Κριτική / «Οι Φάλαινες του Αυγούστου» από τον Πέτρο Ζούλια στο Θέατρο Χώρα: περιμένοντας τον Νοέμβρη

Η Ζωή και ο Θάνατος προϋποθέτουν την Ύπαρξη. Και τα δύο, είναι εκεί για να την ορίσουν.

Οι «Φάλαινες του Αυγούστου» του Ντέιβιντ Μπέρρυ, συμπυκνώνουν αυτήν την πολύ καίρια παραδοχή για την ανθρώπινη ύπαρξη και το διάβα της Οντότητας στον χωροχρόνο. Με βασικές ηρωίδες, δύο ηλικιωμένες αδερφές, στη δύση τους και με εντελώς διαφορετικές στάσεις ζωής, σε ένα περιβάλλον το ίδιο «ηλικιωμένο» με αυτές, με φίλους και γείτονες να μοιράζονται την ίδια «χωροταξία» στην κλίμακα του βίου, ο Ντέιβιντ Μπέρρυ δημιουργεί μια απλοϊκή φαινομενικά συνύπαρξη, με χαμηλούς, υποτονικούς διαλόγους, διαχέοντας την καθημερινότητα σε ένα σκηνικό τοπίο ανοιχτό στους ορίζοντες του ωκεανού.

Έχουν κατι από Τσεχωφικά πρόσωπα οι ήρωές του. Ή μάλλον από γερασμένους Τσεχωφικούς ήρωες: H Σάρα Ουέμπερ, θα μπορούσε να είναι μια γερασμένη Ιρίνα απ΄τις Τρεις Αδερφές ή η Λίμπι Στρονγκ, μια ηλικιωμένη Νίνα, η Τίσα Ντοτ σίγουρα σε πιο νεαρή ηλικία θα ήταν πιθανότατα η Σόνια από τον Θείο Βάνια , ο Τζόσουα Μπράκετ έχει κάτι από τον Φιρς του Βυσσινόκηπου κοκ. Είναι αυτό το κλίμα νοσταλγίας μιας χαμένης νιότης που είναι διάχυτο στο έργο, είναι αυτή η αναπόληση ενός παρελθόντος που γεννούσε ελπίδες, η καθίζηση ενός παρόντος, και ένα μέλλον που δεν φαίνεται στον ορίζοντα να έρχεται. Γιατί αυτές είναι οι Φάλαινες του έργου. Το μέλλον, που ονειρεύονται, που περνάει μπροστά από τα μάτια τους, που το περιμένουν και το προσδοκούν και αυτό χρόνο με το χρόνο, όλο και αραιότερα κάνει την εμφάνισή του μέχρι την οριστική εξαφάνιση του ως σπάνιο στην αρχή και ανύπαρκτο τελικά είδος. Ο Αύγουστος σηματοδοτεί το τέλος της θέρμης του καλοκαιριού και της νιότης, ο Σεπτέμβριος την απαρχή του φθινοπώρου και της σοβαρής ωριμότητας και ο Νοέμβριος το τέλος του φθινοπώρου, την προαγγελία του ψύχους και εντέλει του θανάτου.

Και είναι αυτός ο Νοέμβρης που η υπερήλικη Λίμπι, καθηλωμένη πια στο καρότσι προσδοκά, παραδομένη στην αναμονή του τέλους, κατασταλαγμένη (ή μήπως όχι;) πως ό,τι ήταν να πάρει από τη ζωή, το πήρε, και ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε, αγνοεί επιδεικτικά και σαρκάζει τη γεμάτη ζωή και φροντίδα αδερφή της, την Σάρα που και αυτόν τον Αύγουστο περιμένει να αγναντέψει στο πέλαγο το πέρασμα των φαλαινών και αρνείται πεισματικά να φτιαχτεί παράθυρο για αυτόν τον λόγο. Για την Λίμπι η ζωή δεν έχει πια αξία, για την Σάρα είναι ανεκτίμητη. Η Σάρα βλέπει ζωή (μια φώκια) να κολυμπά, η Λίμπι βλέπει απλά ένα κούτσουρο να επιπλέει. Για τη Λόμπι «τα γηρατειά είναι ένα νησί που το περιβάλλει θάνατος».

