Ας προχωρήσουμε σε μία ουσιαστική και εν πολλοίς δεδομένη αντίθεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και το θέατρο. Στην πρώτη, και ειδικότερα στην πεζογραφία, αναγνωρίζουμε τον πυκνό αφηγηματικό λόγο ο οποίος ενισχύεται από στάδια εικονοποιίας, όπως αυτά δομούν και ταυτόχρονα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις περιγραφικής παρουσίασης καταστάσεων και γεγονότων.
Μέσα από τα εν λόγω δομικά στοιχεία ξεδιπλώνονται τόσο οι χαρακτήρες, όσο και οι εσωτερικές αντιθέσεις τις οποίες βιώνουν με τρόπο άμεσο και εξαντλητικό. Αντίθετα, στο θέατρο, η μεταφορά ενός λογοτεχνικού κειμένου και δη πεζογραφίας, οφείλει να «δείχνει» και όχι να «λέει».
Με άλλα λόγια, είναι εκ των πραγμάτων ανάγκη να περιοριστεί αισθητά ο αφηγηματικός λόγος, ώστε να δοθεί έμφαση στην περιγραφική αναπαράσταση διαδοχικών καταστάσεων και συμβάντων. Στην εξέλιξη αυτών θα αναπτυχθούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του/των χαρακτήρα/χαρακτήρων και θα μορφοποιηθούν οι εσωτερικευμένες αντιφάσεις/αντιθέσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν, ως πυρήνα αντίστοιχων ενεργειών τις οποίες επιλέγουν στα πλαίσια εξωτερικών πιέσεων και ετεροπροσδιορισμών.
Η θεατρική παράσταση «Καπετάν Μιχάλης. Ελευθερία ή Θάνατος», σε διασκευή Κωνσταντίνας Νικολαΐδη & Μανώλη Ιωνά και σκηνοθεσία Μανώλη Ιωνά, βασισμένη στο ομότιτλο έργο τού Νίκου Καζαντζάκη, απέτυχε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Δεν επιχείρησε να υπερβεί τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο λογοτεχνικό κείμενο και τη θεατρική μεταφορά του. Επένδυσε στην αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, αδυνατώντας να καθοδηγήσει το φιλοθεάμον κοινό στις αναπαραστάσεις εικόνας και συναισθηματικής μεταβολής, την οποία βιώνει ο ήρωας. Δεν είναι, όμως, μόνο ο ήρωας. Συνολικά η παράσταση επικεντρώθηκε στη μεταφορά τμημάτων του έργου αφηγηματικά, με νοηματική συνοχή και τελικό αποτέλεσμα την θεατρική υπονόμευσή του. Σκηνοθετικά, ο Μανώλης Ιωνάς απέτυχε να μεταμορφώσει το λογοτεχνικό έργο σε θεατρική απόκριση, ικανή να μεταφέρει και να καθοδηγήσει τη ζωντανή και άμεση προοπτική θέασης των πραγμάτων στις απαιτήσεις της σκηνικής δόμησης μίας δραματουργικής αντιστοιχίας.
Ο Νίκος Καζαντζάκης σε επιστολή προς τον Παντελή Πρεβελάκη στις 3.12.1949 έγραφε: «Είμαι βυθισμένος στον Καπετάν Μιχάλη. Μάχουμαι ν’ αναστήσω το Ηράκλειο της παιδικής μου ηλικίας. Τι συγκίνηση, τι χαρά, και συνάμα τι ευθύνη! Γιατί χιλιάδες πρόσωπα πεθαμένα ανεβαίνουν στη μνήμη μου και ζητούν μια μικρή θέση στον ήλιο, δυο-τρεις γραμμές, ένα καλό λόγο. Ξέρουν πως άλλη σωτηρία ανάστασης δεν έχουν. Ποιος να γράψει πια γι’ αυτούς; Και τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια τους τους ξέχασαν».
Όλα αυτά τα συναισθήματα που εμφανίζονται ψυχογραφώντας τον ήρωα του έργου, δεν εμφανίζονται πουθενά στη θεατρική απόδοσή του. Ο Καπετάν Μιχάλης (τον ρόλο υποδύεται ο Τάσος Γιαννόπουλος) μοιάζει άνευρος, σχεδόν νωχελικός και στατικός. Σε κανένα σημείο τής σκηνικής του παρουσίας δεν περιγράφονται παραστατικά οι έντονες αντιθέσεις τις οποίες ο ίδιος βιώνει στο έργο, και οι οποίες, τόσο δεικτικά, αναπαρίστανται στις σελίδες τού συγγραφέα.
Επίσης, εξίσου χαρακτηριστικό με την αδυναμία κατανόησης του κειμένου, ώστε να μεταφερθεί με τρόπο ορθολογικό στη σκηνή, και όχι επιφανειακό, είναι η παρουσία τής Εμινέ (τον ρόλο υποδύεται η Ειρήνη Παπαδημάτου). Η σχέση της με τον Πολυξίγκη και η φυσική της τάση για την ερωτική απόλαυση, δεν συνδυάζεται με την «ελληνοποίησή» της, τη βάπτισή της και το γάμο της με έναν Έλληνα καπετάνιο. Σε ολόκληρο το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη η εικόνα τού θηλυκού ερωτικού πόθου, εντός τού οποίου παραμένει πάντοτε η Εμινέ, δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα τής Κρητικιάς Ελληνίδας γυναίκας και μάνας. Αυτή ακριβώς η ανάγνωση δεν μετασχηματίστηκε ποτέ στο θεατρικό σανίδι.
