Κριτική / Ανατόλ ή η μάχη των φύλων: Εφτά ιστορίες για τον έρωτα!

Το έργο του Αυστριακού Άρτουρ Σνίτσλερ, «Ανατόλ ή η μάχη των φύλων» γράφτηκε το 1893 και δέχτηκε έντονη λογοκρισία για τις τολμηρές αφηγήσεις του. Το κείμενο περιγράφει με χιούμορ, ευαισθησία, αλλά και ρεαλισμό τις ερωτικές περιπέτειες του Ανατόλ με εφτά γυναίκες. Μικρές διαδρομές από τον ενθουσιασμό, την διεκδίκηση, την κατάκτηση και το απόλυτο πάθος στην αμφισβήτηση, την ανασφάλεια και φυσικά την παραίτηση.

Η παράσταση ξεκινάει με την δίκη του ίδιου του συγγραφέα, όπου αντιμετωπίζει την κατηγορία της άσεμνης συγγραφής και χαρακτηρίζεται ως πορνογράφος. Στον ρόλο του δικαστή ο Γιάννης Βούρος, που είναι και ό σκηνοθέτης της παράστασης. Ακούγεται ηχογραφημένη μόνο η φωνή του, που ζητά από τον συγγραφέα να απολογηθεί για το περιεχόμενο του έργου του. Ο κατηγορούμενος-συγγραφέας, με απίστευτη άνεση και σαρκασμό εξηγεί πως το μόνο που κάνει είναι να λειτουργεί ως ο καθρέφτης της κοινωνίας.

Η πλοκή συνεχίζεται στο σπίτι, ερωτική φωλιά του Ανατόλ όπου φιλοσοφεί με τον κυνικό, φίλο του Μαξ. Το θέμα; Μα φυσικά ο έρωτας. Ο θείος και οδυνηρός έρωτας που εξουσιάζει μυαλό και κορμί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ανατόλ και έρχεται να ταπεινώσει όπως κυνικά συμπληρώνει ο Μαξ.

Μέσα από εφτά διαφορετικές γυναίκες, όπου ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και χρονικές περιόδους, ο Ανατόλ με τον Μαξ, αναλύουν σε ’90, όσο και η διάρκεια της παράστασης, όλη την φιλοσοφία του έρωτα και το αδιέξοδο των ανθρωπινών σχέσεων.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Ανατόλ, παρουσιάζει κοινά στοιχεία με το αρχέτυπο μοντέλο του Δον Ζουάν, κυνηγάει τον έρωτα, λατρεύει να είναι ερωτευμένος, όμως είναι σαφώς πιο γήινος και πιο διάφανος. Έχει όλες τις ανασφάλειες ενός κοινού ερωτευμένου ανθρώπου. Αγαπάει  με το ίδιο πάθος και αμφιβάλλει με την ίδια ένταση. Φοβάται να πληγωθεί και διαλέγει το δρόμο του θύτη. Μέσα από τις γυναίκες που γνωρίζει ωριμάζει χωρίς όμως να καταφέρνει να ξεφύγει από την αναπόφευκτη παρακμή του.

Σε αυτό βέβαια, παίζει ρόλο το alter ego του, ο αρκετά μεγαλύτερος Μαξ, που  λειτουργεί ως δίπολο σε όλο το έργο, κατευθύνοντας τον και υπενθυμίζοντας του πως ο έρωτας είναι ανέφικτος. Έτσι, τον οδηγεί σταδιακά στην δική του αδυναμία όπου δεν είναι άλλη από τον ερωτικό συμβιβασμό.

