Κριτική | «Κατάδικος» από τον Βασίλη Μαυρογεωργίου: μακριά και πέρα από το «Εγώ»

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γράφει τον «Κατάδικο» το 1919, λίγα χρόνια πριν το τέλος του (θα πεθάνει σχετικά πρόωρα το 1923 στα 51 του χρόνια) και κάποιος μπορεί να διακρίνει μέσα σε αυτό το εκτενές αφήγημα, τα ιδεολογικά ρεύματα που το σημάδεψαν και επηρέασαν βαθύτατα το έργο του. Γεννημένος στην Κέρκυρα,  γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με υψηλή μόρφωση και γλωσσομάθεια, είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη να έρθει σε επαφή και να ασπαστεί αρχικά τη θεωρία του Νίτσε σχετικά με τον Υπεράνθρωπο για να την απαρνηθεί  στη συνέχεια ερχόμενος σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και τον μαρξισμό. Πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» μαζί με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον «Αλληλοβοηθητικό Σύνδεσμο Εργατών της Κέρκυρας».

Η δράση του «Κατάδικου», τοποθετείται στην ύπαιθρο της γενέτειρας του. Σε ένα αγροτικό χωρίο η όμορφη Μαργαρίτα,  είναι παντρεμένη  με τον Γιώργη Αράθυμο αλλά γοητεύεται από την πολιορκία του γείτονα Πέτρου Πέπονα. Στην υπηρεσία της οικογένειας της, βρίσκεται ο Τουρκόγιαννος, νόθο τέκνο μιας Αρβανίτισσας που είχε βιαστεί από Τούρκο και βρήκε καταφύγιο στο χωριό τους,  ο οποίος έχει αντιληφθεί την κατάσταση και προσπαθεί να αποτρέψει τη Μαργαρίτα να ενδώσει. Η παρουσία του γίνεται ενοχλητική, διαβάλλεται από το ζευγάρι στον Γιώργη, ο οποίος τον διώχνει από το σπίτι., Την επόμενη ημέρα ο Γιώργος βρίσκεται δολοφονημένος, οι υποψίες πέφτουν στον Τουρκόγιαννο ο οποίος οδηγείται στο δικαστήριο με βασικό κατήγορο τον Πέπονα και καταδικάζεται. Ο Πέτρος και η Μαργαρίτα παντρεύονται. Η σύλληψη του Πέτρου για κάποιο άλλο αδίκημα και η συνάντησή τους μέσα στη φυλακή θα είναι καταλυτική, μιας και ήδη οι τύψεις και οι Ερινύες κυνηγούν τον Πέτρο και την Μαργαρίτα, βυθίζοντας τους στη δυστυχία.

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης μέσα από αυτό το ιδιότυπο «τετράγωνο» ερωτικής σχέσης (ο έναντι Θεού και κοινωνίας σύντροφος/Γιώργης, ο σαρκικός πόθος/Πέτρος και η ιδεατή, αγνή προαίρεση/Τουρκόγιαννος) βρίσκει την ευκαιρία και κάνει ένα σχόλιο για την ζωή, την ηθική, την κοινωνία και τις συνθήκες στην ελληνική επαρχία αλλά περισσότερο βρίσκει ένα πρόσφορο έδαφος να καλλιεργήσει τη δική του σκέψη και πάλη ιδεών. Σε επίπεδο πλοκής, το έργο οδηγείται στους δρόμους της αρχαίας τραγωδίας, με κυρίαρχο το δίπολο Ύβρις-Νέμεσις, και με την κάθαρση να επέρχεται μέσω της αυτοθυσίας και της άρνησης του εγωισμού.