Η Εμινέ σχεδόν γελοιοποιείται με το παρουσιάζεται ως ένα σαρκίο ηδονής που διαρκώς βρίσκεται σε κατάσταση ευθυμίας. Η Εμινέ τού Νίκου Καζαντζάκη αντιπροσωπεύει τη διασάλευση της συνείδησης αξιακού χαρακτήρα ανάμεσα στην ερωτική επιθυμία και την κρητική αναγωγή τής μαυροφορεμένης μάνας. Εδώ, στην παράσταση, δεν διαφαίνεται πουθενά αυτή η ρήξη, αυτή η ανατροπή στη συνείδηση του ήρωα. Η αδυναμία τού γάμου να υπερκαλύψει την αξιακή αυτή διαφοροποίηση των ιδεολογικών συστημάτων δεν μας τη μετέδωσε ποτέ η θεατρική μεταφορά του. Το ασυμβίβαστο αυτού του κώδικα αξιών, το οποίο και αποδέχεται απόλυτα ο καπετάν Μιχάλης, τον ωθεί στη δολοφονία της και όχι η αντίληψη πως οφείλει να εξαφανίσει το αντικείμενο του πόθου του για να απελευθερωθεί από τα δεσμά τής επιθυμίας. Δυστυχώς, στη θεατρική παράσταση επιλέγεται αυτού του είδους η ερμηνεία, περιορίζοντας, όπως προαναφέραμε, την Εμινέ σε ρόλο σαρκικού πάθους, χωρίς καμία σύνδεση με το αξιακό σύστημα του κρητικού ελληνισμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του ο συγγραφέας το ίδιο το κείμενο και τις προεκτάσεις τις οποίες ο Νίκος Καζαντζάκης υποστήριξε.
Αν ήταν μόνο αυτό, δηλαδή μόνο η απόπειρα να παραμερίσει τον ερωτικό πόθο ο συγγραφέας θα τον παρουσίαζε απλά να καταφέρνει να νικήσει τον πειρασμό αποστρεφόμενος την Εμινέ. Η Εμινέ εκπροσωπεί την απειλή ολόκληρου του αξιακού συστήματος του κρητικού πολιτισμού και καταλήγει να γίνει ο αμνός τής θυσίας στην καθαρότητα της ιδέας περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας, εγγυάται δε την επιτυχία τού αγώνα τού καπετάν Μιχάλη, και παραδειγματικά, του διαχρονικά αγωνιζόμενου Έλληνα, γεγονότα τα οποία προφανώς λείπουν από την θεατρική διασκευή τού έργου. Μονάχα το πάθος για ελευθερία και το χρέος τού κάθε Κρητικού έναντι της Κρήτης εμφανίζεται στην σκηνή και αυτό στο τέλος, με καθαρά λεκτικό τρόπο και χορογραφική αναπαράσταση.
Εκείνο το οποίο διασώζεται από την θεατρική διασκευή είναι σαφέστατα οι ενδυματολογικές επιλογές τού Νίκου Κασαπάκη, διαμορφώνοντας άρωμα Κρήτης τού 19ου αιώνα, την ίδια στιγμή κατά την οποία το σκηνικό παραμένει αφαιρετικό και σχεδόν «γυμνό». Σε κανένα σημείο τής παράστασης δεν εντοπίζεται η εικονοποιία εκείνη η οποία θα επιτρέψει στον θεατή να εντρυφήσει και να ταυτιστεί με τον χώρο και τον χρόνο. Μονάχα η χορογραφία τής Ρούλας Κουτρουμπέλη επιχειρεί να προσθέσει ποιοτικά στοιχεία στις ψυχολογικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών, αλλά από τη στιγμή κατά την οποία συνολικά η σκηνοθεσία δεν αδυνατεί να ακολουθήσει τη θεατρική αναπαράσταση, η χορογραφία (που λειτουργεί ως εξωδιηγητικός παντογνώστης αφηγητής), όπως και οι ενδυματολογικές επιλογές, υπονομεύονται εν συνόλω.
Όταν κανείς αποφασίζει να διερευνήσει τα όρια και τις ισορροπίες ανάμεσα στη λογοτεχνία και το θέατρο, πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθεί πως θέατρο χωρίς χειροπιαστή εικόνα, χωρίς ζωντανή μεταφορά σκηνών ενώπιον των θεατών, δεν είναι θέατρο, αλλά λογοτεχνία και δη αφήγηση, σε συμπύκνωση. Δυστυχώς, η εν λόγω παράσταση δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τις οποίες καλλιέργησε η παρουσία σημαντικών ηθοποιών στο σανίδι του, ακριβώς επειδή η σκηνοθεσία δεν κατανόησε τον ρόλο της.
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.