Κριτική / «Οιδίπους Τύραννος» από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη: Επιστροφή στη δύναμη του Ορθού Λόγου

Η τραγωδία των τραγωδιών ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη βαδίζει στο πλήρες φάσμα της Ζωής, της Ειμαρμένης, της Ύβρεως και της Άτης, ανεβαίνει φέτος σε μια παραγωγή των Αθηναϊκών Θεάτρων σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη με τον Δημήτρη Λιγνάδη να κρατά τα σκήπτρα του τραγικού Θηβαίου Βασιλιά.

Η αριστοτεχνικά δομημένη τραγωδία του Σοφοκλή, που αποτελεί στην ουσία της, έναν ύμνο στην καθαρότητα και τον θρίαμβο της Αλήθειας, της Αλήθειας που πάντα είναι οδυνηρή με συντριπτικά και ολέθρια αποτελέσματα αλλά είναι εξίσου ανακουφιστική, καθαρτήρια και εποικοδομητική. Μια αλήθεια που με μαεστρία ο τραγικής ποιητής αποκαλύπτει βήμα-βήμα, μέσα από αμέτρητες μεταφορές και τραγικές ειρωνίες, επιτείνοντας έτσι τη τραγικότητα του βυθισμένου στην άγνοια Ανθρώπου-Οιδίποδα, που φύσει και θέσει αποζητά και επιδιώκει τη Γνώση. Στον αγώνα αυτόν για την κατάκτηση της Γνώσης και της Αλήθειας, ο Άνθρωπος – Οιδίποδας «παθαίνει» και «πάσχει» μέχρι να συναντηθεί με αυτήν και μέσα από το σκοτάδι να δει φως. Έτσι, κι ενώ η ειρωνία της Άγνοιας είναι αυτή που κινεί όλα τα νήματα της δομής αυτής της τραγωδίας, είναι η Γνώση που γίνεται καταλύτης της και η Αλήθεια η κάθαρσή της.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ανέπτυξε την παράσταση στηριζόμενος σε δύο πολύ βασικές προϋποθέσεις και συνθήκες: στη δύναμη του ίδιου του λόγου του Σοφοκλή, λόγο στον οποίο μπορούμε να συναντήσουμε δύο επίπεδα, αφενός στην τεχνική και τη δεινότητα του συγγραφέα, αφετέρου στη δύναμη του Ορθού Λόγου, ο οποίος λάμπει σε ολόκληρο το έργο και αποτελεί μια από τις βασικές θεματικές του. Το άλλο μεγάλο εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών του.

Σε ένα εμπνευσμένο «μη σκηνικό» από τον Πάρι Μέξη, στην παντελώς γυμνή ορχήστρα του θεάτρου, αρχίζει να ξετυλίγει την ιστορία από την αρχή με τη Σφίγγα και το αίνιγμά της σχετικά με τον άνθρωπο. Αίνιγμα που εύκολα έλυσε ο Οιδίποδας, θα εισέλθει όμως στην ουσία του με τη συντριβή του που θα ακολουθήσει. Ο Χορός, κάνει την είσοδο του φορτωμένος με  πήλινα βρέφη (ένας θαυμάσιος συμβολισμός του αθώου και αγνοούντος Οιδίποδα από τη μια αλλά και μια και άκρως σκηνικά λειτουργική ενσάρκωση των «Παιδιών του Κάδμου» του λαού της Θήβας) τα οποία και τα τοποθετεί σε όλη την έκταση της Ορχήστρας. Το σκηνικό πλέον, αρχίζει και χτίζεται σιγά-σιγά, βήμα-βήμα με την εξέλιξη. Όσο πιο βαθιά μπαίνουμε στο έργο, τόσο ενώνονται και συνδέονται όλα τα βρέφη με χοές πάνω στο χώμα από τα ασκιά του Χορού, δημιουργώντας ένα σπιράλ λογικής και γνώσης που οδηγεί κατευθείαν στη Θυμέλη, στο κέντρο της Ορχήστρας αλλά και της οικουμένης που πλέον βρίσκεται εγκλωβισμένος ο Οιδίποδας-Άνθρωπος.