Ο Πέτρος Ζούλιας, σκηνοθέτησε σε αυτούς τους επιβαλλόμενους από το ίδιο το έργο χαμηλούς τόνους, διαχέοντας αυτήν την νοσταλγία  σε όλη την σκηνή: Ατμόσφαιρα σε ομίχλες, με πορτοκαλοκόκκινα χρώματα της δύσης (της κάθε και της όποιας δύσης) που θα μπορούσαν να είναι και τα ίδια χρώματα της ανατολής (της κάθε και της όποιας ανατολής), και με τα κοριτσίστικα γέλια στις αλλαγές σκηνών και στις ενθυμήσεις να επιβάλλονται ως σήμα κατατεθέν της παράστασης. Οι αναμνήσεις, έρχονται σαν σκιές ή σαν καλέσματα, υλοποιώντας σκηνικά τη φράση του κειμένου: «οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές». Ο Πέτρος Ζούλιας, με κάποιες προσαρμογές που εξυπηρέτησαν την παράσταση, άφησε και πολύ σωστά τις δύο κυρίες του θεάτρου μας (και αναφέρομαι στις κυρίες Ρουσσέα και Μαλικένζου)  να μιλήσουν στην δική τους γλώσσα, δίνοντας μας ένα ντουέτο που αλληλοστηρίζεται και αλληλοσυμπληρώνεται αποδεικνύοντας την ξεχωριστή θεατρική τους στόφα. Και τον δικαιώνει απόλυτα το αποτέλεσμα σε μια παράσταση που ο θεατής τις  «ακούει», τις νοιώθει και τις τοποθετεί όχι πια απέναντί του, αλλά δίπλα του. Αυτά τα λόγια, αυτές τις αντεγκλίσεις, αυτές τις αμφιβολίες και τις αναπολήσεις, όλοι μας τις αναγνωρίζουμε ως κοινό κομμάτι των δικών μας ανθρώπων. Αν θα χαρακτήριζα με μια και μόνη λέξη τη σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, αυτή θα ήταν «συγκινημένη». Η παράσταση δε δίνει τέλος. Οι Λίμπι και η Σάρα, βλέπουν επιτέλους στον ορίζοντα του ωκεανού, τις φάλαινες να περνούν. Είναι όμως φάλαινες; είναι κούτσουρα; είναι τα μάτια της ψυχής που βλέπουν αυτά που θέλουν να δουν.

Η Έρση Μαλικένζου, αναδεικνύεται στον πυλώνα της παράστασης, ισορροπώντας ανάμεσα στην ευαισθησία ψυχής και σιγουριά λογικής. Ξεχειλίζει η ίδια από ζωή και ενέργεια πάνω στη σκηνή, μια σπουδαία πρωταγωνίστρια. Η Τζένη Ρουσσέα, σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο, αναδύει στην επιφάνεια την ειρωνία και τον σαρκασμό της κακότροπης ηρωίδας της από τη μια, αφήνοντας ωστόσο παράθυρα να διακρίνει κανείς με επάρκεια τον πολύ ιδιαίτερο ψυχικό κόσμο που κρύβει καλά κάτω από τα σκούρα γυαλιά της. Η Μαρία Αντουλινάκη , στο ρόλο της φίλης τους Τίσα, στέκεται άξια στις μεγάλες κυρίες με τη σιγουριά των υποκριτικών όπλων και τημ ερμηνευτική σταθερότητα της – η Τίσα της Μαρίας Αντουλινάκη είναι ό,τι υπόσχεται! Ο Νίκος Γαλανός, γίνεται ο ιδανικός Κύριος Μαρανόφ, ο εκπεσών Ρώσος βαρόνος που ψάχνει στέγη,  όχι απλά και μόνο βασιζόμενος στην εξωτερική γοητεία του αλλά σκιαγραφώντας με κίνηση και γλώσσα σώματος την ανάμνηση του μεγαλείου και το σύγχρονο ξεπεσμό του. Απόλυτα κουμπωμένος με το ρόλο του υδραυλικού Τζόσουα Μπράκετ, ο εξαιρετικός καρατερίστας μας Μάκης Πατέλης, ενώ ο Γιάννης Μαρίνος απόλυτα επαρκής στο πολύ σύντομο πέρασμα του κυρίου Μπέρκουιθ.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Αναστασία Αρσένη, ξεχειλίζει τη σκηνή με νοσταλγία και συγκίνηση τόσο με τα σκηνικά όσο και με τα εξαιρετικής αισθητικής κοστούμια της, η ευαίσθητη μουσική ανήκει στον Παναγιώτη Αυγερινό, ενώ οι φωτισμοί Ανατολής και Δύσης, οι σκιές και τα φεγγάρια υποβάλλονται από την Κατερίνα Μαραγκουδάκη.

Η παράσταση δεν έχει δράση μιας και το έργο δεν την επιδιώκει. Δεν ακούς λόγια, αφουγκράζεσαι ψυχή. Έχει χρώμα και οσμή. Και αυτό ακριβώς είναι το πιο δυνατό ελκυστικό σημείο της. Είναι αυτό το κάδρο της γεμάτης καλαισθησίας συγκίνησης που αποτυπώνεται στην υπόκλιση των ηθοποιών. Μια φωτογραφία που κλείνει το άλμπουμ. Μια φωτογραφία, που ίδια της έχουμε όλοι ξεχασμένη σε κάποιο δικό μας άλμπουμ, σε κάποιο συρτάρι.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