Κριτική: Άμλετ / Η Κατερίνα Ευαγγελάτου απελευθερώνει έναν Άμλετ βαθιά μεταφυσικό και υπέροχα γήινο

«Ο κόσμος γέρνει γκρεμίζεται.
Γιατί έπρεπε να γεννηθώ εγώ για να τον στερεώσω;»
(Πράξη Α΄, σκηνή 5)

Η πρώτη, τουλάχιστον, καταγεγραμμένη αναφορά που έχουμε για τον ακριβή χρόνο συγγραφής του Άμλετ είναι το 1601. Κι, αν αυτό νομίζετε πως έχει αξία μόνο σημειολογική κάνετε λάθος. «Η τραγική Ιστορία του Άμλετ, του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας» αυτή είναι η ακριβή ονομασία του έργου, αποτελεί εκτός το αρτιότερο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, αλλά και το έργο εκείνο που εμπεριέχει όλη την συμπιεσμένη φιλοσοφία της ανθρώπινης φύσης που ακόμα και σήμερα, μετά από τέσσερις αιώνες, είναι τόσο τωρινό που αυτόματα το τοποθετεί στο πάνθεον των κλασικών έργων. Ο δε, χαρακτήρας του Άμλετ, του ήρωα που από όλα τα έργα του ελισαβετιανού συγγραφέα, είναι ο εκτενέστερος, αποτελεί έναν από τους τραγικούς, αν όχι τραγικότερους, ήρωες της παγκόσμιας δραματουργίας. Και σε αυτό πάνω αναπτύχθηκε, πολύ εύστοχα, η σκηνοθετική φόρμα της Κατερίνας Ευαγγελάτου παραδίδοντας στο κοινό μια παράσταση εφάμιλλη τόσο του ονόματος της όσο και του ιστορικού χώρου όπου έλαβε χώρα η παράσταση. Γι’ αυτό και η παράσταση έχει στοιχεία που κλείνουν το μάτι στην παράσταση του 1991, μέρος του οποίου αποτελούσε και ο Γιάννης Φέρτης, αλλά σε video πια στον ρόλο του φαντάσματος.

Η σκηνοθέτις Κατερίνα Ευαγγελάτου, είκοσι εννιά χρόνια μετά το ανέβασμα της παράστασης Άμλετ, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, στον ίδιο χώρο, αποφασίζει να αποδώσει τιμές στην παράσταση, που όπως η ίδια αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα της, την σημάδεψε. Δημιουργώντας γέφυρα μεταξύ των δύο παραστάσεων καταλύει τον χρόνο και μυσταγωγικά, βασιζόμενη σε ένα κείμενο που η ζωή, ο θάνατος, η μνήμη και η ανθρώπινη ελαχιστότητα πρωταγωνιστούν, επαναφέρει το αιώνιο ερώτημα «Να ζεις. Να μη ζεις». Ένα ερώτημα που αναβιώνει κάθε αμφιβολία γύρω από την ανθρώπινη φύση. Αξίζει να ζούμε κατά εικόνα και ομοίωση ή αχρείοι; Να ζει κάποιος για τα θαυμαστά ή για τα τιποτένια. Να αγωνίζεται για την τιμή ή να προτιμά το λίγο;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όλη η παράσταση εξελίσσεται γύρω από τον Άμλετ. Εδώ, να πούμε πως στην παράσταση η παράλληλη ιστορία του πρίγκιπα Φορτεμπράς, που έρχεται να εκδικηθεί για τη χώρα του, έχει αφαιρεθεί. Και αυτό γιατί η υστεροφημία που εξυπηρετεί η σκηνή με τον Νορβηγό πρίγκιπα έρχεται σε αντίθεση με το προσωρινό των ηρώων. Ο Σαιξπηρικός ήρωας δεν είναι μόνο ένας έφηβος που διακατέχεται από την νοσταλγία για τον πατέρα του και θρηνεί τον θάνατο του. Ούτε απλά ο οιδιπόδειος χαρακτήρας που ταλανίζεται από ζήλια για την μητέρα του. Επίσης, δε περιορίζεται στον πληγωμένο γιο που διψά για εκδίκηση (σε αυτό είναι που διαφέρει και από έναν άλλο τραγικό ήρωα, τον Ορέστη). Ναι, μεν έχει όλα αυτά τα στοιχεία ο Άμλετ της Κατερίνας Ευαγγελάτου και πολύ άρτια παρουσιάζονται, αυτό όμως, που επιτυγχάνει η σκηνοθέτης είναι να άγει τον Άμλετ στο αιώνιο σύμβολο του ανθρώπου που πιστός στην ίδια του την φύση αναζητά την αλήθεια. Όταν απευθυνόμενος στην μητέρα του αντιπαραθέτει τις αρετές του πατέρα του με την βλοσυρότητα του θείου του δεν το περιορίζει μόνο στους δυο άντρες, αλλά προβάλει την αρετή με την διαφθορά. Την διανοητική του αναζήτηση στο τι είναι αυτό που ορίζει τον άνθρωπο και τον κάνει να ξεχωρίζει. Χρησιμοποιεί την τρέλα ως κάλυψη για να ξεστομίσει αλήθειες που καρφώνουν τον Κλαύδιο, την Γερτρούδη και τον Πολώνιο που συμβολίζουν την πλήρη ακύρωση των ηθικών αξιών.

Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που γράφτηκε το 1988, με σεβασμό στην κατεξοχήν λυρική γραφή του Σαίξπηρ, αγκαλιάζει τους ήρωες και με δύναμη το ίδιο το αρχικό κείμενο λειτουργεί ως εσωτερικός μονόλογος. Σε ύφος που θυμίζει περισσότερο πεζό λόγο δεν στερεί τίποτα από την μουσικότητα της αφήγησης ενώ, παράλληλα γίνεται οικείος και σύγχρονος. 

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιώπουλος στον ρόλο του Άμλετ είναι κάτι περισσότερο από συγκλονιστικός. Τόσο ποιητικός και παράλληλα βαθιά ανθρώπινος που ούτε μια στιγμή δεν ξεφεύγει από το ερμηνευτικό άθλο που καλείτε να αντιμετωπίσει. Χωρίς νευρώσεις και περιττά ευφυολογήματα κάθε του λέξη είναι βγαλμένη με τέτοια ανεπιτήδευτη εσωτερικότητα που καθηλώνει τον θεατή. Ο μονόλογος του « Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση» κοιτώντας τους θεατές, στην κυριολεξία, στα μάτια είναι ο αρτιότερος που έχω δει ποτέ στον ρόλο αυτό.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Νίκος Ψαράς ως Κλαύδιος προσεγγίζει τον μισητό αδελφοκτόνο πολύ σωστά. Με σκληρότητα και φαυλότητα ερμηνεύει τον αλαζόνα μεφιστοφελή ήρωα που προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του δεν διστάζει πουθενά. Περπατά και προβάλλει το χέρι, που είναι γεμάτο από δαχτυλίδια – δείγμα της εξουσίας του- και εκβιάζει την υποταγή των οικείων του. Λατρεύεις να τον αντιπαθείς.

Ο ρόλος της Γερτρούδη, που παίζεται από την Άννα Μάσχα είναι το άλλο πρόσωπο της αιώνιας πιστής Οφηλίας (Αμαλία Νίνου). Αγέρωχη, ερωτική και φιλόδοξη μοιάζει αμετανόητη μέχρι και το τέλος. Η εμπειρία της ηθοποιού της δίνει ασφάλεια να κινηθεί με ήσυχους ρυθμούς αλλά και με νεύρο. Η Νίνου γλυκιά και λυρική με ωραία κίνηση πάνω στη σκηνή μοιάζε ιδανική Οφηλία. Δεν πέφτει στην παγίδα του μελοδραματισμού που θα μπορούσε να την κάνει κωμική, αλλά πολύ σωστά αφήνει το κείμενο να μιλήσει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι δύο γυναίκες της παράστασης θυμίζουν τα δυο πρόσωπα του Άμλετ. Του σκληρού αποφασισμένου εκδικητή και του πράου, καλοσυνάτου εφήβου.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου στον ρόλο του Πολώνιου είναι ταιριαστός αφού αποδίδει πολύ πειστικά την εικόνα του ανθρώπου που προσκολλάται στην εξουσία προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια της. Ατακαδόρος, ετοιμόλογος, φλερτάρει λίγο με την comedia de la art που όμως του ταιριάζει γάντι.

