Κριτική / «Ικέτιδες» του Ευριπίδη από τον Στάθη Λιβαθινό: Η αρμονία του μελοποιημένου θρήνου

Αυτή και μόνο η τραγωδία, οι «Ικέτιδες», αρκεί για να αποτινάξει ο Ευριπίδης από πάνω του τον χαρακτηρισμό του μισογύνη που του έχει αποδοθεί.

Είναι αυτή η τραγωδία, η σπάνια παιγμένη, που τοποθετεί τη γυναίκα, σε υψηλότερο ηθικό και πνευματικό επίπεδο από τον άντρα, τη γυναίκα αδιακρίτως ρόλου και θέσης.

Οι μητέρες των σκοτωμένων Επτά επί Θήβας, προσέρχονται με τον βασιλιά του Άργους τον Άδραστο και με τα παιδιά των σκοτωμένων, στην Ελευσίνα, να προσεγγίσουν και να ικετεύσουν την Αίθρα, μητέρα του Θησέα, βασιλιά  της Αθήνας, για την παρέμβασή της στον γιό της, ώστε να μεσολαβήσει και να παραλάβουν τα νεκρά σώματα των παιδιών τους, που ο Κρέοντας αρνείται να θάψει, ώστε να τους αποδοθούν οι απαιτούμενες νεκρικές τιμές. Συγκλονισμένη η Αίθρα, πείθει τελικά τον Θησέα που αμφιταλαντεύεται, ο οποίος έχει ήδη αρνηθεί τη συνδρομή του στον Άδραστο, και ο οποίος αμέσως μετά θα συγκρουστεί με τον Κήρυκα απεσταλμένο του Κρέοντα και θα ανακοινώσει την απόφασή του να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας και να γυρίσει με τις σορούς των σκοτωμένων. Ένας αγγελιοφόρος, πληροφορεί για  τη μάχη, τη νικηφόρα έκβασή της και αναγγέλει την επιστροφή του βασιλιά με τα σώματα των αρχηγών, ενώ όταν ήδη έχει ανάψει η πυρά για να αποτεφρωθούν εμφανίζεται η Ευάδνη, γυναίκα του νεκρού Καπανέα, η οποία σαλεμένη από την απώλεια του άντρα της και αφοσιωμένη σε αυτόν ρίχνεται ζωντανή στην πυρά μαζί του, αγνοώντας τις εκκλήσεις του πατέρα της, Ίφη να μην το πράξει. Η Θεά Αθηνά παρεμβαίνει και αποσπά την υπόσχεση των Επιγόνων ότι δε θα κινηθούν ποτέ εναντίον της Αθήνας, συνάπτοντας ειρήνη μαζί τους σε αντάλλαγμα αυτής της παρέμβασής τους.

Ο Ευριπίδης φτιάχνει αριστοτεχνικά μια τραγωδία και βάζει τη Γυναίκα ως μάνα και σύζυγο (με την παρουσία της Ευάδνης που αδίκως κρίνεται ως εμβόλιμη και ξένη παρουσία στο έργο) μπροστάρισσα και υπέρμαχο της ανθρωπιάς, της ειρηνικής συνύπαρξης, της αξιοπρέπειας, της γενναιοψυχίας. Σε μια τραγωδία που βρίθει πολιτικών σχολίων , που αναπτύσσει η ίδια ένα διάλογο για την πολιτική οργάνωση ενός κράτους (η σύγκρουση Κήρυκα-Θησέα για την τυραννία και την δημοκρατία, είναι αποκαλυπτικός επιχειρημάτων) ή ακόμα και για τις εκάστοτε «υπερδυνάμεις» και πως αυτές έτσι ή αλλιώς μπορούν να καθορίσουν τύχες,  ο Ευριπίδης βρίσκει καταφύγιο στη συνεννόηση, τη συνύπαρξη, την Ειρήνη.

Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, δεν επένδυσε στην αυτονόητη πρόκληση συγκίνησης μέσω της κατάστασης των μανάδων που έχουν χάσει τα παιδιά τους, μιας συνθήκης που από μόνη της είναι ήδη συναισθηματικά φορτωμένη. Ακολουθώντας μια λέξη προς λέξη σκηνική αποτύπωση του Ευριπίδιου λόγου, «μελοποίησε» αυτό που ο Ευριπίδης έγραψε. Συντηρητική γενικότερα η σκηνοθεσία του, ίσως με κάποια κλισέ σκηνοθετικά ευρήματα να κυριαρχούν, που πολλάκις έχουμε συναντήσει να πρωταγωνιστούν στο αρχαίο δράμα (όπως πχ τα άρβυλα και τα σακάκια των νεκρών που φέρουν συνεχώς επάνω τους οι μανάδες, οι μεταλλικές στρατιωτικές ταυτότητες κλπ), έδωσε βάρος περισσότερο στη δημιουργία μιας μουσικής, απολύτως ρυθμικής και καταληπτικά τονικής παράστασης, αρνούμενος πολλές φορές την δύναμη της εικόνας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραδείγματος χάρη, η θεωρητικά πολύ ισχυρή κορύφωση της τραγωδίας με τη σκηνή της Ευάδνης να πέφτει στη φωτιά, μια σκηνή-πρόκληση για την ευκαιρία που δίνεται στον σκηνοθέτη να «μεγαλουργήσει» σκηνικά, από τον Στάθη Λιβαθινό αντιμετωπίστηκε μάλλον με μετριοπάθεια.

Αντίθετα, ο Στάθης Λιβαθινός μεγαλούργησε προσδίδοντας ρυθμική αρμονία στον θαυμάσια μεταφρασμένο από τον Γιώργο Κοροπούλη λόγο του Ευριπίδη, με την ύψιστη και πραγματικά καθοριστική συμβολή της μουσικής του Άγγελου Τριανταφύλλου. Μια μουσική, η οποία παίζεται ζωντανά, με ατμόσφαιρα πένθιμου στρατιωτικού εμβατήριου, που αποτελεί ισχυρό πρόσημο και κύριο χαρακτηριστικό τ της παράστασης, που δεν την συνοδεύει απλά, αλλά την ορίζει και την κατευθύνει. Μουσική και λόγος, τόσο αρμονικά δεμένα, που εισβάλλουν στην κυριολεξία στο μυαλό σου, κάνοντας σε μέτοχο σε αυτόν τον ρυθμό λέξεων και φράσεων, σε αυτό το αυθόρμητο και συνάμα καλοσχεδιασμένο «ραπάρισμα» των υποκριτών.

Σε αυτήν την «μουσική» κατεύθυνση της παράστασης, η συμμετοχή των παιδικών χορωδιών Ναυπλίου και Λυγουριού υπό τη διέυθυνση του μαέστρου Γιάννη Νικολόπουλου στο ρόλο των «Επιγόνων» υπήρξε ένα από τα δυνατά χαρτιά της, το οποίο όμως δε γνωρίζουμε πως θα αποτυπωθεί στις επόμενες παραστάσεις που δεν θα είναι δυνατή η συμμετοχή τους.

Το σκηνικό του Γιώργου Σουγλίδη, λιτό, με έξι καμμένα λιοδεντρα , το ένα εξ αυτών σε λοφίσκο (με εμφανή το συμβολισμό), τα κοστούμια του ίδιου σε πλήρη αρμονία και σύμπλευση με τις επιταγές της παράστασης με τα βαριά, μαύρα φουστάνια που «κουβαλούν» οι μανάδες, και τα λευκά Θησέα- Αίθρας. Στέρεη και ισορροπημένη στο χώρο, με εξάρσεις και ξαφνιάσματα η διδασκαλία της κίνησης από τον Φώτη Νικολάου. Τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, απολύτως καθοριστικά στη δημιουργία ατμόσφαιρων στη συνθήκη της λιτής και δωρικής σκηνοθετικής γραμμής.

Το δεύτερο σημείο, μετά την τονικότητα της απόδοσης της τραγωδίας, για το οποίο χαρακτηρίζεται η παράσταση, είναι οι ερμηνείες.

Με την Κάτια Δανδουλάκη να επιβάλλεται στο χώρο τόσο σκηνικά όσο ερμηνευτικά. Η φιγούρα της αποτυπώνεται στο μυαλό, και βρίσκεται εκεί πανταχού παρούσα, γύρω-γύρω και μέσα στην ορχήστρα. Ερμηνεύει την Αίθρα, με λόγο στιβαρό, απαλλαγμένο από ψεύτικη φόρτιση και εύκολη συγκίνηση. Έχει τα χέρια της απλωμένα, όχι σε ικεσία, ούτε σε παράκληση. Η Αίθρα της, θέλει να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο, τις μανάδες, τα χαμένα παιδιά τους, τα παιδιά που πρόκειται στο μέλλον να χαθούν, τις μάνες που πρόκειται στο μέλλον να κλάψουν. Ερμηνεία που σε κάνει να αναρωτιέσαι για την απουσία της από την Αρχαία Ελληνική τραγωδία.

