Κριτική: Η Σινε-παρμένη / Ένα τρυφερό παραμύθι, αντιδάνειο μας σκληρής πραγματικότητας

Το καλοκαίρι που προηγήθηκε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2019, παρακολουθήσαμε στους θερινούς κινηματογράφους την Σινε-παρμένη. Την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού όπου κατοικεί σε ένα χωριό στην έρημο Ατακάμα, της Χιλής. Ένα χωριό στο οποίο οι κάτοικοι εργάζονται έναντι πενιχρής αμοιβής στα ορυχεία εξόρυξης νιτρικού άλατος. Η μικρή έχει την ικανότητα της αφήγησης. Έτσι, ένα ολόκληρο χωριό περιμένει από την Σινε-παρμένη να τους διηγηθεί τις ταινίες που βλέπει στο σινεμά, αφού οι ίδιοι λόγω της οικονομικής τους δυσχέρειας αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Η ιστορία βασίζεται στην νουβέλα του Χιλιανού συγγραφέα Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ.

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Θανάσης Χαλκιάς μετέφερε στην σκηνή του θεάτρου Αργώ την μαγεία της Σινε-παρμένης και το κάνει με ένα πολύ έξυπνο τρόπο.

Η παράσταση είναι μια αντίστιξη θεάτρου, κινηματογράφου και εξιστόρησης. Τα εκφραστικά μέσα που επιλέγει ο σκηνοθέτης μπερδεύονται με αρμονικό τρόπο χωρίς να αναιρεί το ένα το άλλο. Όπως, γίνεται και στις ταινίες, όπως  συμβαίνει και στην ζωή ή τουλάχιστον έτσι, θα έπρεπε. Μέσα από τις μικρές κινηματογραφικές ιστορίες παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες μιας ολόκληρης εποχής. Ο σκηνοθέτης παίζει έξυπνα με τις ταινίες και τις λέξεις και κάνει αναφορές σε μερικά γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Χιλή. Όπως, το πραξικόπημα του Πινοσέτ ή την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία. Από τις φαβέλες της Χιλής με τα σπίτια από λαμαρίνες η ελπίδα έρχεται μέσα από μια ψευδαίσθηση. Την «απάτη» της έβδομης τέχνης. Μεγάλες ιστορίες για μικρές ζωές. Κι όμως, η επιλογή του σκηνοθέτη είναι ευρηματική. Η διαδρομή από την θεατρική πράξη στην εσκεμμένη μίμηση με τρόπο, ίσως γραφικό των ταινιών θυμίζει την ίδια διαδρομή  που αναζητούν οι άνθρωποι από την λύπη στην χαρά. Αυτήν την διαδρομή ακολουθούν και οι ήρωες αυτής της νουβέλας. Εδώ, να πούμε πως η μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου υπηρετεί με σεβασμό το αρχικό κείμενο διευκολύνοντας τον θεατρικό λόγο. Το χιούμορ ή μάλλον ο σαρκασμός είναι διάχυτος σε όλη την παράσταση. Ένα ολόκληρο χωριό που ζει στα όρια της εξαθλίωσης στηρίζει όλη του την ύπαρξη στις λίγες στιγμές όπου η Σινε-παρμένη (πόσο όμορφος τίτλος) θα τους μεταφέρει λίγη από την μαγεία της. Γιατί το αφήγημα δεν έγκειται απλά στην παρακολούθηση ενός θεάματος, αλλά στην ομορφιά και την πίστη που κρύβει η Σινε-παρμένη. Μέσα από τις φρικτές δοκιμασίες της, εκείνη επιμένει να πιστεύει και να προσφέρει. Και αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό και που πολύ εύστοχα ο Θανάσης Χαλκιάς, μέσα από την σκηνοθετική γραμμή που επιλέγει, το υπερτονίζει. Οι εναλλαγές της παράστασης είναι συνεχείς. Εκεί, εντοπίζεται και το μόνο σημείο της παράστασης που θεωρώ πως λειτούργησε αρνητικά. Ενώ, οι ρυθμοί από το ένα μέσο στο άλλο είναι ζωηροί και αυτό δημιουργεί μια σπιρτόζα διάθεση, η μεγάλη διάρκεια των κινηματογραφικών μιμήσεων ξεφούσκωνε σε κάποια σημεία την καλοκουρδισμένη πλοκή.

Στην σκηνή βλέπουμε τρία πρόσωπα. Τον Θανάση Χαλκιά, την Ηλέκτρα Γεννατά και την Μαρία Θρασυβουλίδη. Τα τρία αυτά πρόσωπα, που η χημεία τους πάνω στην σκηνή είναι κάτι περισσότερο από εξαιρετική, καλούνται ο καθένας να γίνουν όλα τα πρόσωπα του έργου. Και είναι πολλά. Η μητέρα και σύζυγος που τους εγκατέλειψε, ο τοκογλύφος, οι γείτονες και φυσικά,  τα αδέρφια, ο Μίρτο, ο Μανουέλ, ο Μαριάνο και ο Μαρσελίνο. Γιατί όλα τα ονόματα αρχίζουν από το γράμμα Μ; μα γιατί από ξεκινούσε και το όνομα της Μέριλιν Μονρόε!! Η Μαρία Θρασυβουλίδη στο βασικό ρόλο της Σινε-παρμένης δίνει ρεσιτάλ. Η ευκολία της να μεταμορφώνεται από κορίτσι σε καουμπόι και από Βασιλιά της ζούγκλας σε ηλικιωμένη κουτσομπόλα είναι απολαυστική. Τα ίδιο ισχύει και για την Ηλέκτρα Γεννατά. Η αμεσότητα της και ο καθαρός, ήρεμος λόγος της σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Σε συνδυασμό με την πιο comedia παρουσία του Θανάση Χαλκιά που βρίσκει από την πρώτη στιγμή το θεατρικό του εκτόπισμα λειτουργούν ως ένα αδιαίρετο, ανεξάρτητο σώμα που όμως, δεν μπαίνει ο ένας στα υποκριτικά χωράφια του άλλου. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται. Από το «Μαμά, κι εγώ δεν σε αγαπώ» είχαν δείξει δείγματα γραφής

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το σκηνικό έξυπνα μινιμαλιστικό. Η Γεωργία Μπούρδα τοποθετεί μια τύπου μεγάλη οθόνη, λίγα χρηστικά αντικείμενα, που βοηθούν κυρίως τις μεταμορφώσεις και δυο πολυθρόνες στις δυο άκρες της σκηνής, όπου είναι το μόνο στατικό στοιχείο της παράστασης, διότι όλα είναι σε μια διαρκή κίνηση. Και αφού μιλάμε για κίνηση, τα εύσημα στην Μαριέλα Νέστορα που κεντάει στην επιμέλεια της κινησιολογίας. Όπως, αλλάζουν οι ρόλοι έτσι, προσαρμόζονται και οι ρυθμοί των σωμάτων σε ένα γαϊτανάκι χορευτικό. Σε αυτό το μοτίβο κινείται και η μουσική. Ο εξαιρετικός Κώστας Βόμβολος από τους «Χειμερινούς Κολυμβητές» συμπληρώνει αυτή την πολυμορφική σύμπραξη.

Η Σινε-παρμένη, είναι μία παράσταση που χωρίς νεωτεριστικές υπερβολές εξιστορεί ένα παραμύθι που ψάχνει την ευτυχία σε ένα αντιδάνειο σκληρής πραγματικότητας.

Info: Παραστάσεις έως 5 Απριλίου 2020: Παρασκευή 21:00, Σάββατο 19:00 και Κυριακή 19:00. Περισσότερα εδώ.