Ο Πέτρος Πέπονας γίνεται ο Υπεράνθρωπος, ο δυνατός, αυτός που πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα καταφέρνει, ο οποίος δεν έχει κανένα ενδοιασμό για ο,τιδήποτε τον βοηθά να επιτύχει τον στόχο του, ενώ από την άλλη ο Τουρκόγιαννος  εκπροσωπεί την ταπεινότητα της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της ηθικής τάξης και της αγαθής προαίρεσης. Ο Ιδανικός Άνθρωπος της κυριαρχίας απέναντι στον Ιδανικό Άνθρωπο της κοινωνίας. Ο Πέτρος πραγματώνει τον στόχο του σκορπώντας δυστυχία στους γύρω του και στον ίδιο, ο Τουρκόγιαννος κατακρημνίζεται λάμποντας και φωτίζοντας όλους όσοι έρχονται σε επαφή μαζί του. Η έννοια της Αυτοθυσίας, όχι πια ενός Θεού για τους ανθρώπους (άλλωστε η θρησκεία για τον Θεοτόκη είναι το πρόσχημα και το όχημα να φτάσουν οι έννοιες της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στον απλό άνθρωπο), αλλά η Αυτοθυσία του ανθρώπου για τον Άνθρωπο, είναι το τελικό επιστέγασμα, η τελευταία μολυβιά που κλείνει τον κύκλο της ζωής, και αφήνει καθοριστική την επίγευση της στο τέλος.

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ακολούθησε πιστά και με απόλυτη συνέπεια αυτήν την λογοτεχνική γραμμή και ύφος του συγγραφέα. Η απλότητα και η ρεαλιστική λακωνικότητα του, έγιναν μπούσουλας και οδηγός για μια παράσταση η οποία απέδωσε με ζωντάνια  και αρχιτεκτονική ευρυθμία την ατμόσφαιρα, τις διακυμάνσεις, τις συγκρούσεις αλλά και τα διακυβεύματα του έργου.  Αφήγηση και διάλογος μπλέκονται με ιδανική ισορροπία, εξυπηρετώντας ο ένας την αναγκαιότητα του άλλου, για τη δημιουργία κελαρυστής ροής και ρυθμού. Στην παράσταση, ξεκινώντας από την δραματουργική επεξεργασία, τις ερμηνείες, τα σκηνικά, τη μουσική, τα φώτα και τα κοστούμια,  δεν υπάρχουν φλυαρίες, δεν υπάρχουν πλατειασμοί αλλά όλα είναι στοχευμένα, επικεντρωμένα και ουσιαστικά, σε μια αρμονικότατη σκηνική γεωμετρία, η οποία προσαρμόστηκε στη μικρή σχετικά σκηνή του θεάτρου Αποθήκη.

Το επικλινές σκηνικό της Θάλειας Μέλισσας, εύστοχο στην αποτύπωση του αχανούς της υπαίθρου, των λόφων και των κάμπων, αλλά και της ανύψωσης, κυλίσματος και πτώσης των χαρακτήρων, με τον φράχτη που στενεύει ή αναπτύσσει περιθώρια και επίπεδα, γίνεται το ανοιχτό πεδίο σύγκρουσης των δύο κόσμων του Θεοτόκη. Σκηνικό που καίγεται από το λιοπύρι, φέγγει από τις ξαστεριές και σκοτεινιάζει από τα νυχτέρια της Στέλλας Κάλτσου. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα έχουν το άρωμα της εποχής με τρόπο ζωντανό και σύγχρονο, ενώ ο Κώστας Μαγγίνας δημιουργεί ένα απόλυτα ρεαλιστικό ηχητικό περιβάλλον «κουμπώνοντας» σύντομες και καίριες μουσικές παρεμβάσεις. Ο Πάρης Μαντόπουλος έχει επιμεληθεί την κίνηση των ηθοποιών  συμβάλλοντας καθοριστικά στη σκηνική οικονομία και στην αρμονία του τελικού αποτελέσματος.