Πάνω σε αυτήν την λογική είναι βασισμένη και ολόκληρη η παράσταση, τόσο η σκηνική υπόστασή της όσο και η ουσία, η απόδοση και το ιδεολογικό υπόβαθρο του σκηνοθέτη. Ο Οιδίποδας σχεδόν πάντα στο κέντρο, και αρκετές στιγμές επάνω στη Θυμέλη, οι ηθοποιοί όλοι κινούνται στα νοητά αρχικά, πιο αισθητά στη συνέχεια, κυκλικά τόξα, με εξαίρεση τον Τειρεσία που κάνει κάθετη την εμφάνιση του διασχίζοντας την ορχήστρα, ακουμπώντας την «τυφλότητα» του σε τεντωμένο σχοινί, το οποίο φέρει καμπανάκια και δημιουργεί υποβλητική και τελετουργική ατμόσφαιρα. Η Κική Μπάκα, στην διδασκαλία της κίνησης, μεταφέρει και οδηγεί το σύνολο των ηθοποιών στον κυκεώνα του ανθρώπινου μυαλού.

Η μουσική του Μίνου Μάτσα σε μια σταθερή παραδοσιακή γραμμή, ξεκινώντας από βυζαντινή υμνολογία, για να κατασταλάξει σε ελληνικούς δημοτικούς δρόμους και σκοπούς, ηρωικούς, πένθιμους ή πανηγυρικούς. Μουσική που ναι μεν έχει ταυτότητα, ορισμό και στίγμα, ωστόσο αισθάνεται κανείς, ότι ενώ συμφωνεί με το πνεύμα και τη διδασκαλία του πλαισίου της παράστασης, έρχεται σε σύγκρουση με το ύφος της. Αν το πνεύμα είναι η αναζήτηση της αλήθειας, πίσω στις ρίζες και στη βρεφική ηλικία του ανθρώπου, η λαϊκότητα που σφραγίζει τη μουσική του Μίνωα Μάτσα «φαλτσάρει» με την επιστημονική και λόγια μετάφραση και ερμηνεία των ηρώων. Μια μετάφραση από τον Γιάννη Λιγνάδη, η οποία «κρατάει» σε πολλές περιπτώσεις αποστάσεις από την νεοελληνική ομιλουμένη, διατηρώντας αρχαϊκούς τύπους ή και αυτούσια κομμάτια από το αρχαίο κείμενο.

Και πραγματικά, νιώθεις ότι αυτή η μετάφραση έγινε για να ερμηνευθεί από τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος έχει και όλο το υπόβαθρο, γνωστικό και ερμηνευτικό, για να την αναδείξει και να την υπερασπιστεί. Έτσι ο Οιδίποδας του, διαθέτει και διαχέει ρυθμό, ευφράδεια, σιγουριά λόγου  και έκφρασης έτσι ακριβώς όπως ταιριάζει σε ένα ηγέτη, ο οποίος είναι αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους. Υπάρχουν στιγμές που κρατάει αποστάσεις από το συναίσθημα του ήρωα του και κάποιες άλλες που βουτάει μονομιάς βαθιά σε αυτό, κλείνοντας το μάτι πότε στην αυτοκυριαρχία και πότε στο ξέσπασμα, «παίζοντας» ανάμεσα στο ψυχρό και το θερμό, το μαύρο και το άσπρο.

Η Αμαλία Μουτούση ως Ιοκάστη κάνει εντυπωσιακή είσοδο, κάνοντας εμφανή στη σκηνή τη Μητριαρχική μορφή της ηρωίδας της. Ανακαλείς στο μυαλό σου τη γυμνόστηθη Θεά των Όφεων, αρχέγονη θεϊκή φιγούρα ειδωλίου των Μινωικών χρόνων.  Ηθοποιός με μεγάλη στόφα, φιγούρα που επιβάλει την παρουσία της και ερμηνευτική κλάση μεγατόνων, χαρίζει στην Ιοκάστη την ανάλογη βασιλική αίγλη. Και αν κινείται και αυτή περιμετρικά και κυκλικά του Οιδίποδα, είναι ο Οιδίποδας που προσπέφτει στα πόδια της, μένοντας αυτή όρθια, στητή και αγέρωχη, ακόμα και στην αποκάλυψη της αλήθειας.

Ο Τειρεσίας του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη μεταφέρει την αποκρυφιστική οντότητα του ήρωά του, με τη δέουσα εκφορά και τονισμό του λόγου και με την πλήρη κάλυψη της σωματικής του υπόστασης, μέχρι την αποκάλυψη του προσώπου του, τη στιγμή ακριβώς που προφητεύει την οδυνηρή αλήθεια, ενώ ο Νίκος Χατζόπουλος στο ρόλο του Κρέοντα,  αναδεικνύεται υποκριτικά ιδανικός συνομιλητής του Δημήτρη Λιγνάδη, σε έναν αγώνα λόγου που κονταροχτυπιέται στα ίσια μαζί του. Ειδικά η δεύτερη εμφάνιση του, στην απαρίθμηση των επιχειρημάτων του, στους ισχυρισμούς του Οιδίποδα, καθίσταται μια από τις ισχυρότερες στιγμές της παράστασης.

