Επί Δύο / Δύο συντάκτες σχολιάζουν τις «Τρεις αδελφές» του Α. Τσέχωφ

Σας παρουσιάζουμε μία φορά το μήνα μία θεατρική παράσταση που τη σχολιάζουν σε πέντε ενότητες δύο συντάκτες, Μάνος Δασκαλογιάννης και Κώστας Ζήσης, του Tetragwno.gr. 


Τάσεις

Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος ανεβάζει τις Τρεις Αδερφές (1901) του Άντον Τσέχοφ στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, από 16 έως 27 Ιανουαρίου 2019, πιστεύοντας ότι όλοι οι τόποι και όλες οι εποχές βρίσκονται πάνω σε ένα ρήγμα, σε μια κατάσταση διαρκούς αναταραχής. Διατηρεί, ωστόσο, το στρατιωτικό περιβάλλον της επαρχιακής κωμόπολης όπου έχουν εγκλωβιστεί οι τρεις κόρες και ο μοναχογιός ενός νεκρού πια στρατηγού. Όλοι τους έχουν τον διακαή πόθο να επιστρέψουν στην εξιδανικευμένη πόλη των παιδικών τους χρόνων. Αδυνατούν, όμως, να κάνουν κάτι για αυτό.

Όλες οι πόλεις είναι ίδιες. Η φαντασίωση μιας ζωής «κάπου αλλού» δεν έχει νόημα. Οι Τρεις Αδερφές, με ένα εξαίσιο επιτελείο ηθοποιών (Άρης Αρμαγανίδης, Γιώργος Βαλαής, Μαντώ Γιαννίκου, Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Στάμου, Βασίλης Καραμπούλας, Άρης Μπαλής, Αντώνης Μυριαγκός, Νικολίτσα Ντρίζη, Αγγελική Παπαθεμελή, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γιώργος Στάμος, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, Γιώργος Φριντζήλας), έρχονται να μας το θυμίσουν.

Όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης: «Βαλτώνουν σε μια κατάσταση αδράνειας, στη φαντασίωση κάποιας “ζωής” σε κάποια “Μόσχα”. Παγιδευμένοι στον εαυτό τους, χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Έξω από τους τοίχους του σπιτιού τους, συντρίβονται. Αυτή η αναμέτρηση με το “έξω” γίνεται το κέντρο της παράστασης. Αυτή η αναμέτρηση είναι και η ιστορία του καθενός μας. Η αγωνία να βρούμε τη θέση μας σε έναν κόσμο στον οποίο ήρθαμε ξαφνικά, χωρίς λόγο και αιτία.»

Μάνος Δασκαλογιάννης: «Μεράκι, ιδέες και θέληση για δημιουργία, χωρίς κόλλα» /
Κώστας Ζήσης: «Νέα, επιστημονική πνοή, για μυημένους»

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το έργο

Μάνος Δασκαλογιάννης: Οι «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ είναι ένα θεατρικό έργο δομημένο πάνω στην έννοια της προσδοκίας και της συντριπτικής ματαίωσής της. Ο άνθρωπος αγαπά να ονειρεύεται, να μηχανεύεται τρόπους  να αλλάξει την ανιαρή για αυτόν ζωή που τον περιμένει, πολλές φορές όμως, αν όχι πάντα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον δυνάστη χρόνο που του αλλάζει τα πλάνα και του ανατρέπει τα σχέδια. Όπως ο τίτλος του έργο μαρτυρά, κεντρικές πρωταγωνίστριες στην υπόθεση είναι Τρεις αδελφές, κόρες του συγχωρεμένου αξιωματικού πατέρα τους. Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν από μικρές την αγαπημένη τους Μόσχα, και τώρα, ζώντας στα στενά όρια μιας επαρχιακής πόλης, δεν παύουν λεπτό να σκέπτονται τρόπους για να επιστρέψουν πάλι εκεί, στην χώρα του ονείρου.