Οι Μιχάλης Μιχαλάκης, Κυριάκος Σαλής (σε αντικατάσταση, λόγω ατυχήματος, του Γιώργου Ζυγούρη), ο Γιάννης Κοτσιφάς, ο Βασίλης Μπουτσικος και ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου στους ρόλους των Οράτιου, του Λαέρτη και ηθοποιού Β, του Μάρκελλου, και νεκροθαύτη, του Γκιλντενστερν και του Ρόζενκραντζ αντίστοιχα ήταν ιδιαίτερα υποστηρικτικοί και συμπλήρωναν αριστοτεχνικά την παράσταση. Αναπτύσσοντας ωραία χημεία τόσο με το κείμενο τόσο και με τους βασικούς ρόλους καταθέτουν ψυχή σε  μια καλοδουλεμένη ομάδα.

Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάνω για το σκηνικό. Η Θάλεια Μελίσσα δημιούργησε ένα αντι-σκηνικό, χρησιμοποιώντας υλικά και πρώτες ύλες από την παράσταση του 1991 και υπερτόνισε την τραγικότητα των ηρώων του έργου. Ο Άμλετ όλη την ώρα βρίσκεται σε επαφή με το χώμα. Ως άλλος πεσών Αδάμ επιστρέφει συνεχώς στη γη που τον γέννησε και μέσο αυτής αναζητά τον εξαγνισμό και την συγχώρεση για την επικείμενη πράξη του. Σε αυτό βοηθούν και οι φωτισμοί του Σίμου Σαρκέτζη που υπογραμμίζουν την μεταφυσικότητα της παράστασης κινούμενοι στο δίπολο του αιφνιδιασμού, όπου με ένταση φωτίζουν τους ηθοποιούς και παράλληλα αφήνουν τον χώρο με ένα απαλό ημίφως. Επίσης, επιτυγχάνεται και η σύνδεση με το παρελθόν.

Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου πιστή στους ηλεκτρονικούς ήχους έμοιαζε με παλμογράφο που δημιουργούσε ένα κρεσέντο συνωμοτικό. Τα κουστούμια της Βασιλικής Συρμα διχάζονται σε καθημερινά, σύγχρονα ρούχα με ένα  Vamp στυλ ή σε παστέλ ρούχα εποχής που επίσης λειτουργούν ως χρονική γέφυρα. Τέλος, η κινησιολογία της Πατρίσια Απέργη, παλιά γνώριμη της Ευαγγελάτου από τον Φάουστ και τον Βούτσεκ, πρότεινε μια χορογραφία σαν πολεμική ιαχή και έντυνε υπέροχα την παράσταση.

Ο Άμλετ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου είναι μια παράσταση που πάει το θέατρο ένα βήμα παραπέρα. Δυόμιση ώρες καθαρού, ατόφιου θεάτρου που έκανε ολόκληρο το θέατρο να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα και επευφημισμούς. Δεν γνωρίζω αν αυτό είχε στο μυαλό της η σκηνοθέτης ή αν εξαγνίστηκε η παιδική της μνήμη, αλλά σίγουρα αυτό που κατάφερε είναι κάτι πολύ σπουδαίο που μας κάνει να νιώθουμε βαθιά πίστη και ικανοποίηση για το μέλλον του θεάτρου.