκτων, η σφιχτή και πολύ γρήγορη πλοκή δεν σε αφήνει να το απολαύσεις. Ο δραματουργικός πυρήνας του έργου είναι πως μπορεί ένας άνθρωπος, μια κοινωνία, ένας ολόκληρος κόσμος να εκφυλιστεί σε τέτοιο βαθμό που να διαπράττει εγκλήματα μόνο και μόνο επειδή μπορεί. Όλη αυτή η πορεία απουσιάζει από την σκηνοθεσία. Υπάρχουν σημεία όπου χτυπάνε «καμπανάκια» κάνοντας το κοινό να βρίσκεται εντός πλαισίου, όπως η επανάληψη των λέξεων έγκλημα «είναι έγκλημα να μην έχει πάει κάποιος στο Κολοσσιαίο» η το ποιος «κρύβει σκελετούς και οστά στα μπαούλα του» ατάκες που και με τους φίλους μας τις λέμε, αλλά η σύντομη αναφορά τους δεν σε αφήνουν να το ευχαριστηθείς.
Το σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη με το μπαούλο, το ακριβό σπίτι και τα πολλά βιβλία σε μεταφέρουν σε ένα αστικό περιβάλλον και μαζί με τα κουστούμια της Σοφίας Δριστέλα κάνουν πολιτικό σχόλιο περί ευμάρειας με τις απαστράπτουσες τουαλέτες και τα καλοσιδερωμένα κουστούμια. Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου δημιουργούν ένα κλίμα απειλής που ενισχύει τον όλο ρυθμό της παράστασης.
Ερμηνευτικά το δίδυμο Αργύρης Αγγέλου και Γιάννης Σίντος λειτουργεί σωστά διαγράφοντας μια διαδρομή που τους θέλει να λειτουργούν ως καθρέπτης ο ένας του άλλου και που στην πορεία κάτω από το βάρος των υποψιών αυτός ο καθρέπτης σπάει. Η Γωγώ Μπρέμπου, δυστυχώς, είναι από τους χαρακτήρες που περιορίστηκαν με αποτέλεσμα να είναι θαμπή, ενώ η συγκεκριμένη ηθοποιός δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες εντυπώσεις. Το ίδιο ισχύει και για τον Βαγγέλη Ψωμά που επιμένω είναι οι μεγάλοι χαμένοι της παράστασης, όχι όμως, με δική τους ευθύνη. Η Ελένη Κρίτα καταφέρνει να ξεχωρίσει και να εκμεταλλευθεί έξυπνα τον ρόλο της χαρίζοντας συγκίνηση, ειδικά, στο σημείο που χαϊδεύει το μπαούλο ψάχνοντας τον αγνοούμενο γιο της. Στον ρόλο του Παντελή Καναράκη έχει δοθεί μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με το πρωτότυπο και είναι οι μόνες στιγμές που ο θεατής καταφέρνει να βρει δίοδο προς το έργο. Ο ίδιος έχει επιμεληθεί και την κίνηση-χορογραφία της παράστασης με τους χαρακτήρες να κινούνται ρομποτικά θυμίζοντας μας πως όσο χορογραφημένο κι αν είναι μία συνθήκη ουδείς ξεφεύγει από την αλήθεια.
Παραστάσεις: κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.30
Τιμές εισιτηρίων: 16€ (γενική είσοδος) 12€ (φοιτητικό & ανέργων), ειδικές προσφορές και προπώληση στο www.viva.gr
Θέατρο Αθηνά
Διεύθυνση: Δεριγνύ 10 & Πατησίων – Πεδίον Άρεως
Τηλέφωνα: 2108237330