Κώστας Ζήσης: Οι «Τρεις Αδερφές»  της ματαίωσης, της ακύρωσης,, της αέναης αναμονής και της μόνιμης απραγματοποίητης ελπίδας, έχουν εγκαταστήσει το περίφημο σαλόνι τους, στέκι αξιωματικών της επαρχιακής πόλης που ζουν, στη σκηνή της Στέγης.  Σ΄ ένα έργο που ο πόθος για αλλαγή  και νέα ζωή είναι διάχυτος, με ένα κείμενο γεμάτο φιλοσοφικές αναζητήσεις/προβληματισμούς του Τσέχωφ  για τον άνθρωπο, τον προορισμό του και τις προσδοκίες του, οι ήρωες του άγονται και φέρονται από το ίδιο το βάρος της ζωής τους, την πληκτική καθημερινότητα τους, την αίσθηση της ίδιας της ανυπαρξίας τους σε αυτόν τον κόσμο. Οι «Τρεις Αδερφές» και ολόκληρος ο κύκλος των συναναστροφών τους βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε όλη αυτήν την στασιμότητα που εξυφαίνει την ματαιότητα κάθε προσδοκίας. Η καθίζηση στο τέλος καθίσταται αυτονόητη και εκκωφαντική. Το ίδιο και η αποδοχή της από τις ηρωίδες.

Η παράσταση

Μάνος Δασκαλογιάννης: Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος ανεβάζει στην Στέγη την δική του εκδοχή του έργου του Τσέχωφ και από την πρώτη σκηνή, είναι φανερό ότι θέλει να εμπνεύσει με τις σκηνοθετικές οδηγίες του έναν νέον αέρα στο έργο. Μοντέρνες τεχνικές όπως η παρουσία απάντων των ηθοποιών σε κάθε σκηνή και πράξη, το παιχνίδι με τους φωτισμούς στα φωτεινά τετράγωνα πλαίσια, τα γεμάτα από λαμπιόνια, δημιουργώντας την αίσθηση προοπτικής, τύπου σαν να είμαστε σε κάποιο μιούζικαλ. Το μπέρδεμα των ρόλων, όπου η γριά είναι νέα, η γεροντοκόρη είναι πεντάμορφη, οι ατάκες εκτοξεύονται από άλλα στόματα από αυτά που ήθελε ο συγγραφέας. Καινοτομίες λοιπόν πολλές, που άλλοτε πετυχημένο, άλλοτε λιγότερο εμπνευσμένα και περισσότερο άστοχα, έχουν σκοπό να ανανεώσουν ένα έργο με διάρκεια ζωής άνω του αιώνα.

Κώστας Ζήσης: Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος προφανώς είχε σκοπό να απαλλάξει το έργο από το βάρος των χρόνων, αναδεικνύοντας τον Χρόνο ως ρυθμιστή της ανθρώπινης οντότητας. Η παράσταση που δημιούργησε είναι μια άχρονη παράσταση, σε μια προσπάθεια να μεταφέρει την παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα των μηνυμάτων του Τσέχωφ, τοποθετώντας το τεράστιο ρολόι στο κέντρο της σκηνής και στο επίκεντρο της σκηνικής δράσης. Ωστόσο, στην προσπάθειά του αυτή, χαμένη βγήκε η ίδια η Τσεχωφική ατμόσφαιρα. Σαφέστατα υπάρχει το υποδόριο χιούμορ, η λεπτή ειρωνία και ο υφέρπων σαρκασμός του συγγραφέα, όμως έχω την αίσθηση ότι η παράσταση δεν έχει «χρώμα», δεν έχει φως να φωτίσει τα μηνύματά της. ‘Εχει όμορφες ιδέες (όπως η οριοθέτηση του σαλονιού τον Πρόζοροφ με εκείνο το τούνελ με λαμπάκια – το τούνελ του χρόνου, προφανώς), η τεράστια βιβλιοθήκη με συγκεντρωμένη όλη την ανθρώπινη γνώση, κάποιες εξαιρετικές σκηνές (όπως  η αποδόμηση της βιβλιοθήκης/ανθρώπινης γνώσης από την αριβίστρια Ναταλί), όμως παγιδεύεται σε μια στατικότητα που και ο ίδιος ο Τσέχωφ θέλει να αποβάλλει εν γένει από το ανθρώπινο είδος.

