Κριτική: Hotel Eternite / Ένα πείραμα για να νικήσουμε τον χρόνο. Ξεγελιέται όμως ο χρόνος;

«Δεν έζησα περισσότερο, επειδή δεν βρήκα τρόπο να ξεγελάσω τον χρόνο»
Μαρκήσιος Ντε Σαντ

Ο Γιάννης Καλαβριανός, σε διπλό ρόλο, τόσο του συγγραφέα όσο και του σκηνοθέτη στεγάζει στην σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού θεάτρου την νέα του δουλειά με τίτλο «Hotel Eternite». Μια παράξενη φάρσα για ένα μέρος όπου μοιάζει με κατάλυμα στο οποίο οι ένοικοι του ζουν μια εικονική πραγματικότητα προσαρμοσμένη έτσι, ώστε να ξεγελάει τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου. Ποιος είναι αυτός ο φόβος; Μα φυσικά ο χρόνος. Οι άνθρωποι που διαμένουν σε αυτό το παράδοξο ξενοδοχείο μπορεί να έχουν χρήματα, φήμη, ανθρώπους που τους αγαπούν όμως, δεν έχουν χρόνο και αυτό προσπαθούν να εξαγοράσουν με την παραμονή τους στο Hotel Eternite. Την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας…

Βασικοί χαρακτήρες του έργου είναι οι εργαζόμενοι στο Hotel Eternite. Άνθρωποι που έχουν πεισθεί για το ιερό τους καθήκον να βοηθούν τους θαμώνες να παγώνουν τον χρόνο στην στιγμή εκείνη που ήταν ευτυχισμένοι. Μια ξεπερασμένη ντίβα του θεάτρου δέχεται καθημερινά λουλούδια από ανύπαρκτους θεατές που την κολακεύουν, ένας άρρωστος άντρας ζει τις ημέρες του διαιρημένες για να πολλαπλασιάζει το χρόνο που έχει έως ότου πεθάνει. Η φθορά δεν έχει θέση σε αυτό το ξενοδοχείο. Τα λουλούδια δεν μαραίνονται, τα έπιπλα δε φθείρονται ούτε καν ο καιρός δεν μπορεί να νικήσει την εμμονική συμπεριφορά των οκτώ υπαλλήλων που σαν καλοκουρδισμένη μηχανή προσπαθούν να προβλέψουν και να ελέγξουν οτιδήποτε μπορεί να θυμίσει την εύθραυστη και διόλου αιώνια ύπαρξη μας. Όμως, κανείς δεν κατάφερε να κοροϊδέψει τον χρόνο, χωρίς συνέπειες, και φτάνει καμιά φορά μια μόνο λευκή τρίχα για να μας τραβήξει την κουρτίνα από τα μάτια και τότε οι συνέπειες είναι όλο το οικοδόμημα που χτίστηκε πάνω στην ψευδαίσθηση μας να γκρεμιστεί.

Τους πελάτες δεν τους βλέπουμε ποτέ, ακούμε μόνο την φωνή τους. Τους μόνους ανθρώπους που βλέπουμε είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να κατασκευάσουν μια ουτοπία. Η αποφασισμένη και παγερή διευθύντρια (εξαιρετική η Μαρία Κατσιαδάκη) ο γιατρός του ξενοδοχείου που διατηρούν και ερωτικό δεσμό και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι όπου θα αναφερθούμε αργότερα. Η σκηνοθετική φόρμα του Γιάννη Καλαβριανού κινείται ανάμεσα στην τραγικότητα με ισχυρές δόσεις κωμωδίας. Είναι τόσο ασφυκτική αυτή η κανονικότητα που έχουν κατασκευάσει στο παρόν ξενοδοχείο όπου ο θεατής σίγουρα χρειάζεται στοιχεία κωμικά για να την αφομοιώσει. Οπότε σωστά τα εισάγει ο σκηνοθέτης. Στο πρώτο μέρος της δραματουργίας υπάρχει σαφήνεια και ξεκάθαρες φόρμες. Το κείμενο έχει τον κύριο λόγο και οι διάλογοι αποκαλύπτουν τους χαρακτήρες. Αυτό το οποίο, ίσως, να ήθελε περισσότερο χρόνο είναι το δεύτερο μέρος. Ενώ αρχικά βλέπουμε τους ήρωες του έργου να διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους υπερασπιζόμενοι την αποστολή τους ξαφνικά όλο αυτό ανατρέπεται και έρχεται η ρήξη. Σαφώς, αυτό δικαιολογείται από το κείμενο όμως δεν δίνεται ο επαρκής χρόνος στον θεατή να συμπορευτεί σε αυτή την αλλαγή. Κατανοώ το ξέσπασμα και τους λόγους που πυροδότησαν τις αλυσιδωτές συμπεριφορές των υπαλλήλων όμως δεν μου έφτασε ο χρόνος για να καταφέρω την θεατρική μετάβαση που χρειάζεται το πέρασμα από την μια κατάσταση στην άλλη.

