Κριτική / «Ο Παίκτης» από την Σοφία Καραγιάννη: Ντοστογιέφσκι με πάθος

Ο «Παίκτης» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι είναι γέννημα ανάγκης. Ο συγγραφέας βρίσκεται χρεωκοπημένος. Αιτία ο τζόγος. Είναι και απελπισμένα ερωτευμένος σε έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Πιεσμένος από τον κίνδυνο  η πνευματική ιδιοκτησία όλων των έργων του να περιέλθει στον εκδότη του εάν δεν παραδώσει άμεσα νέο έργο, χρεωκοπημένος και σε απόγνωση, γράφει το βιβλίο σε 26 μέρες (!) και μας χαρίζει τελικά ένα από τα πλέον αυτοβιογραφικά του έργα και ταυτόχρονα ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Τόπος το Ρουλέτενμπουργκ, μια φανταστική πόλη της Γερμανίας, περιβάλλον Ρώσοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Πολωνοί εμιγκρέδες, ευγενείς και απατεωνίσκοι, και ήρωας ο δάσκαλος Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ερωτευμένος με την αντιφατική Πολίνα ο οποίος μπλέκεται στα γρανάζια του Τζόγου. Από κοντά ο ξεπεσμένος γαιοκτήμονας και στρατηγός, ο τοκογλύφος, η μοιραία Μπλανς και μια πλούσια θεία που δε λέει να πεθάνει και ενώ όλοι περιμένουν να την κληρονομήσουν, αυτή χάνει την περιουσία της στο καζίνο.
Το έργο, παρόλη τη φαινομενική ελαφρότητα του θέματος, καταλήγει να γίνει μια βαθιά μελέτη για τα πάθη των ανθρώπων.

Είναι μια επιτομή για τη ροπή στον τζόγο και τον έρωτα, πάθη που δεν κυριεύουν απλά τον άνθρωπο αλλά τον καθορίζουν τόσο κοινωνικά όσο και ηθικά. Ο συγγραφές ψυχογραφεί με ακρίβεια τους ήρωες, ζωγραφίζοντας σχεδόν την ένταση της ρουλέτας (μαύρο ή κόκκινο;), την αμφιβολία του έρωτα (θα ενδώσει ή όχι;), και εντέλει την απόγνωση και των δύο. Και καταφέρνει μέσα από αυτήν την ελαφρότητα του θέματος, και με δεικτικά σχόλια ενός κοινωνικού πλαισίου που αναπτύσσεται στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, να αναδείξει τη σκοτεινότητα του ήρωα του μέσα από την ίδια του την παρακμή. Μια παρακμή που και την κατανοεί και την ομολογεί.

Η Σοφία Καραγιάννη, πήρε αυτό το υλικό και το μετέτρεψε σκηνικά σε ένα ολοζώντανο καρναβάλι της ανθρώπινης ύπαρξης και των παθών της. Ο δικός της Αλεξέι, ο δικός της Φιόντορ, εισβάλλει στην σκηνή αγκομαχώντας, κουβαλώντας τα ίδια του τα φορτία ζωής, την ρουλέτα του, την Πολίνα του, το περιβάλλον του. Ένα περιβάλλον ζωώδες, όπου όσοι δε μετέχουν στις σκηνές παρακολουθούν τα τεκταινόμενα φορώντας μάσκες σκύλου, αρνιού, γουρουνιού και γαϊδάρου (μια άκρως εξυπηρετική διττή έμπνευση, η οποία εκτός από τον συμβολικό χαρακτήρα, εξυπηρετεί ιδανικά σκηνικά το σκωπτικό και ειρωνικό τόνο της παράστασης), πιστή στο πνεύμα του συγγραφέα όπου περιγράφει τους ήρωες του προδίδοντας τους χαρακτηριστικά ζώων. Με όπλο την αφήγηση, η οποία δίνει πάσα στους διαλόγους, για να ξαναγίνει αφήγηση, δίνει ρυθμό στην παράσταση, ισοπεδώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον όποιο κίνδυνο μονοτονίας, σε ένα κείμενο που δε γράφτηκε για το θέατρο, και πόσο όμορφα το έκαναν θεατρικό η ίδια ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης και η Βάσια Mίχα. Ρυθμός, ένταση, παραστατικότητα και ζωντάνια είναι τα χαρακτηριστικά μιας παράστασης, που σε κάθε σκηνή παραμονεύει η αφορμή και ερέθισμα να παρακολουθήσεις με ενδιαφέρον την επόμενη.