Η σκηνοθεσία

Μάνος Δασκαλογιάννης: Έκλεψα λίγο, και στοιχεία της σκηνοθεσίας τα έβαλα στην ανάλυση της παράστασης. Αλλά δεν μπορεί να γίνει και αλλιώς. Ο Ξανθόπουλος, επιτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα επιχειρώντας μια νέα ανάγνωση του Τσέχωφ, σε έναν εκμοντερνισμό, που ξεφεύγει και αλλοιώνει το πρωτότυπο. Ό,τι βλέπουμε στην σκηνή είναι επιλογή δική του. Από την σύγχυση των θεατών- είναι πολλές φορές που ο θεατής άλλα βλέπει και άλλα βάσει του κειμένου οφείλει να φανταστεί πως βλέπει- έως και το χαλαρό τέμπο σκηνών που ενώ είναι έξοχα δραματικές, προσπαθεί να τις επαναπροσδιορίσει με όρους του κωμικού, κοντά στο τσεχωφικό πνεύμα. Ωστόσο αυτό δεν λειτουργεί πάντα γιατί δεν ταιριάζει πάντα, και αναπόφευκτη συνέπεια δεν είναι άλλη από την πλήξη.

Κώστας Ζήσης: Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος, προσπάθησε να εμφυσήσει νέο αέρα και πνοή στο έργο, με μια σύγχρονη ματιά, αποβάλλοντας ίσως κάποια θεατρικά στερεότυπα. Αυτό είναι ένα γεγονός. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση ότι δε λειτούργησε. Και δε λειτούργησε γιατί παρόλη την σκηνοθετική αρτιότητα και την ενιαία σκηνοθετική άποψη στην οποία μένει πιστή μέχρι τέλους η παράσταση, απογύμνωσε τους ήρωες, τα πάθη, τα λάθη και τις αδυναμίες τους από το συναίσθημα.  Άπλωσε σε όλη την έκταση της σκηνής τους ηθοποιούς (μέσα στο τούνελ τους συμμετέχοντες κάθε σκηνής, έξω από αυτήν όλους τους άλλους), περιόρισε στο ελάχιστο τη σκηνική δράση, οι διάλογοι γίνονται από απόσταση, οι ήρωες δεν απευθύνονται πια ο ένας στον άλλον, αλλά στο κοινό,  ερμηνεύοντας τους ρόλους σχεδόν ακίνητοι. Η ασυμβατότητα εμφάνισης ηθοποιών και χαρακτήρων (όπως η γριά Ανφίσα που εδώ είναι νειάτο που σφύζει από ζωή) είναι επίσης ένα κομβικό στοιχείο όπως και η ανυπαρξία σχεδόν μουσικής επένδυσης και η «σύγχρονη» αντικατάσταση στερεότυπων ήχων της καθημερινότητας από άλλους διαφορετικούς. Αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ο θεατής (ειδικά αυτός που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το έργο) να μπερδεύεται, να χάνεται και έτσι να χάνει κάτι από το μεγαλείο του το ίδιο το έργο.