Ο Θησέας του Άκη Σακελλαρίου, στέκεται επάξια στο ύψος του ρόλου, ισορροπώντας στο τραγικοκωμικό στοιχείο που ντύνει ο Ευριπίδης τον ρόλο του, μην ξεφεύγοντας από τον απλώς απαραίτητο σατυρικό χρωματισμό του ήρωα  και αναδεικνύοντας την ηγεμονία του. Είναι πολύ σημαντικό και δείγμα ύψιστης τεχνικής και ικανότητας του ηθοποιού να μην υπερβαίνει τα όρια που ο συγγραφέας θέτει και ο Άκης Σακελλαρίου ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό.

Ο Χρήστος Σουγάρης, αεικίνητος Άδραστος, ο μοχλός που κινεί την δράση της παράστασης, ένας εξαιρετικός Άγγελος με κρυστάλλινη φωνή από Ανδρέα Τσέλεπο και ένας πολύ δυνατός ερμηνευμένος Κήρυκας από τον Χάρη Χαραλάμπους, έναν υποδειγματικά συνεπή και σταθερό στις» γεμάτες» ερμηνείες του ηθοποιό.

Αποκαλυπτική και  δωρική η μειλίχια χροιά της Αγλαΐας Παππά που επαναφέρει με την παρέμβασή της ως Αθηνά στη ζωή, την κανονικότητα και την ευρυθμία . Από την άλλη, η ερμηνεία της Κατερίνας Λούρα στο ρόλο της Ευάδνης, ενώ αποτύπωσε το εύθραυστο του χαρακτήρα  της δεν απέφυγε την παγίδα του μελοδραματισμού και της υπερβολής μιας και ομολογουμένως η σκηνή της δεν υποστηρίχτηκε αρκούντως τεχνικά.

Ο Θοδωρής Κατσαφάδος ερμηνεύει τον Ίφι με τη σιγουριά της θεατρικής και υποκριτικής πείρας του. Λέξεις ολοκάθαρες, που εκφέρονται με δύναμη ψυχής, βήματα σταθερά και στέρεα, παρουσία που δε σε αφήνει να σηκώσεις βλέμμα από πάνω της.

Αφήνω τελευταίο τον Χορό των μανάδων που υπηρέτησε συνολικά την τραγωδία και που βεβαίως είναι ουσιαστικά όπως μαρτυρά και ο τίτλος, τα πραγματικά τραγικά πρόσωπα. Θαυμάσιες ηθοποιοί με ερμηνευτική δεινότητα τόσο σωματική όσο βαθιά εσωτερική αλωνίζουν την ορχήστρα, άλλοτε σαν ανήμερα θεριά, άλλοτε τσακισμένες, άλλοτε με κοπετό, άλλοτε ανατριχιαστικά μελωδικές, κάθονται, κυλιούνται, έρπουν, αλαλάζουν, θρηνούν. Οι ‘Αννα Γιαγκώζη, η Άνδρη Θεοδότου, η Κόρα Καρβούνη, η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Αγλαΐα Παππά, η Μαρία Σαββίδου η Κωνσταντίνα Τάκαλου η Τάνια Τρύπη, η Νιόβη Χαραλάμπους, είναι όλες οι μάνες όλων των παιδιών που κείτονται σε χώματα πολέμου. Είναι αυτές που η μόνη σίγουρη αγκαλιά που θες να τους δώσεις, είναι αυτή η τελευταία υπόσχεση, πως δε θα χρειαστεί ποτέ ξανά να σκύψουν και να ικετετεύσουν. Αν μπορείς ποτέ να το υποσχεθείς αυτό.

Ήταν πολύ σοφή η επιλογή του Στάθη Λιβαθινού, καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου να ανταποκριθεί θετικά στο κάλεσμα του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και να σκηνοθετήσει αυτήν την παράσταση η οποία είναι αφιερωμένη στον Νίκο Χαραλάμπους και στο ιστορικό ανέβασμά της από τον ΘΟΚ το 1978. Σοφή, γιατί μετά από πάρα πολλά χρόνια, έφερε το κοινό σε επαφή με ένα τόσο σπουδαίο κείμενο του Ευριπίδη, σοφή γιατί το έντυσε και το απέδωσε με πλείστη μουσικότητα. Μια παράσταση που κυριολεκτικά ραπάρει.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.