Όπως αναφέρθηκα και πριν η Μαρία Κατσιαδάκη κρατάει τον ρόλο της Μαίρης, διευθύντριας του Hotel Eternite και ιθύνων νου αυτής της «συνομωσίας». Ο λόγος της είναι πεντακάθαρος, η ερμηνεία της είναι πεντακάθαρη και είναι σαν να κεντάει ερμηνευτικά και φωνητικά κάθε της λέξη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Αργύρης Ξάφης, στον ρόλο του γιατρού Τζέημς και εραστή της Μαίρης, ταιριάζει στον χαρακτήρα του ανθρώπου που όχι μόνο συμμερίζεται το όραμα της αγαπημένης του, αλλά με την προσωπική του παράνοια το αναγάγει σε καθήκον απέναντι στην ανθρωπότητα.

Ο Γιώργος Γλάστρας είναι ο πρώτος που βλέπουμε στη σκηνή. Είναι το πρόσωπο που μεταμφιέζεται και παίζει θέατρο παράλληλα μέσα στο θέατρο. Γίνεται ο Έλβις Πρίσλευ, ο Μάικλ Τζάκσον και λειτουργεί περισσότερο ως ρόλος μέσα στον ρόλο. Η εμπειρία που έχει του δίνει ασφάλεια και έτσι καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις, με μόνη εξαίρεση τον τελευταίο, μεγάλο σε διάρκεια μονόλογο του, που κλείνει και το έργο κι αυτό γιατί γίνεται λίγο διδακτικός και αυτό καλό είναι στο θέατρο να αποφεύγεται.

Η Χριστίνα Μαξούρη, ως Αμινά, επωμίζεται τον ρόλο του καταλύτη. Είναι η πιο πιστή υπάλληλος και είναι αυτή που πρώτη θα κάνει την επανάσταση της. Αυτό που, προσωπικά, μου έλειψε είναι ότι δεν είδα τα στάδια του συναισθηματικού της κρεσέντο. Το συγκινησιακό πέρασμα από την μια κατάσταση στην άλλη.

Η Αλέξία Μπεζίκη είναι η Μάγια, φίλη και συνάδελφος της Αμινά που επίσης είναι ακριβής στον ρόλο της και με άνεση πείθει ως το άτομο που παίζει τον ρόλο του μεσολαβητή, βέβαια, ούτε εκείνη αποφεύγει το βίαιο ξέσπασμα.

Η Δέσποινα Γιαννοπούλου, ο Νίκος Λεκάκης και ο Χρήστος Κραγιόπουλος συμπληρώνουν άψογα τους υπόλοιπους ρόλους που δεν άλλοι από του έτερους εργαζόμενους του ξενοδοχείου. Ο συγχρονισμός τους είναι πολύ καλός και η συσχέτιση που έχουν αναπτύξει στην σκηνή λειτουργεί ολόσωστα.

Το σκηνικό είναι της Εύης Μανιδάκη και θυμίζει παλιό μοτέλ της δεκαετίας του 60΄στην Αμερική. Στην ουσία αυτό που βλέπουμε είναι το λόμπι του Eternite, το οποίο είναι γεμάτο από βαλσαμωμένα πουλιά. Ακόμα, ένα στοιχείο της άρνησης να αποδεχτούμε τον χρόνο και να εξοικειωθούμε με τον θάνατο. Προσωπικά, το λάτρεψα το σκηνικό. Τα κουστούμια της Βάνας Γιαννούλα, κινούνται σε παστέλ αποχρώσεις κι αν εξαιρέσουμε το φόρεμα της κα. Κατσιαδάκη, που εύστοχα  ξεχωρίζει ως το απόλυτο κόκκινο κυριαρχίας, τα υπόλοιπα, επίσης εύστοχα, παραπέμπουν σε στολές εργασίας.

Ενδιαφέρον έχει επίσης και η επιμέλεια κίνησης του Χρήστου Παπαδόπουλου που σε συνάρτηση με την μουσική του Θοδωρή Οικονόμου μοιάζει με διαφημιστικό σποτ που υπόσχεται την απόλυτη ευτυχία, έναν μικρό επίγειο παράδεισο. Είναι πολύ ταιριαστό και το τραγούδι «η ανθρωπότητα έχει ανάγκη την αιωνιότητα» απόσπασμα από ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που κάποιοι θεατές σιγομουρμούριζαν φεύγοντας από το θέατρο.

Ο Γιάννης Καλαβριανός έγραψε και σκηνοθέτησε ένα θεατρικό έργο που σίγουρα έχει πολλά να πει και φλερτάρει με το αιώνιο αδιέξοδο του θανάτου. Δεν υπάρχει τίποτα το αλαζονικό ή ναρκισσιστικό σε αυτό το πείραμα της εξαπάτησης του χρόνου. Το μόνο που υπάρχει είναι άνθρωποι καθημερινοί που απλά επιθυμούν να ζήσουν λίγη ζωή ακόμη.