Ο Γιώργος Ζιόβας και ο Γιώργος Ψυχογυιός, στους ρόλους του Άγγελου και του Θεράποντα αντίστοιχα, ντύνουν τους ρόλους τους με κωμικές πινελιές, συντελώντας στην εκτόνωση ενός βαριού κλίματος που έχει αρχίσει να δημιουργείται και επικυρώνεται με τον μεταξύ τους διάλογο, ενώ ο Εξάγγελος του Νικόλα Χανακούλα διαθέτει όλον τον σπαραγμό του ανταποκριτή συντριπτικών ειδήσεων.

Ο Χορός άκρως χοροθετημένος, χορογραφημένος, εν χορδαίς και οργάνοις, σε μια ιδέα να τον αποτελούν ηθοποιοί και μουσικοί, οι οποίοι παίζουν οι ίδιοι και τα όργανα (παραδοσιακά στο σύνολό τους), όργανα που τα κρατούν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, πράγμα που μάλλον δυσχεραίνει τόσο την κίνηση τους μέσα στο ορχήστρα, όσο και σε κάποιες στιγμές την ερμηνεία τους. Δύσκολος πολύ ο ρόλος των Μιχάλη Αφολαγιάν, Δημήτρη Γεωργαλά, Δημήτρη Καραβιώτη, Κώστας Κοράκη, Δημήτρη Μαύρο, Βασίλη Παπαδημητρίου, Γιάννη  Πολιτάκη, Βαγγέλη Ψωμά. Με τον Γιωργή Τσουρή να εντυπωσιάζει με τη μεστή φωνή του και να συγκινεί με το σπαραχτικό «Ποιος είν’ αυτός». Και με τον Αλκιβιάδη Μαγγόνα να διδάσκει ήθος, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και αυτοκυριαρχία, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, όταν στον παραθεατρικό χώρο συγκρούστηκε ορμώμενος, με αναπηρικό αμαξίδιο που δεν έπρεπε να βρίσκεται σε εκείνη τη θέση. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που και με την παρέμβαση του Δημήτρη Λιγνάδη για διακοπή λίγων δευτερολέπτων της παράστασης, ηθοποιοί και θεατές γίνονται ένα. Ήταν το ίδιο το μεγαλείο του θεάτρου.

Τα φώτα του Αλέκου Γιάνναρου, δημιουργούν μουντή ατμόσφαιρα και έντονες αντιθέσεις φωτός-σκότους  ανταποκρινόμενα πλήρως στις ίδιες τις αντιθέσεις του έργου, ενώ τα κοστούμια και πάλι του Πάρι Μέξη ακολούθησαν την ίδια λιτή σκηνική γραμμή και δυστυχώς δεν απέφυγαν τον σκόπελο της μονοτονίας, δίνοντας την γενική εντύπωση συνολικά των ηθοποιών ως ρασοφόρους.

Η παράσταση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, επιχείρησε να οδηγήσει την αρχαία τραγωδία σε μονοπάτια μάλλον ξεχασμένα, αποφεύγοντας εντυπωσιασμούς και εφέ, πρωτοπορίες και ανανεώσεις. Και το κατάφερε: Ανέδειξε τον λόγο, ακούσαμε τον Σοφοκλή, ακόμα και αν αυτό κάποιες στιγμές είχε την ψυχρότητα μιας επιστημονικής διάλεξης ή μια ψυχική και συναισθηματική αποστασιοποίηση. Το σπάσιμο του πήλινου βρέφους, τα πήλινα θραύσματα στα μάτια και εκείνο το μοιρολόι του Οιδίποδα, όταν πια η Γνώση έχει αποκαλυφθεί, ο κλοιός έχει κλείσει και η Αλήθεια έχει φέρει Φως και Σκοτάδι, είναι αυτά που παίρνει ο θεατής μαζί του συνομολογώντας μαζί με τον Τειρεσία: «Κανένας άνθρωπος ποτέ δε θα ζήσει μεγαλύτερη τραγωδία από τη δική σου». Και η κάθαρση έχει επέλθει.

Δείτε επίσης