«Νικηθήκαμε αδερφέ μου, μα τα βάλαμε με θεούς»
Βρισκόμαστε στο Άργος, μπροστά από το παλάτι του Αγαμέμνονα. Ο Ορέστης, μόλις, έχει σκοτώσει την μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Μετά, την αποτρόπαιη πράξη οι ερινύες κυριεύουν τον μητροκτόνο μεταβάλλοντας τις τύψεις του σε συνειδησιακό βάρος ενοχής. Μέσα, στα φρικτά μαρτύρια που περνάει ο Ορέστης αναμένει και την τιμωρία του. Η απόφαση δεν θα παρθεί από τους θεούς, αλλά από την εκκλησία του δήμου. Ο λαός θα αποφασίσει για το μέλλον της Ηλέκτρας και το δικό του. Στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν της απόλυτης τιμωρίας στρέφονται στον Μενέλαο, αδερφό του πατέρα τους και βασιλιά της Σπάρτης. Όσο, όμως, κι αν ελπίζουν σε συγχώρεση, τόσο θα βρίσκονται αντιμέτωποι με τα ήθη και τις ημέρες μιας εποχής που όλοι θέλουν να ξεχάσουν. Και, αφού, «δεν μπορούν να σκοτώσουν τους θεούς… ας σκοτώσουν τους ανθρώπους».
Ο Γιάννης Κακλέας στην πιο ανθρώπινη σκηνοθετικά στιγμή του παίρνει ένα από τα ωραιότερα αρχαία κείμενα που έχουν γραφτεί και με διάθεση πολιτική αποδομεί μια δημοκρατία που επιλέγει τους αθώους και τους ενόχους της. Στο έργο του Ευριπίδη δεν χωρούν θύματα και θύτες. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι ένοχοι για τον θάνατο της μητέρας τους και αθώοι για την τιμή του πατέρα τους. Αυτοί που θα τους δικάσουν είναι οι ίδιοι που υπερασπίστηκαν αυτούς τους νόμους, αλλά αδυνατούν να υπερασπιστούν εκείνους που τους έπραξαν. Ο σκηνοθέτης στέκεται εύστοχα στην ανθρωποκεντρική τοποθέτηση του ποιητή και θέτει, συνεχώς, ερωτήματα αμφισβήτησης μέσα από συγκρούσεις, αντιθέσεις και προβληματισμούς που δεν έχουν σκοπό να απαλλάξουν κανέναν από τις πράξεις του ούτε να γεννήσουν νέους ήρωες, αλλά να διαπραγματευτούν από την αρχή τα πάθη και τις αδυναμίες μας. Ο Ορέστης μέσα στην οδύνη του με την τρέλα να του κεντρίζει το μυαλό έχει την διαύγεια να αντιμετωπίσει και την δειλία ενός πολιτικάντη Μενελάου, αλλά και την ασφυκτικά εγκλωβισμένη ηθική του Τυνδάρεω. Η Ηλέκτρα, ταλαιπωρημένη ορθώνει τον λόγο της στην απαστράπτουσα Ελένη θυμίζοντας της πόσο υπεύθυνη είναι για όλα όσα έχουν συμβεί. Τα δυο αδέρφια ζητούν έλεος, αλλά δεν είναι διατεθειμένα να ξεχάσουν τον πως φέρθηκαν όλοι, πριν, από αυτούς και σε κάθε ευκαιρία δεν διστάζουν να τους το θυμίζουν και για αυτό η πόλη τους θέλει νεκρούς.
Η μυρωδιά του χώματος πρωταγωνιστεί, πριν, ακόμα ξεκινήσει η παράσταση. Τόσο ο Ορέστης όσο και η Ηλέκτρα βρίσκονται σε συνεχή επαφή μαζί του. Είναι σαν να ψάχνουν απεγνωσμένα τις ρίζες τους, σαν να επιθυμούν να επιστρέψουν σε αυτό.
Θέλω να σταθώ, ξεχωριστά, σε μια πολύ δυνατή σκηνή όπου ο Ορέστης κρατάει στα χέρια του το πανωφόρι της Ελένης. Η σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Κακλέα με πήγε στον στίχο του Σεφέρη «Για έναν πουκάμισο αδειανό… για μιαν Ελένη».
Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά αποτελεί σημαντικό σύμμαχο του σκηνοθέτη αναδεικνύοντας όλες τις λεπτές αποχρώσεις που απαιτούνται. Αυτό το βλέπουμε, κυρίως, στους μονολόγους που αφενός διατηρείται το μέτρο αφετέρου ο λόγος είναι σύγχρονος και διόλου επιτηδευμένος.
