Κριτική: «Ο γυάλινος κόσμος» σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη

Ένα εκ των σπουδαιότερων θεατρικών έργων του Τενεσί Ουίλιαμς, «Ο γυάλινος κόσμος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, ξεκίνησε την καλοκαιρινή περιοδεία του και στην αφετηρία αυτής καθήλωσε. «Σε κάθε θεατρικό έργο πρέπει να υπάρχει ένα πρόσωπο με κάποια σκοτεινή, ακατανόητη πτυχή, που τα κίνητρά του να μην είναι κατανοητά» υποστήριζε ο συγγραφέας και στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώνεται η αλήθεια των πραγμάτων στους χαρακτήρες και τις μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, τα οποία δεν περιορίζονται στη συμπεριφορά ενός και μόνο προσώπου, αλλά διακλαδίζονται σε όλα τα πρόσωπα της ιστορίας. Με τα έντονα συμβολικά στοιχεία και τις φορμαλιστικές καταγραφές τού κειμένου, ο σκηνοθέτης εξύψωσε την απόσταση των προσώπων και την εναγώνια απόπειρα υπέρβασης του μεταξύ τους χώρου, σε μία μόνιμη διαπάλη τού εσωτερικού εαυτού με τις εξωτερικές συνθήκες αυτο-περιορισμού και απομόνωσης. Ακολούθησε με σεβασμό τα όρια του έργου, αλλά προσέδωσε υπεραξία με τις σκηνοθετικές οπτικές αφαίρεσης, όπως αυτές καθρεφτίζονταν στη σκηνική παρουσία των ηθοποιών. 

Συνοπτικά, η πλοκή τού έργου φέρει τα κοινωνικά γνωρίσματα της αμερικανικής κοινωνίας που πέρασε από τις συμπληγάδες του μεσοπολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης. Η οικογενειακή ευτυχία διασκορπίζεται στα πρότυπα μέσα από τα οποία συντελέστηκε η συγκρότησή της. Ένας πατέρας πανταχού απών, μακριά από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις τού οικογενειακού βίου· μία σύζυγος/μητέρα που επιχειρεί να επιβιώσει τόσο η ίδια, όσο και τα τέκνα της, σε έναν κόσμο σκληρό και φτωχικό, δίχως εναλλακτικές διεξόδους και προοπτικές εξέλιξης, αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία προβολής της, ως ύστατη σανίδα σωτηρίας σε ένα πλέγμα ψευδαισθήσεων και απολεσμένων επιθυμιών· ένας υιός με τάσεις φυγής, καθώς κλήθηκε να αντικαταστήσει την πατρική φιγούρα, εργαζόμενος σε βιοτεχνία παπουτσιών, σε μία εργασιακή συνθήκη την οποία αποστρέφεται, βρίσκοντας διέξοδο στον κινηματογράφο και την απουσία από τα προβλήματα της οικογενειακής συμβίωσης· και, τέλος, η μεγαλύτερη κόρη, η οποία κουτσαίνει ελαφρώς, γεγονός που της προκαλεί αισθήματα φόβου και ντροπής, ούσα απομονωμένη στον κόσμο της παραίσθησης, σε ένα πεδίο αναφοράς άμεσα ελεγχόμενο από την ίδια, δίχως περιττές κριτικές και προσταγές. Αντίθετα με τον αδελφό της, η ίδια αναζητά την ευθύνη τής απομόνωσης, ενταγμένη στο πλέγμα ασφυκτικής πίεσης που άφησε η απουσία τού πατέρα. Στο κάδρο αυτό θα προστεθεί ο συνάδελφος του αδελφού της και πρώην συμμαθητής τής ίδιας, ο Τζιμ, ο οποίος θα επιχειρήσει να την απελευθερώσει από το δωμάτιο απομόνωσης και να κερδίσει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση σε σχέση με την ίδια, τις δυνατότητές της και τις προσδοκίες της από τη ζωή. 

Περισσότερο απαισιόδοξο το έργο και λιγότερο αισιόδοξο ως μήνυμα, μας μεταφέρει σε διαχρονικά ζητήματα που ταλανίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες· ζητήματα που άπτονται της ευαισθησίας των προσώπων, σε έναν κόσμο αχαλίνωτης αντίθεσης, της μυσταγωγίας των συναισθηματικών απολήξεων, σε μία πραγματικότητα που επικρίνει την όψη τής παραμικρής ανωμαλίας στο σώμα και τη συμπεριφορά των μελών της, της αδυναμίας απομάγευσης του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου, καθώς ο χρόνος μοιάζει να αφοπλίζει τις επιλογές και τις δυνατότητες διαφυγής. Δεν είναι τυχαίο ότι η θάλασσα συμβολίζει αυτή τη διέξοδο για τον άρρενα πληθυσμό της αμερικανικής κοινωνίας. Πρώτα ο πατέρας, έπειτα ο υιός, ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι για το άγνωστο, μα με μόνη αποσκευή τη θέληση για αποδέσμευση από την απραξία τής συλλογικής ζωής. Από την πλευρά τους, οι γυναικείες παρουσίες στο έργο, κλείνονται ολοένα περισσότερο στον εαυτό τους. Μία μορφή παιδικής αθωότητας αναδύεται και πότε με την εικόνα τού χρόνου, στην περίπτωση της μητέρας, πότε με την εικόνα γυάλινων σφαιρών, στην περίπτωση της κόρης, μεγεθύνει τη διαδικασία ολοκληρωτικής παραίτησης και απομόνωσης. Στην τελευταία κατασκευάζουν την αυθεντικότητα της προσωπικής του θέσης. Μιας θέσης στην οποία ολοένα βυθίζονται, δίχως δυνατότητα επιστροφής στις ανταγωνιστικές απαιτήσεις τού εξωτερικού περιβάλλοντος. 