Πέρης Μιχαηλίδης, Βαγγέλης Παπαδάκης

Ο Πέρης Μιχαηλίδης είναι απολαυστικός στον ρόλο του Μαξ, όπου σαν ενορχηστρωτής διαβολάκος, κινεί τα νήματα και με βιτριολικές ατάκες έρχεται να αποδώσει στο μέγιστο βαθμό το αρχικό ύφος του συγγραφέα, που διακωμωδεί την καλή κοινωνία και τους καθωσπρεπισμούς της. Δεν αρνείται τον έρωτα, κάθε άλλο, τον πιστεύει και τον τιμά, για αυτό που αμφιβάλλει είναι για τους ίδιους τους ανθρώπους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Βαγγέλης Παπαδάκης, στο ρόλο του Ανατόλ, έχει όλη αυτή την φρεσκάδα του ανικανοποίητου άνδρα, που διψά για πάθος και πάντα αχόρταγος αναζητά το επόμενο θήραμα του. Κινείται με άνεση στο χώρο και περνάει με ευκολία από τον ανασφαλή ερωτοχτυπημένο στον κυνικό εραστή. Ένας γνήσιος jeune premier. Οι διάλογοι με τον Πέρη Μιχαηλίδη είναι απολαυστικοί.

Η Τζούλη Σούμα ήταν η αποκάλυψη της βραδιάς, όχι γιατί περιμέναμε κάτι λιγότερο από την ηθοποιό, αλλά πραγματικά οι μεταμορφώσεις της πάνω στην σκηνή ήταν απίστευτες. Επτά γυναίκες, επτά ερωμένες, μια ηθοποιός όπου ελισσόταν τόσο δραματουργικά όσο και ερμηνευτικά, με εντυπωσιακή άνεση. Από την αφελή Κόρα, στην λυπημένη Γκαμπριέλα, την απρόοπτη Μπίμπη και δυναμική Έμιλυ, στην κυνική Άνυ και την παντρεμένη Έλσα για να παραδώσει ως υστερική Ιλόνα. Η ηθοποιός καλείται να αλλάξει προσωπικότητα, συναισθήματα, εμφάνιση, ηλικία με μόνο σύμμαχό της λίγα ρούχα και φυσικά το ταλέντο της. Ακόμα και πρακτικά είναι άθλος να πρέπει να αλλάζεις τόσα ρούχα πάνω στη σκηνή πόσο μάλλον ερμηνευτική κατάσταση. Η αλληλεπίδραση της με τον Βαγγέλη Παπαδάκη είναι υποδειγματική, περνώντας από την αθωότητα στο έντονο πάθος. Κάθε φορά είναι μια άλλη γυναίκα, το ίδιο όμορφη και μοναδική, όμως πάντα μια άλλη.

Ο Γιάννης Βούρος σκηνοθέτησε μία παράσταση με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, αφού με τρεις μόνο ηθοποιούς κατάφερε να δείξει όλες τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα που περιγράφει στο έργο του ο Άρτουρ Σνιτσλερ.

Τα σκηνικό λιτό, επιμέλεια του Γιάννη Βούρου επίσης, αποτελείται από χρηστικά αντικείμενα όπου λειτουργούσαν ως πασπαρτού για θεατρική οικονομία και αφήνοντας αρκετό χώρο (σε μια μικρή σκηνή) για να κινηθούν οι ηθοποιοί.

Οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου, απαλοί δημιουργούσαν τις σωστές αντιθέσεις τονίζοντας τα ερωτικά ενσταντανέ. Τα κουστούμια του Δημήτρη Ντάσιου, περιέγραφαν εύστοχα την εποχή και τους χαρακτήρες, δίνοντας χέρι βοηθείας στην πλοκή του έργου.

Μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση. Καλοδουλεμένη, έξυπνα σκηνοθετημένη, χωρίς να κουράζεται ο θεατής από τις εφτά διαφορετικές ιστορίες. Τρεις ηθοποιοί που έχουν δέσει μεταξύ τους, ο Βαγγέλης Παπαδάκης αν και μπήκε αργότερα στο σχήμα έχει διαβάσει καλά τους συμπρωταγωνιστές του. Ένα έργο που περιγράφει τα στάδια του έρωτα και τις συνέπειες του στον άνθρωπο, που απροκάλυπτα επιμένει να τον προκαλεί.