Οι ερμηνείες

Μάνος Δασκαλογιάννης: Είπαμε στον ξανθοπουλικό Τσέχωφ υπάρχει πολύς πειραματισμός. Και από αυτό δεν ξέφυγε και η διανομή. Οι ηθοποιοί είναι άπαντες καλοί αλλά περιορισμένοι μέσα στις σκηνοθετικές οδηγίες και στο παιχνιδιάρικο μπέρδεμα στην ανάληψη των ρόλων. Οι μεγάλες αποστάσεις που κρατούν μεταξύ τους και η μόνιμη παρουσία όλων στη σκηνή, επηρέασαν το ερμηνευτικό κομμάτι, αποτρέποντας την δραματουργική κορύφωση.  Σίγουρα θετικότατες εντυπώσεις αφήνει η νέα στο θεατρικό σανίδι Καλλιόπη-Κανελλοπούλου Στάμου που υποδύεται την νεαρή αδελφή Ιρίνα, εύθραυστη, ρομαντική, ονειροπόλα, αλλά και η Αγγελική Παπαθεμελή, ως Μάσα, πιο δυναμική, αλλά και εκείνη γεμάτη ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Κώστας Ζήσης: Είδαμε ωραίες, ερμηνείες, με απόλυτη συνέπεια στη σκηνοθετική άποψη. Με σοβαρές ενστάσεις , όπως ήδη αναφέρθηκα, στη διανομή, οι ηθοποιοί είχαν να υπερβούν και αυτό το εμπόδιο, στην προσπάθεια τους να αποδώσουν τους χαρακτήρες του έργου. Είδαμε μια πολύ συγκροτημένη Όλια από τη Μαντώ Γιαννίκου, μια βαθιά συνεπαρμένη από έρωτα Αγγελική Παπαθεμελή, ενώ η Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Στάμου μας επανασυστήνει την Ιρίνα, μια Ιρίνα λιγότερο ίσως «παιχνιδιάρα», βαθιά όμως παραδομένη στο όνειρο της Μόσχας. Θα ξεχωρίσω το ονειροπόλο βλέμμα του Αντώνη Μυριαγκού και το πλήρες «κούμπωμά» του στο ρόλο του Βερσίνιν.

Αποτίμηση

Μάνος Δασκαλογιάννης : Η παράσταση που είδαμε δεν είναι «κακή» παράσταση. Το ξεκαθαρίζω. Υπάρχει πολύ μεράκι πίσω από την αυλαία, υπάρχει ένας σκηνοθέτης γεμάτος ιδέες και θέληση για δημιουργία, δεν υπάρχει όμως αυτή η θεατρική κόλλα που θα δέσει σφιχτά όλα τα υλικά. Ενώ λοιπόν έβλεπες σκηνές που όντως έλεγες εδώ γίνεται κάτι καλό, ερχόταν η επόμενη αστοχία για να ακυρώσει τα προηγούμενα. Αυτή είναι η αμαρτία της, με αυτήν πορεύτηκε μέχρι τέλους. Καλοί ηθοποιοί, δυνατό κείμενο, ωραίοι φωτισμοί. Αλλά και άστοχες σκηνοθετικές πρωτοβουλίες. Δείτε το, αλλά έχοντας στο νου τα παραπάνω.

Υ.Γ.: H μουσική που ήταν;

Κώστας Ζήσης: Η παράσταση του Δημήτρη Ξανθόπουλου είναι μια παράσταση για βαθιά μυημένους. Δίνει μια άλλη, ιδιαίτερη ανάγνωση στο Τσεχωφικό αυτό αριστούργημα, τοποθετώντας τον Χρόνο (όχι πια απλά ως μονάδα μέτρησης) και την επίδραση του στην πορεία του ανθρώπινου γένους και αναδεικνύει την ανασφάλεια και την αγωνία του ανθρώπου για το μέλλον μέσα από τη ζοφερότητα ενός παρόντος που δε λέει να φύγει. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τη δεις ως μια ακόμη Τσεχωφική παράσταση. Αλλά ως μια παράσταση, που ασχέτως του αποτελέσματος, προσπάθησε να εμφυσήσει στις «Τρεις Αδερφές» έναν άλλο διαφορετικό, πιο «επιστημονικό» αέρα.