Ο Γιώργος Παπανδρέου ερμηνεύει ιδανικά τον Τουρκόγιαννο. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι διαθέτει τη σωματική διάπλαση και την αρμόζουσα χροιά να υποστηρίξει τη λιτή και ταπεινή φιγούρα του ήρωα. Έχει καταφέρει να εισχωρήσει στο μεδούλι του ήρωα και να γίνει κτήμα του: να αποτυπώνει τον κρυφό έρωτα του για τη Μαργαρίτα με βλέμματα και εκφράσεις, και να κηρύττει την αλήθεια του χρωματίζοντας το λόγο του, ανταποκρινόμενος πλήρως στη δυσκολία της τοπικής διαλέκτου. «Μέλι στο στόμα του», ακούμε κάποια στιγμή στο κείμενο σε μια πλήρη ταύτιση του ηθοποιού με τον ήρωα του. Η σκηνή του μονόλογου που κάνει ενθυμούμενος την μάνα του και τα δεινά του, είναι βαθιά συγκινητική.

Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης ερμήνευσε τον Πέτρο Πέπονα, επιβάλλοντας την παρουσία του στη σκηνή και δικαιολογώντας στο έπακρο τη γοητεία και την έλξη που ασκεί ο ήρωας στην Μαργαρίτα. Η κλιμάκωση του χαρακτήρα του, από το σκυμμένο σώμα να μαζεύει τη σοδιά, την πρόταξη του στήθους σε επίδειξη δύναμης, ρώμης και σιγουριάς μέχρι τη βάσανο των τύψεων,  την αυτοτιμωρία της παραδοχής του εγκλήματος και την τελική ισοπέδωση του από την αυτοθυσία του Τουρκόγιαννου, μαρτυρά πως δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του ηθοποιού ανάμεσα στις υποψηφιότητες του βραβείου Δημήτρη Χορν.

Η Μαργαρίτα της Μαρίνας Καλογήρου, αποτυπώνει με ακρίβεια  την αμφιταλάντευση της ηρωίδας ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, μιας ηρωίδας που αποτελεί αναμφισβήτητα απεικόνιση της γυναίκας και της θέσης της την εποχή εκείνη, όπου η υποκρισία αντικαθιστά το ανοιχτό δικαίωμα επιλογής. Η Μαργαρίτα υποκύπτει στον πειρασμό, γνωρίζοντας από την αρχή ότι αυτός ο δρόμος δεν θα έχει γυρισμό και υπομένει στωικά την τιμωρία των επιλογών της. Ένα βλέμμα υγρό σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, λαλίστατες σιωπές και ψίθυροι είναι τα ερμηνευτικά όπλα της Μαρίνας Καλογήρου.

Με τους κατάλληλους χαμηλούς τόνους, με τρυφερότητα και λεπτότητα ερμηνεύει ο Χρήστος Πίτσαςτον άντρα της Γιώργη Αράθυμο ενώ οι Τάκης Σακελλαρίου και Στέλιος Χλιαράς, πολύπλευροι και ταλαντούχοι, ερμηνεύουν και εναλλάσσονται σε  όλους τους βοηθητικούς ρόλους (δικαστές, θαμώνες καφενείου, φυλακισμένους κλπ), κρατώντας και τους κομβικούς ρόλους των Αφηγητών, στο δρόμο του ρεαλισμού του συγγραφέα: παραθέτουν τα γεγονότα από απόσταση, χωρίς σχόλια και κρίσεις καθόλα αποστασιοποιημένοι τόσο σκηνικά όσο και ερμηνευτικά.

Είναι πολύ σπουδαία αυτή η δουλειά του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης που σε συνεργασία με τα Αθηναϊκά Θέατρα είδαμε στο θέατρο Αποθήκη. Μέσα από την αρτιότητα της, το καθαρό βλέμμα της, και την απλή αλλά καθόλου απλοϊκή και λαϊκίστικη προσέγγιση του έργου, φέρνει στην επιφάνεια ένα λογοτεχνικό διαμάντι της ελληνικής γραμματείας και του κοινωνικού ρεαλισμού, βοηθώντας με συγκινητικό τρόπο έναν κόσμο παγιδευμένο στο κυνήγι της «προσωπικής ευημερίας» (κυρίαρχη αξία του σήμερα), να σηκώσει το βλέμμα έξω και πέρα από το «Εγώ».
 

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ

Δείτε επίσης