Κριτική / «Ο Εραστής» του Χάρολντ Πίντερ στο Θέατρο Τ: Ένας αναμενόμενος επισκέπτης

Ο Χάρολντ Πίντερ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεωτερικού θεάτρου συνεχίζοντας την γραφή του παραλόγου που εγκαινίασαν οι πρόδρομοί του Μπέκετ και Ιονέσκο. Το έργο του «Εραστής» γράφτηκε το 1962  και αποτελεί την ιστορία ενός ζευγαριού το οποίο διέρχεται μία έντονη κρίση στον δεκαετή γάμο του αναζητώντας κάποια διαφυγή μέσα από το παιχνίδι του εραστή. Τα απογεύματα, ενώ ο σύζυγος (Ρίτσαρντ) λείπει στη δουλειά, η σύζυγος (Σάρα) δέχεται στο σπίτι τους ‘’με την συγκατάθεση του’’ τον εραστή της (Μαξ). Η παράλληλη αυτή σχέση φαίνεται να διασκεδάζει την συμβατική καθημερινότητα του ζευγαριού που μέσα από ένα παιχνίδι ρόλων επιθυμεί να επαναπροσδιορίσει και να αναθερμάνει την σχέση του. Την ίδια στιγμή, ο Ρίτσαρντ υποτίθεται πως συναντά την ερωμένη του, η οποία είναι μία κοινή γυναίκα.

Μέσα από ένα φαινομενικά ρεαλιστικό σκηνικό, ο συγγραφέας χειρίζεται με επιδεξιότητα το λόγο προκειμένου να αποκαλύψει την κενότητα της καθημερινότητας και κυρίως, την πολυπλοκότητα και τη δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ο Πίντερ παρουσιάζει στον «Εραστή» την ικανότητά του να δημιουργεί ένα παιχνίδι με τις λέξεις, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα. Εναλλάσσοντας διαρκώς το σοβαρό με το αστείο υποβάλλει το θεατή στο παιχνίδι της σιωπής των ηρώων ωθώντας τον να διερευνήσει τη βαθύτερη ανάγκη τους για επικοινωνία, την οποία προσωρινά φαίνεται να καλύπτουν με τον εραστή. Στα όρια του παράλογου το έργο λειτουργεί αποκαλυπτικά για τα θεμελιώδη ζητήματα του έρωτα, της ανάγκης για επικοινωνία, της απώλειας της προσωπικής ταυτότητας και της ανθρώπινης μοναξιάς, κάτι που το καθιστά επίκαιρο και απαιτητικό.

Η παράσταση «Εραστής» σε σκηνοθεσία Λένας Φιλίπποβα φιλοξενήθηκε για λίγες μόνο παραστάσεις στο θέατρο Τ. Πρόκειται για μια εύστοχη προσέγγιση του πιντερικού έργου η οποία σεβάστηκε το κείμενο (μετάφραση Χρύσα Κοτταράκου) δίνοντας έμφαση στο παιχνίδι μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Τα κοστούμια (Γεωργία Μπούρδα) λιτά και η σκηνή σχεδόν άδεια μεταφέρουν το θεατή στο καθημερινό περιβάλλον του σπιτιού του ζευγαριού. Το έξυπνα τοποθετημένο παραβάν με τα τρία φύλλα στο κέντρο της σκηνής και τις δύο καρέκλες να αποτελούν τα βασικά έπιπλα στο χώρο αισθητοποιούν το κέντρο δράσης των ηρώων, το οποίο σημαδεύεται από ένα λευκό χαλί σε σχήμα κύκλου. Δίνοντας έμφαση στη σημασία που έχουν οι θέσεις και τα επίπεδα ως δηλωτικά της εξουσίας στο έργο του Πίντερ, η σκηνοθέτης υπογραμμίζει την αμηχανία των ηρώων οι οποίοι προσπαθούν να αντιδράσουν φυσιολογικά μέσα στην αφύσική τους καθημερινότητα. Τα στοιβαγμένα μπουκάλια και τα στοιβαγμένα φλιτζάνια του τσαγιού στα δύο αντίθετα άκρα της σκηνής- άδεια- φαίνεται να υπογραμμίζουν το κενό στην σχέση των δύο ηρώων, ενώ το μικρό μπονσάι και ο καλόγερος μπορούν να θεωρηθούν ενδεικτικά της ρυθμισμένης καθημερινότητας των πρωταγωνιστών οι οποίοι τα μεταχειρίζονται σχεδόν μηχανικά.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο ρόλο της γυναίκας η Χρύσα Κοτταράκου και του άντρα ο Κωνσταντίνος Παράσης, δύο νέοι ηθοποιοί που διατηρούν τον παλμό της παράστασης σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ενίοτε ευάλωτοι και ενίοτε σαρκαστικοί αναπαριστούν το παιχνίδι της απιστίας ως άλλοθι της συζυγικής τους ζωής υποστηρίζοντας κάθε φορά τον εκάστοτε ρόλο τους.

Πρόκειται οπωσδήποτε για μια δύσκολη παράσταση, η οποία υποχρεώνει το θεατή να σκεφτεί και να εξετάσει τα σημαινόμενα της σε ένα δεύτερο επίπεδο. Ίσως, αυτή ακριβώς η αμηχανία στην οποία μας υποβάλλει η ατμόσφαιρα του Πίντερ μπροστά στο αδιέξοδο των ηρώων και κατ’επέκταση, της σχέσης τους να αποτελεί και το πιο δυνατό στοιχείο της συγκεκριμένης παράστασης. Είναι σαν να παγιδεύει το θεατή σε μία διαδρομή σκέψης που υποχρεωτικά τον ακολουθεί στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει και να κατανοήσει το έργο και κατά βάθος, το υφέρπον  παράλογο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.