Κριτική /«Ο γιος» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου: η συντριβή της άγνοιας στη σύγχρονη δραματουργία

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος,  σκηνοθετεί το έργο του Φλοριάν Ζελλέρ «Ο γιος», έχοντας ήδη ανοίξει έναν κύκλο με θέμα τις ψυχικές διαταραχές και την επίδραση τους στις οικογενειακές σχέσεις  στις σύγχρονες κοινωνίες. Μετά το «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», παράσταση η οποία συνεχίζεται στο θέατρο Τζένη Καρέζη, με θέμα το πέρασμα στην εφηβεία ενός νέου με αυτισμό, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, παρακολουθούμε την αδυναμία ενός εφήβου και της οικογένειάς του, να αντιμετωπίσουν τον ψυχικό του κόσμο, ο οποίος είναι διαταραγμένος.

Ο Νικολά ζει  με τη μητέρα του Άννα, μετά τον χωρισμό της με τον πατέρα του, Πιερ ο οποίος έχει ξαναφτιάξει τη ζωή του με τη Σοφία, έχοντας πλέον έναν ακόμα γιο-βρέφος μαζί της. Έχοντας αρχίσει να έχει προβληματική συμπεριφορά (έχει σταματήσει ακόμα και το σχολείο), αποφασίζεται να μετακομίσει στο σπίτι της νέας οικογένειας του πατέρα του. Μέσα σε αυτό το οικογενειακό πλαίσιο, παρατηρούμε τον τρόπο που οι αντιθέσεις των σχέσεων, στρεβλώνουν το εφηβικό μυαλό του. Η μητέρα, προφανώς τσακισμένη από το απροσδόκητο (μάλλον) χωρισμό της, πλημμυρισμένη από αίσθημα κατωτερότητας, και ολοφάνερα ανίκανη να διαχειριστεί τα δικά της φαντάσματα, πόσω μάλλον τη δύσκολη για το γιό της εφηβική ηλικία. Ο πατέρας, επιτυχημένος επαγγελματικά και προφανώς ευτυχισμένος στη νέα του οικογενειακή ζωή, έχει ένα μεγάλο μελανό σημείο που αμαυρώνει τη γενικότερη σιγουριά και άνεση που εκπέμπει στο περιβάλλον του: Έχοντας ο ίδιος βιώσει σαν παιδί την απόρριψή από τον πατέρα του, ταυτίζει το παιδί του με τον ίδιο, αρνούμενος να συνειδητοποιήσει το διαφορετικό της προσωπικότητας του. Οι ενοχές που έφυγε από το σπίτι και έφτιαξε νέα οικογένεια, το άγχος μήπως δεν σταθεί καλός πατέρας, έρχονται και εντείνουν την αδυναμία του να διαχειριστεί τα προβλήματα του παιδιού του, οδηγούμενος σε λάθος εκτιμήσεις και αποφάσεις. Ο τρίτος άνθρωπος, η Σοφία, δεύτερη γυναίκα του Πιερ, σχεδόν παρακολουθεί αποστασιοποιημένα την εξέλιξη του οικογενειακού δράματος, προσηλωμένη πάντα στο δικό της παιδί, κρατώντας μια πιο ισορροπημένη στάση, και προσπαθώντας να εκτονώσει με ψυχραιμία τις αναταράξεις που η όλη κατάσταση φέρνει στο δικό της σπίτι και οικογένεια. Και υπάρχει και ο γιατρός. Που παρεμβαίνει μετά από αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του Νικολά, και ο οποίος μάταια, προσπαθεί να εξηγήσει στους απεγνωσμένους γονείς, ότι το παιδί τους είναι ψυχικά ασθενές και χρήζει συστηματικής ιατρικής παρακολούθησης και θεραπείας. Μια κατάσταση που αρνούνται να παραδεχτούν οι γονείς . Με οδυνηρά για όλους αποτελέσματα.

Ο Φλοριάν Ζελλέρ, ξεδιπλώνει όλη την πορεία αυτής της όχι και τόσο μοναδικής τελικά σύγχρονης οικογένειας, φωτίζοντας στιγμές από τη ζωή των ηρώων του, και φέρνοντας στην επιφάνεια τους μπερδεμένους εσωτερικούς κόσμους τους. Κόσμοι, οι οποίοι παραμένουν καλά κρυμμένοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ζητήματα που μένουν χρόνια άλυτα, θέματα που επιμελώς οι ήρωες αρνούνται να αγγίξουν και να παραδεχθούν. Το έργο του προσεγγίζει την υφή αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μιας και η άγνοια των ηρώων, υποκινεί την αδυναμία τους να διαχειριστούν τις σχέσεις οδηγώντας τους στην συντριβή. Οι ήρωες αγνοούν τη νοσηρότητα, αρνούνται να την αντιμετωπίσουν, και παγιδεύονται στις δικές τους εμμονές και εμπειρίες, κλείνοντας τα μάτια στον ορίζοντα του προβλήματος.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, έχτισε (κυριολεκτικά) την παράσταση, εισβάλλοντας μέσα στο νου και τις καρδιές αυτών των ανθρώπων. Τους έβαλε να κινούνται, να σκέφτονται και να διαλέγονται μέσα στους ψηλούς απογυμνωμένους τοίχους, που ο καθένας έχει υψώσει για λογαριασμό του. Σε ένα κείμενο που στιγμές-στιγμές φλερτάρει με το μελό, καταφέρνει να υπερβεί αυτόν το σκόπελο οδηγώντας τους ηθοποιούς σε ειλικρινείς  και ανεπιτήδευτες ερμηνείες και να δημιουργήσει εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές και εξόχως ενδεικτικές του ταραγμένου κόσμου των ηρώων (τα ανακατεμένα ρούχα στο δωμάτιο-μυαλό του Νικολά, η «αρρωστημένη» λευκότητα του σκηνικού χώρου κλπ). Ο αργός ρυθμός του κειμένου, ξεπερνιέται και διασπάται με ρεαλιστικά σκηνικά και ερμηνευτικά ξεσπάσματα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το μεγάλο ατού βέβαια είναι οι ερμηνείες: Η βαθιά μελετημένη και προφανώς σκληρά δουλεμένη ερμηνεία του Δημήτρη Κίτσου στο ρόλο του διαταραγμένου εφήβου, αποτυπώνει με εξαιρετική ακρίβεια τον ψυχικό κόσμο του Νικολά.  Ο Δημήτρης Κίτσος, έχει διεισδύσει στο μυαλό του έφηβου ήρωά του, αποφεύγει με ευελιξία τις παγίδες υπερβολής που ενεδρεύουν, και μεγαλουργεί πραγματικά σε έναν πολύ δύσκολο ρόλο ρεαλιστικής αποτύπωσης του ψυχικά ασθενούς που ναι μεν αγνοεί την κατάστασή του αλλά σε κάθε περίπτωση καταφέρνει να την καλύπτει στον περίγυρό του. Σημειώστε το όνομα του νέου αυτού ηθοποιού μας.