Φαντασία και όνειρο διαλέγονται και το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας είναι η προβολή τής ομορφιάς των συναισθημάτων, όπως αναδεικνύονται από τις συγκρούσεις τής καθημερινότητας, στην οποία η επιβίωση μετατρέπει τις σχέσεις των προσώπων σε Δαμόκλειο σπάθη επί των προσωπικών τους επιλογών και επιθυμιών. Ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθετεί με προσεγμένη επιμέλεια στους συμβολισμούς τού χώρου. Ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, ένας καναπές στο σαλόνι και ενδιάμεσα των δύο, στην κορυφή, στέκει ο γυάλινος κόσμος· φώτα που αναβοσβήνουν ανάλογα με την εξέλιξη της πλοκής σε άμεση σύνδεση με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις τής κόρης. Πέραν του σκηνικού χώρου, ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση στη σωματοποίηση των σκηνών, δηλαδή στις θέσεις, τις εκφράσεις, τις μορφικές εκφάνσεις (προσώπου-σώματος), των ηθοποιών, γεγονός το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον του φιλοθεάμονος κοινού, καθώς τα σώματα λειτουργούν ως προεκτάσεις αθέατων όψεων της συνείδησης. Η μουσική επένδυση του Θοδωρή Οικονόμου, η σκηνική υπογραφή τής Μαίρης Τσαγκάρη και οι ενδυματολογικές επιλογές DeuxHommes (με γνώμονα την απλότητα και το ύφος τής εποχής) προσέδωσαν υπεραξία στο εγχείρημα και απογείωσαν το συνολικό αποτέλεσμα. 

Η Κάτια Δανδουλάκη, στον ρόλο τής μητέρας Αμάντα Ουίνγκφιλντ, μας δίνει ερμηνεία πολλαπλής ποιότητας. Σε αναγκάζει κυριολεκτικά να υποκλιθείς στο μεγαλείο τής θεατρικής της παιδείας. Έχει καταφέρει να προσαρμόσει πλήρως στις ερμηνευτικές της ικανότητες τον συγκεκριμένο ρόλο και η Αμάντα να μοιάζει, όχι με μια γυναίκα τής αμερικανικής κοινωνίας, αλλά με μία γυναίκα δίχως χρονικό όριο, ενταγμένη στις κοινωνικές απαιτήσεις που σε κάθε εποχή αναπαράγονται, αλλάζοντας μονάχα εξωτερική μορφή. Με χειρουργικές κινήσεις αποτυπώνει τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική κατάσταση την οποία βιώνει μεταξύ πραγματικότητας και ονειρικής φαντασίας. Είναι μοναδικός ο τρόπος που μετατρέπεται από τη γλυκιά επιφάνεια της τρυφερής μητέρας, στη σκληρή γυναίκα που απαιτεί και επιχειρεί να ισορροπήσει σε περισσότερους από έναν ρόλους.

Η Λένα Παπαληγούρα, υποδύεται την κόρη, Λώρα Ουίνγκφιλντ, και είναι η πολλοστή φορά που θα υπογραμμίσω πως ρόλοι με έντονα τα στοιχεία τής συναισθηματικής φόρτισης, ρόλοι που απαιτούν έκρηξη αισθηματικής φύσης και ταυτόχρονη διανοητική διαπάλη με εξωστρεφή χαρακτήρα τής ταιριάζουν απόλυτα. Όχι απλά εκφράζει αυτό το δίπολο φόβου και επιθυμίας, αισιοδοξίας και αποξένωσης, αλλά τονίζει με απαράμιλλη θεατρική αποτύπωση τις λεπτές αποχρώσεις της ψυχικής διαστρέβλωσης που υφίσταται, ούσα υποχρεωμένη να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον μόνιμης άρνησης. 

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, ο γιος, Τομ Ουίνγκφιλντ (αλλά και σε ρόλο αφηγητή), είναι συγκλονιστικός. Καταθέτει τη δική του ψυχογραφική καταγραφή των γεγονότων, όπως τα βιώνει εμπειρικά, και παράλληλα, καθώς διαστέλλεται η προσωπικότητά του σε πολλαπλούς ρόλους (αυτόν του πατέρα, του συντηρητή τής οικογενείας, του υπόχρεου έναντι του μέλλοντος της αδελφής του), καλείται να αποφασίσει για το εγώ ή το εμείς. Καταλήγει στην πρώτη επιλογή, να υπηρετήσει τον εαυτό του με άγνωστο συντελεστή, αλλά με μόνη επιθυμία την απομάκρυνση από τις αιτίες που τον καθιστούν δέσμιο μίας ετεροχρονισμένης πραγματικότητας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο τού έργου είναι που συνθλίβει τον εαυτό του, και σε αυτό το σημείο το υποκριτικό του ταλέντο εμφανίζεται σε όλο του το μεγαλείο.

Τέλος, ο Γιάννης Κουκουράκης, στον ρόλο του επισκέπτη, Τζιμ Οκόνορ, συμβάλει με τον τρόπο του στην απελευθέρωση της κόρης από την μόνιμη αγχόνη της ντροπής και του φόβου. Κινείται με μαεστρία στη σκηνή και η ευγενική του παρουσία ταιριάζει με τον ρόλο, που απαιτεί με τη σειρά του γαλήνια έκφραση. Μία συγκλονιστική παράσταση.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

Δείτε επίσης