Σε αυτό το απόλυτα ενορχηστρωμένο σκηνικό, έχει συντελέσει σε μεγάλο βαθμό η διδασκαλία της κίνησης από την Μαργαρίτα Τρίκκα, η οποία πάνω στο τραπέζι –ρουλέτα που στριφογυρίζει και αναδιπλώνεται στη σκηνή (σκηνικά και κοστούμια από την  Κωσταντίνα Κρίγκου) μετατρέπει τον ήρωα στην ίδια την μπίλια που ψάχνει να βρει σε ποιο νούμερο, σε ποιο χρώμα θα «κάτσει». Εμπνευσμένη μουσική από τον Στάθη Δρογώση, η οποία δεν συνοδεύει απλά, αλλά χαρακτηρίζει την παράσταση, και γίνεται βατήρας της να ξεδιπλωθεί.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, στο ρόλο του κεντρικού ήρωα, χρωματίζει με ένταση και ενέργεια όλη την ψυχοσύνθεση του Αλεξέι. Ισορροπημένος και ακριβής, χτίζει τον χαρακτήρα του, με τη σοφία και τη νηφαλιότητα του ανθρώπου, που πλέον έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση του. Ο Αλεξέι του Ιωσηφίδη, δεν φωνάζει, δεν φλυαρεί: αφηγείται και ξαναζεί κυριολεκτικά τα πάθη του. Τυφλός από αυτά τότε, με ανοιχτά μάτια τώρα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Αλέξανδρος Τούντας απολαυστικός στις μεταμορφώσεις των ρόλων του αναπαράγοντας με δεικτικότητα τα στερεοτυπικά εθνοτικά χαρακτηριστικά των εναλλασσόμενων ρόλων του μέσα στο έργο παίζοντας τον Ρώσο, τον Άγγλο και τον Γάλλο παράλληλα (θαυμάσια αυτή η σύλληψη της Καραγιάννη). Η Πολίνα της Κορίνας Θεοδωρίδου, εμφατική στο αλλοπρόσαλλο του χαρακτήρα της ηρωίδας, «ντύνει» με τα εκφραστικά μέσα τις αντιφάσεις της, τις επιπολαιότητες της και την ηδονή της να καθοδηγεί και να εξουσιάζει. Η Βασιλική Διαλυνά είναι η αποκάλυψη της παράστασης: Η ερμηνεία της στο ρόλο της πλούσιας θείας είναι κυριολεκτικά σαρωτική (λειτουργώντας είναι η αλήθεια  σε βάρος της ερμηνείας της ως της μοιραίας Μπλανς), και (το τονίζω ιδιαιτέρως) είναι ένας από τους βασικούς λόγους να μην χάσεις την παράσταση.

Η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη καταφέρνει να «παίξει» με το ντοστογιεφστικό ύφος και πνεύμα, με σύγχρονες πρακτικές και με υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στο σπουδαίο αυτό κείμενο, κλείνοντας σπιρτόζικα το μάτι στο σήμερα. Το βασικό χαρακτηριστικό της, είναι η υψηλή αισθητική, πράγμα που είναι ένα από τα  ζητούμενα στο σύγχρονο θέατρο και που δυστυχώς δεν είναι ούτε κεκτημένο, ούτε δεδομένο.

Και με αφορμή αυτήν την τόσο ζωντανή παράστασή της και τη συζήτηση που έχει ανοίξει τελευταία για την καταλληλότητα ή όχι των χώρων (που ναι, πολλοί είναι προβληματικοί και χωρίς προδιαγραφές, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα) είναι τελικά άλλοι οι παράγοντες που καθορίζουν την όποια καλλιτεχνική επιτυχία και όχι ο χώρος και το badget. Γιατί (όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του «Παίχτη»), έχουμε δει σπουδαίες δουλειές σε μικρά θέατρα, και βεβαίως και το αντίθετο!

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