Το σκηνικό της Ηλένια Δουλαδίρη και του Γιάννη Κακλέα χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Έχουμε το παλάτι και όλα όσα διαδραματίζονται έξω από αυτό. Από την μια έχουμε ένα καθαρό χώρο και από την άλλη βάλτους, απελπισία και έναν Ορέστη να κοιμάται σε εμβρυακή στάση στο σεντόνι που έχει ακόμα νωπό το αίμα της μητέρας του. Η τραπεζαρία που, συνήθως μαζεύεται μια ευτυχισμένη οικογένεια για να συνυπάρξει θυμίζει ματωμένο μυστικό δείπνο που περιμένει παρόντες και απόντες να τους κάνει το τραπέζι πάνω στο σάβανο της Κλυταιμνήστρας. Οι ιέρειες του Απόλλωνα φορούν μαύρα ρούχα που υπογραμμίζουν την θηλυκότητά τους δίνοντας τους μια πιο 80’s διάθεση. Το ζευγάρι Ελένη-Μενέλαος έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους Ηλέκτρα-Ορέστη και αυτό υπερτονίζεται και ενδυματολογικά, ενώ ο Τυνδάρως εμφανίζεται με στρατιωτική στολή, υπέρμαχος της τάξης και του μέτρου.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου σκιαγραφεί την οργή μέσα από παύσεις και εναλλαγές ηχοχρωμάτων.
Αποκάλυψη της βραδιάς η Μαίρη Μηνά η οποία με την αμεσότητα και την σκηνική της παρουσία κατάφερε να αποδώσει στο εκατό τοις εκατό την τραγικότητα της Ηλέκτρας, χωρίς μιμητισμούς και υπερβολές. Τα περάσματα της από την απελπισία στην ανάγκη για επιβίωση γίνονται αβίαστα και με απόλυτη αυτοσυγκράτηση. Ο Άρης Σερβετάλης στον ρόλο του Ορέστη βρίσκεται σε γνώριμα για εκείνον, αλλά όχι εύκολα, ερμηνευτικά μονοπάτια και με την αυτοπεποίθηση που του δίνει η εμπειρία του μοιάζει ο ιδανικός Ορέστης στην πιο ώριμη στιγμή του.
Ο Γιώργος Ψυχογιός δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Ερμηνεύει έναν Τυνδάρεω που ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη και το καθήκον. Με καθαρό λόγο και συναίσθημα καταφέρνει μια από τις καλύτερες σκηνές του έργου. Ο διάλογος μεταξύ Τυνδάρεως και Ορέστη είναι καταλυτικός, ειδικά η σκήνη που ο Ορέστης προσπαθεί να του θυμίσει το κοινό τους αίμα ακουμπώντας τον με χώμα. Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου υπέρ-προσπαθεί να γίνει η Ωραία Ελένη με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί γραφική. Η ερμηνεία της ήταν, μάλλον, αγχωμένη με αποτέλεσμα να την πετά έξω από την ατμόσφαιρα του έργου.
Ο Πάνος Βλάχος, παρά την απόκλιση της ερμηνευτικής του ηλικίας καταφέρνει να βρει τον αριβίστα Μενέλαο και να πραγματώσει έναν δύσκολο ρόλο που έρχεται να δημιουργήσει ωραίες αντιθέσεις και συμβολισμούς με τον Ορέστη. Ο Αιμιλιανός Σταματάκης αναπτύσσει πολύ ωραία χημεία με τον Άρη Σερβετάλη και ως Πυλάδης δίνει προς το τέλος του έργου την δυναμική που χρειάζεται. Η χορογραφία με το σπαθί είναι εξαιρετική. Ο Ζερόμ Καλούτα έχει μια τίμια εμφάνιση ως Φρύγας και μια από τις καλύτερες ατάκες του κειμένου.
Οι Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Αλκηστις Ζιρώ, Νίκη Λάμη, Ιωάννα Λέκκα, Δανάη Μουτσοπούλου, Ματίνα Περγιουδάκη, Ελίζα Σκολίδη, Αναστασία Στυλιανίδη, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη είναι οι Ιέρειες του Απόλλωνα. Κινησιολογικά υπάρχει μια υπερβολή που μπορεί στην αρχή να είναι ενδιαφέρουσα στην συνέχεια, όμως, καταλήγει επιτηδευμένη αποσπώντας την προσοχή και όχι με θετικό πρόσημο. Περιγραφικές κινήσεις που θυμίζουν παντομίμα και στησίματα που είναι παράταιρα.
Ο Γιάννης Κακλέας, βρίσκεται, ξεκάθαρα, σε μια πολύ ώριμη στιγμή της καριέρας του. Χωρίς μανιέρες, συναισθηματισμούς και με σεβασμό στο κείμενο τολμά μια δραματουργική σύνδεση που δικαιώνει το διαχρονικό του Ευριπίδη και ξεφεύγοντας από ορθόδοξα μονοπάτια τοποθετεί στο κέντρο της σκηνοθεσίας του τον ίδιο τον άνθρωπο.
«Ορέστης» του Ευριπίδη
Πρεμιέρα: 16,17, 18 Ιουλίου στις 21:00 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Δείτε το πρόγραμμα της περιοδείας ΕΔΩ