Δίπλα του ο σημαντικός Λάζαρος Γεωργακόπουλος, ο πατέρας και ουσιαστικά τραγικό πρόσωπο του έργου, μιας και τον δικό του ρόλο επιμένει και αποκαλύπτει δραματουργικά ο συγγραφέας, καταθέτει μια σπουδαία ειλικρίνεια στην ερμηνεία του: η κίνησή του στο χώρο, αναδεικνύει την αίσθηση της επίπλαστης άνεσης, ασφάλειας και σιγουριάς – όλα αυτά που τσακίζονται κάτω από το βάρος της απόλυτης πατρικής ανασφάλειας και των δικών του εκτιμήσεων και αποφάσεων.

Η Δέσποινα Κούρτη, με την ασκητική, λεπτεπίλεπτη φιγούρα της, βυθισμένη εξ ολοκλήρου στην αγωνία της για το παιδί της, ορμώμενη όμως από τα δικά της συντριπτικά βιώματα ενός ανεπιθύμητου χωρισμού, παγιδευμένη στην αναπόληση ευτυχισμένων οικογενειακών στιγμών, διαγράφει την αδυναμία του χαρακτήρα της κάποιες φορές νευρωτικά είναι η αλήθεια, πιστή ωστόσο στους καταθλιπτικούς όρους που έχει αυτός οριοθετηθεί από τον συγγραφέα. Έχει μια βαθιά μελαγχολία η Άννα της και πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση (αιτία ή αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του Πιερ από κοντά της; μάλλον και τα δύο)

Η Σοφία, η νέα σύζυγος του Πιερ, είναι ακριβώς το αντίθετο. Πατάει γερά στα πόδια της, προβληματίζεται, σκέφτεται, κρίνει και αποφασίζει, και θα λέγαμε τηρουμένων των αναλογιών πως ο ρόλος της είναι παρόμοιος του ρόλου του Χορού στο αρχαίο δράμα. Ακόμα και η επιβλητική σωματική διάπλαση της Άννας Καλαϊτζίδου, σε σχέση με την αντίστοιχη μίνιμαλ της Δέσποινας Κούρτη, υποδηλώνει αυτήν την εντελώς αντίθετη προσωπικότητα της. Εξαιρετικά εύστοχη η σημειολογία στην επιλογή των ηθοποιών, η Άννα Καλαϊτζίδου δεν την διαψεύδει ερμηνευτικά. Είναι εκεί, μέσα στην σταθερότητα και την ευθυκρισία της ηρωίδας της, διαχειριζόμενη με λογική ισορροπία τα θέματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη και επηρεάζουν και τη δική της ζωή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο γιατρός, αναμφισβήτητα είναι αυτός που καταδεικνύει, ανακοινώνει και γνωστοποιεί το πρόβλημα της ψυχικής νόσου του εφήβου, σαν άλλος Εξάγγελος, και ο Γιώργος Μακρής υπηρετεί με πιστότητα  τον αέρα της επιστημονικής κατάρτησης του ήρωά του, ο οποίος κοιτά κατάματα το πρόβλημα (και συμβουλεύει μάταια και τους γονείς να κάνουν το ίδιο) μακριά από συναισθηματικές φορτίσεις. Δίπλα του σιωπηλός ο νοσοκόμος που ερμηνεύεται από τον Θοδωρή Κουτσουκανίδη.

Η Ευαγγελία Θεριανού στα πολύ όμορφα, με λεπτές αρχιτεκτονικές γραμμές , ελισσόμενα σκηνικά, ο Σάκης Μπιρμπίλης φώτισε  τα επεισόδια της παράστασης με τρόπο διακριτικό και με πίστη στην σκηνοθετική γραμμή, ενώ η μουσική που τη συνοδεύει είναι του Σταύρου Γασπαράτου.

Μια χαμηλόφωνη δουλειά στο σύνολό της, με δυνατές ερμηνείες, εξαιρετική αισθητική, και σφιχτά δεμένη ατμόσφαιρα, από έναν σκηνοθέτη ο οποίος πάντα κοιτά την κοινωνία με έργα που αναδεικνύονται μέσα από αυτήν και τους προβληματισμούς της, – ορατούς ή σκοπίμως αόρατους.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε ΕΔΩ.